Υπάρχουν άραγε τα ερωτόνια; Ή τα αγαπόνια; «Κάποτε οι επιστήμονες θα ανακαλύψουν τα σωματίδια που εκπέμπονται μεταξύ ανθρώπων που αγαπιούνται. Θα τους δώσουν μια πολύπλοκη ονομασία και θα γυρίσουν ικανοποιημένοι στα εργαστήριά τους. Στα σύννεφα θα συνεχίζουν να σκορπίζονται σκέψεις, λέξεις, φωνές και δάκρυα που δραπετεύουν από δωμάτια όπου άνθρωποι σταμάτησαν να αγαπιούνται. Στη θάλασσα θα διαλύονται θυμός, θλίψη και ενοχές που ξεπλένονται στις ντουζιέρες από ανθρώπους που πονάνε». (Ματίνα Αποστόλου, Σωματίδια, εκδόσεις Ποταμός, 2022).
Κάποιες φορές τα σώματα μιλάνε. Υπάρχει συνάφεια, συμβατότητα, ροή. Άλλοτε πάλι, εκτελούν τις κινήσεις ανέμπνευστα, άνευρα, θλιβερά. Τα ίδια σώματα, τα ίδια χέρια, άλλοτε μεγαλουργούν κι άλλοτε παράγουν μια νερόβραστη μετριότητα. Και συ δεν μπορείς να το εντοπίσεις: τι είναι αυτό που κάνει την πράξη αυτή πότε μαγική και πότε αδιάφορη. Πότε ουσιαστική, πολύ ουσιαστική, και πότε στα όρια του καθήκοντος, της διεκπεραίωσης, σαν να συμπληρώνει κανείς τη φορολογική του δήλωση. Γίνεται απλώς για να γίνεται. Πόση απόσταση υπάρχει από τα πυροτεχνήματα μέχρι το «το-ξεχνάς-το-επόμενο- λεπτό-ως- μη-γενόμενο»;
Και όλο και κάποια φορά σ’ ένα νησί, στο φεγγαρόφωτο, σ’ ένα λιβάδι, σ’ ένα πάρκινγκ, ή απλώς σε ένα ταπεινό κρεβάτι βίωσες μια θαυμάσια, εξωσωματική εμπειρία. Από αυτές που σε κάνουν να κοιτάς έξω απ’ το παράθυρο την επόμενη μέρα. Απ’ αυτές τις μεταμορφωτικές εμπειρίες. Που δίνουν νόημα στα πράγματα. Θυμάσαι ξανά την εφηβεία, χαμογελάς για μέρες μετά, εθίζεσαι, θες να κλειδώσεις τη συνεύρεση στη μνήμη.
Στο «Συμπόσιο» του Πλάτωνα όλοι οι παρευρισκόμενοι επιχειρούν την ανατομία του έρωτα. Ο Παυσανίας συσχετίζει τον έρωτα με τη θεά Αφροδίτη, υποστηρίζοντας το εξής: όπως η Αφροδίτη έχει δύο φύσεις, την ανθρώπινη και τη θεϊκή, έτσι και ο έρωτας έχει δύο μορφές. Ο σαρκικός έρωτας στοχεύει σ’ ένα πρώτο επίπεδο, στην απλή ικανοποίηση. Αντίθετα, ο ανώτερος έρωτας επιφέρει την παντοτινή ένωση με τον αγαπημένο ή την αγαπημένη. Υπάρχει λοιπόν μέσα μας και το θεϊκό και το θνητό. Δύο δυνάμεις, πότε σε συγχρονισμό και πότε αποκλίνουσες: το στοιχείο της γείωσης και το στοιχείο της απογείωσης.
Έτσι κι αλλιώς ο έρωτας είναι γεμάτος αντιφάσεις. Αυτή η αντίστιξη εξηγείται με βάση τη φύση του έρωτα, σύμφωνα πάντα με το «Συμπόσιο». Ο έρωτας μόνιμα ζει στην έλλειψη και την αναμονή, είναι παιδί του Πόρου και της Φτώχειας. «Επειδή λοιπόν είναι του Πόρου και της Πενίας γιος, ο Έρως βρίσκεται σ΄ αυτήν εδώ την κατάσταση. Και πρώτα – πρώτα είναι πάντα φτωχός και κάθε άλλο παρά απαλός και τρυφερός, όπως νομίζουν οι πολλοί, αλλά σκληρός και ακατάστατος και ανυπόδητος και άστεγος, πλαγιάζει πάντα χάμω και χωρίς στρώμα, κοιμάται στην ύπαιθρο, στις θύρες και στους δρόμους, έχοντας της μητέρας του τη φύση, πάντα με τη φτώχεια σύντροφος. Και κατά τον πατέρα του πάλιν είναι επίβουλος στους όμορφους και στους καλούς, όντας ανδρείος και φιλοκίνδυνος και σφριγηλός, δεινός κυνηγός, πάντα πλέκοντας κάποια σχέδια κι επιθυμητής της φρόνησης και είναι άξιος και να εύρει φιλοσοφώντας σ΄όλη του τη ζωή, δυνατός γοητευτής και φαρμακευτής και σοφιστής. Και ούτε σαν αθάνατος είναι από τη φύση του ούτε σαν θνητός, αλλά μέσα στην ίδια ημέρα πότε ανθίζει και ζη, όταν εύρει αφθονία, πότε πάλιν πεθαίνει και πάλιν ξαναγεννιέται, γιατί το έχει από τη φύση τού πατέρα του. Και ό,τι κερδίζει πάντα το χάνει έτσι που μήτε άπορος είναι ποτέ ο Έρως μήτε πλούσιος. Και πάλιν είναι ανάμεσα στη σοφία και στην αμάθεια [201d]..[5]»
Με βάση την πλατωνική θεώρηση για τις ιδέες, υπάρχει μέσα μας η ιδέα του ωραίου, του καλού. Κάθε φορά, λοιπόν, που ερωτευόμαστε, ο ωραίος άλλος ενσαρκώνει την ιδέα του ωραίου, γίνεται το όχημα για να μας οδηγήσει στην ουσία, γι΄ αυτό ερωτευόμαστε ανθρώπους που ασκούν γοητεία σ’ εμάς. Τους ερωτεύσιμους. Για να φτάσουμε από την ύλη στο πνεύμα, από το περιτύλιγμα στο δώρο, το ουσιαστικό δώρο, που είναι πάλι κατά τον Πλάτωνα το άλλο μισό.
Αυτό που κάνει την ανεπαίσθητη αλλά εντελώς ουσιαστική διαφορά ανάμεσα στο σαρκικό σεξ και στον έρωτα, με την πλήρη και πανηγυρική συμμετοχή της ψυχής, είναι η επιθυμία. Η ανάγκη για ένωση. Το «σε ξεχωρίζω». Το στοιχείο της μοναδικότητας, του προσωπικού μύθου, που θα φτιάξει το «μαζί». Εσύ. Μόνο εσύ μπορείς να μου δώσεις ηδονή, όλα τα άλλα είναι θλιβερά υποκατάστατα.
Οι Στωικοί φιλόσοφοι θεωρούν ότι η ψυχή είναι κομμάτι του θεϊκού πνεύματος το οποίο διέπει τα πάντα. Άρα, η ψυχή είναι ο θεός ο οποίος κατοικεί εντός μας. Σε όλο μας το σώμα είναι σκορπισμένη η ψυχή μας, η οποία έχει θεϊκή υπόσταση. Γι’ αυτό όταν ερωτευόμαστε ενθουσιαζόμαστε. Με βάση την ετυμολογία της λέξης (εν-θεός-ουσία), όλο αυτό το ξεσήκωμα του σώματος είναι για να τελεστούν λειτουργίες που σχετίζονται με την ψυχή. Ψυχή και σώμα είναι ένα, γι΄ αυτό και όταν μας αντιμετωπίζουν μόνο ως σώμα, μας στοιχίζει, γιατί αδυνατούμε να διαχωρίσουμε τα δύο.
Η ερωτική πράξη, λοιπόν, όταν κατεβαίνει από το θείο επίπεδο και γίνεται μέρος της ρουτίνας μας, γίνεται ξεπέτα, στριμώχνεται ανάμεσα σε υποχρεώσεις, υπόκειται σε πίεση χρόνου, κλειδώνεται μέσα σε κρεβατοκάμαρες και σε μια επανάληψη άνευ εμπνεύσεως, χάνει τη λάμψη της. Θαμπώνει, υπόκειται σε φθορά.
Κάθε φορά που ένα νέο πρόσωπο μπαίνει με τυμπανοκρουσίες στη ζωή μας, φέρει μαζί και μια ελπίδα. Ότι η ψυχή μας θα βρει τροφή. Μέσα από τον δρόμο του σώματος, βέβαια. Κάθε καινούργια ιστορία φέρει μέσα της το σπέρμα της αισιοδοξίας. Ένα νέο αεράκι. Κάτι όμορφο, αξιοσημείωτο, θρυλικό μαγειρεύεται. Γι’ αυτό και κάθε φορά που τελειώνει μια ιστορία, λειτουργούμε αθροιστικά, γινόμαστε το άθροισμα της λύπης, των απογοητεύσεών μας. Και στρεφόμαστε προς κάτι καινούργιο, αφού θα φέρει την υπόσχεση για ψυχική τροφή, που την έχουμε όλο και πιο πολύ ανάγκη. Ίσως αυτή η θεϊκή ουσία μέσα μας, εγκλωβισμένη καμιά φορά στο σώμα μας, να περιμένει την ερωτική πράξη για να δημιουργήσει φως, αστερόσκονη. Γι΄ αυτό οι άνθρωποι λάμπουν όταν ερωτεύονται. Κι ας ξέρουν ότι δεν κρατάει πολύ.
«Δεν υπάρχει καλλιτέχνης που δεν πιστεύει στον έρωτα. Σ’ αυτές τις ανεξήγητες αλχημείες, τις ζυμώσεις που γίνονται μέσα μας όταν συναντάμε το ωραίο. Σ αυτή την κατακλυσμιαία ανάγκη να δώσουμε και να πάρουμε μέχρι να αδειάσουμε τελείως. Αλλιώς τι είναι αυτό που του γαργαλάει κάθε φορά τα χέρια για να πάρει τον πηλό και να του δώσει ζωή; Αυτή η θεϊκή ανάσα που μας ανεβάζει πέρα από το επίπεδο του ζώου; Δεν είναι μόνο θέμα χημείας, αυτό το θεωρεί πολύ απλοϊκή εξήγηση. Το ζήτημα δεν είναι αν πιστεύει στον έρωτα. Το ζήτημα είναι τι μπορεί να κάνει η δυναμική του. Ποιον θα πάρει η μπάλα όταν θα συμβεί η ανάφλεξη. Γιατί η φωτιά δεν διαλέγει τι θα κάψει, απλώς τρέχει, καλπάζει, σαρώνει. Έρωτας…. Μ’ έναν πρόχειρο αναγραμματισμό γίνεται αέρας.» (Ευαγγελία Χαραλάμπους-Παυτίνου, Κατακαλόκαιρο, Εκδόσεις Μωβ Σκίουρος, 2021).
Η ψυχή ψάχνει αφορμές μέσα από το δέρμα, το άγγιγμα. Για να γεννήσει αγαπόνια. Ερωτόνια. Και όταν χορταίνει μόνο το σώμα, η ψυχή, θεϊκή ανάσα διάσπαρτη στο σώμα, κάθεται στην άκρη σαν παιδί που η παρέα το έχει στην απέξω. Ακούει κρυφά τα γελάκια και υποφέρει. Η ερωτική πράξη λοιπόν, τρέφεται με την περιπέτεια. Με την έκπληξη, με ιδέες, με φαντασιώσεις, με παιχνίδια, με γελάκια, με την ανάγκη εξερεύνησης του σώματος. Με το τι συμβαίνει πριν και μετά την ερωτική συνεύρεση. Με την ανάγκη να ικανοποιήσεις ολιστικά τον άλλον. Με πειράματα. Με έμπνευση. Αυτή είναι η ειδοποιός διαφορά ανάμεσα στην ουσιαστική και ανούσια ερωτική πράξη.
Κλείνοντας, ας σταθούμε στην Ηλιόπετρα του Θανάση Παπακωνσταντίνου (από το ποίημα του Οκτάβιου Παζ «Ηλιόπετρα»). Γεννιέται ο κόσμος όταν φιλιούνται δυο/Η αγάπη πόλεμος, πόρτα που ανοίγει/Μέσα στα σπλάχνα σταλάζει λίγο φως/Είναι φεγγίτες τα σώματα που σμίγουν/Πλάι μου βαδίζεις σαν δέντρο σκιερό/Κάτω από έναν ήλιο δίχως ηλικία/Τα μάτια σου είναι κρήνες ονείρου όπου παν/Συχνά και ξεδιψάν τα άγρια θηρία./Αλλάζει ο κόσμος όταν φιλιούνται δυο/Μεταμορφώνεται, όλα αγιάζουν/Ο σκλάβος βγάζει στους ώμους του φτερά/Παύεις να είσαι ένας ακόμα ίσκιος./Ζητάω το πρόσωπό σου, ξανά παραληρώ/Βραγιά των γιασεμιών και στην πληγή αλάτι/Αγκάθι του θανάτου, αυγή του φεγγαριού/Γραφή θαλασσινή απάνω στον βασάλτη./Μικραίνει ο κόσμος όταν φιλιούνται δυο/Γίνεται η κάμαρα κέντρο του κόσμου/Και μισανοίγεις σαν φρούτο ώριμο/Ή σαν αστέρι εκρήγνυται και σβήνει./Η φούστα σου παφλάζει φτιαγμένη από νερό/Τα κόκαλά μου βρέχει με τη μία/Μα όσο και να βρέχεις δε θα φοβηθώ/Γιατί είναι η κοιλιά σου ηλιόλουστη πλατεία./ Γυμνός ο κόσμος όταν κυλιούνται δυο/Από τον ίλιγγο πάνω στη χλόη /Λύνονται οι κάβοι, σαλπάρουν οι ψυχές/ Ο χώρος είναι σιωπή και φως μονάχα.
Βιογραφικό:
Η Ευαγγελία Χαραλάμπους-Παυτίνου γεννήθηκε στην Πάφο (1980). Σπούδασε Ελληνική φιλολογία (E.K.Π.Α) και Θέατρο στο «Νέο Ελληνικό Θέατρο». Κατέχει Μεταπτυχιακό και Διδακτορικό δίπλωμα στην Ηθική φιλοσοφία (Ε.Κ.Π.Α). Διηγήματα και παραμύθια της διακρίθηκαν σε λογοτεχνικούς διαγωνισμούς (Ελλάδα, Κύπρο). Διηγήματά της περιλήφθηκαν σε ανθολογίες: Ιστορίες για την Ελλάδα, Ο Άνθρωπος χωρίς προσωπείο. Διηγήματα, παραμύθια και άρθρα της υπάρχουν στο Ηθική, C.S.I., lemilou.blogspot.com, σε ελληνικά λογοτεχνικά περιοδικά όπως: 121 words, periou.gr, fractalart.gr, diastixo.gr, koukidaki.gr, hartismag.gr, monoklread.gr , Κέφαλος, logografis.gr και Άνευ. Το πρώτο της μυθιστόρημα «Κατακαλόκαιρο» (Μωβ Σκίουρος, Αθήνα, Οκτώβριος 2021) ήταν ανάμεσα στα επικρατέστερα για το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος Κύπρου 2021.