You are currently viewing Ευαγγελία Παπανικολάου:  Ευάγγελος Αυδίκος, Δρολάπι. Εκδόσεις Βιβλιοπωλείον της ΕΣΤΙΑΣ, Αθήνα 2023, σελ. 296.

Ευαγγελία Παπανικολάου:  Ευάγγελος Αυδίκος, Δρολάπι. Εκδόσεις Βιβλιοπωλείον της ΕΣΤΙΑΣ, Αθήνα 2023, σελ. 296.

η άνοιξη είναι η δική τους Ανάσταση

 

Ένας παλιός-καινούργιος  γνώριμος.  Ακούγεται  αντιφατική η  πρόρρηση, ωστόσο  είναι εκφραστική τής  ισχύουσας  αλήθειας για τον άνθρωπο, επιστήμονα, συγγραφέα,  Βαγγέλη Αυδίκο. Παλιός  γνώριμος, αφού η πορεία του στα γράμματα είναι μακρά.  Έχοντας ως αφετηρία το κλασικό τμήμα της Φιλοσοφικής Ιωαννίνων, όπου σπούδασε, διένυσε δρόμους που τον διαμόρφωσαν, αλλά και άνοιξε δρόμους  στη λαογραφική έρευνα, στη διοργάνωση συνεδρίων και σεμιναρίων, στη συγγραφή , αφήνοντας  τη  δική του  ιδιαίτερη  σφραγίδα  στους  χώρους  αυτούς.  Αεικίνητος  κι  αειθαλής, διαρκώς εν εγρηγόρσει,  υπηρέτησε αρχικά  ως φιλόλογος στη Μέση  Εκπαίδευση, κυρίως, όμως, δίδαξε ως καθηγητής Λαογραφίας  στο Τμήμα Ιστορίας, Αρχαιολογίας και  Κοινωνικής Ανθρωπολογίας  τού  Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, στο οποίο διετέλεσε  Πρόεδρος, αλλά και Διευθυντής του Τομέα Κοινωνικής Ανθρωπολογίας.

Με καταγωγή απ΄το Συρράκο  της  Ηπείρου, τον μαγικό  αυτόν πετρόχτιστο οικισμό, την πατρίδα τού ποιητή Κώστα Κρυστάλλη,   δεν έμεινε ανεπηρέαστος  απ΄το  γεωγραφικό  ανάγλυφο της περιοχής.  Η ορεινή Ελλάδα, τα  ποτάμια της,  τα τοξωτά γεφύρια, τα βοσκοτόπια ,οι χαοτικές  χαράδρες κάτω απ’ τα επιβλητικά Τζουμέρκα, τα φαράγγια, οι βρύσες, οι νερόμυλοι,  οι κατάφυτες πλαγιές  αποθησαυρίστηκαν  στην ψυχή,  και,   αναπόφευκτα  στο λογοτεχνικό  έργο  τού  Ευάγγελου. Τα λογοτεχνικά  έργα, εξάλλου, αποτελούν αποκυήματα, της ψυχής, της φαντασίας, της σκέψης των δημιουργών.

Παλιός γνώριμος, λοιπόν, ο Αυδίκος, τον πρωτοάκουσα  από κοντά  στο Πανελλήνιο Συνέδριο « Δημοτικό Τραγούδι και Ιστορία», που συνδιοργάνωσαν το Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας / ΙΑΚΑ και το Κέντρο  Ιστορικής και  Λαογραφικής  Έρευνας «Ο Απόλλων», στην Καρδίτσα, τον Οκτώβριο του 2015. Είχα την τιμή, ακολούθως,  να βρεθώ  ανάμεσα στους παρουσιαστές  τού βιβλίου του «Οι τελευταίες πεντάρες», ενός συγκλονιστικού μυθιστορήματος , που εκτυλίσσεται στην πατρίδα που μεγάλωσε, την Πρέβεζα, και,  βασίζεται σε πραγματικά ιστορικά στοιχεία.  Ένα βιβλίο που εκπήγασε από την πληγωμένη ιστορική μνήμη, λυτρωτικό των παθών του τελευταίου  εμφυλίου πολέμου που ταλάνισε την Ελλάδα. Στις σελίδες του, πέρα από τις εξαιρετικές περιγραφές της Πρέβεζας, την αριστοτεχνική  ηθογράφηση  των προσώπων,  συναντά κανείς τις αλήθειες τού Θουκυδίδη αναφορικά με τη φρίκη του εμφύλιου σπαραγμού, ανεξαρτήτως εποχής  κι αναστοχάζεται για την ανθρώπινη φύση που μεγαλουργεί, αλλά και ρημάζει, όταν ο φανατισμός την καθοδηγεί..

Ο Ευάγγελος Αυδίκος, όμως, είναι και καινούργιος γνώριμος. Η αέναη δράση του, όχι μόνο ως ερευνητή- μελετητή της  λαϊκής  παράδοσης, ως διοργανωτή και εισηγητή συνεδρίων, αλλά και ως εμπνευστή και αρχιτέκτονα θερινών σχολείων στα Τζουμέρκα κι όχι μόνο, η παραγωγή επιπλέον λογοτεχνικού έργου αναδεικνύουν κι άλλες πτυχές τής  πολυσχιδούς προσωπικότητάς του. Ανακαλύπτουμε διαρκώς  νέα στοιχεία στην πραγμάτευση των έργων του, των χαρακτήρων που υφαίνει μέσα από μια ευρύτερη οπτική των πραγμάτων, μιας και ο ίδιος αλλάζει, συμπληρώνεται, εκ-τείνεται νοητικά και καρδιακά.

Μετά την «Οδό Οφθαλμιατρείου», λοιπόν,  ένα έργο- σπονδή στον σπουδαίο δημιουργό, τον  Κώστα Κρυστάλλη, που χάθηκε νέος, ο Αυδίκος  έρχεται κοντά μας, μ’ ένα νέο βιβλίο, το «Δρολάπι». Ο τίτλος τού βιβλίου, λιτός, ευθύβολος, χωρίς στολίδια γλωσσικά κι εντυπωσιασμούς. «Δρολάπι», λέξη παλιά, των παππούδων μας. Είμαστε η τυχερή γενιά που έζησε το μεταίχμιο, το πέρασμα απ’ το παλιό στο καινούργιο. Είδαμε τους αργαλειούς, τα κάρα, τα παιδιά με τις σφεντόνες και τις μπίλιες, μετείχαμε σε γάμους με οργανοπαίχτες της περιοχής, ακούσαμε τα μοιρολόγια απ’ τις γυναίκες- μοιρολογίστρες στο ξεπροβόδισμα του νεκρού, κυρίως, ακούσαμε  τις  λέξεις  που προέρχονταν απ’ τη μακρά παράδοση  της  γλώσσας  μας  και  χτίσαμε μ’ αυτές  το γλωσσικό μας σύμπαν  και τις έννοιες,  για να νοηματοδοτήσουμε  τον κόσμο. Δρολάπι. Η ετυμολογία των λέξεων  η αλήθεια τους.. (υδρο-) δρο+ λαίλαψ.  Ανεμοζούρι, θα έλεγαν οι πατεράδες  μας, ανεμοζούρι και δυνατή  βροχή μαζί..

Το δρολάπι, που εικαστικά αποτυπώνεται  στο εξώφυλλο του βιβλίου, το ζήσαμε κι εμείς, οι Θεσσαλοί,  οι Παλαμιώτες, στις 7  του Σεπτέμβρη 2024.  Αυτή η ημερομηνία στοίχειωσε τις  ζωές μας.. Ένα δρολάπι  μάς πήρε και μας σήκωσε. Ήταν σαρωτικό.  Διασάλευσε τις σταθερές μας. Άλλαξε την πραγματικότητα τής καθημερινότητάς μας, αλλά κι εμάς  άρδην.   Η συνειδητοποίηση της μηδαμινότητάς μας, της ευμεταβλητότητας των πραγμάτων, ήταν αναπόφευκτη. Οι πιο φιλοσοφημένοι, σαν έτοιμοι από καιρό,  αποχαιρέτησαν την Αλεξάνδρεια, χωρίς κοπετό και μεμψιμοιρία.  Πολλοί ανέστιοι  έψαξαν  σε άλλες πόλεις  να γαντζωθούν από κάπου. Το delete της μνήμης ήταν η λέμβος για μια όσο το δυνατόν  πιο ανώδυνη ψυχικά αποδοχή της κατάστασης και προσαρμογή στο καινούργιο.   Έπρεπε να ξεχάσουμε τη σκευή των σπιτιών μας,  ό,τι δημιουργήσαμε  με  τους κόπους  μιας  ζωής. Η μνήμη και η ανά-μνηση  πονούν.   Ίσως,  το να ζεις κανείς χωρίς μνήμη, όπως το ζευγάρι της πρώτης ιστορίας, η Αρσινόη κι ο Λυσίμαχος,  είναι λυτρωτικό.. Ένα «δρολάπι», ένα αυτοκινητιστικό δυστύχημα , στο οποίο έχασαν τη μνήμη τους, άλλαξε τις ζωές τους.  Χωρίς ταυτότητα, ζουν συντροφικά στο Κανάλι της Πρέβεζας, μακριά από τη Θράκη που αγνοούν ότι είναι η γενέτειρά τους. Με πόση αγάπη ο Αυδίκος  στήνει  τους  χαρακτήρες του. Ανάπηροι άνθρωποι, καθηλωμένοι σε αμαξίδια, χωρίς τη δυνατότητα ομιλίας,  δέχονται αγάπη και φροντίδα από όμορφες ψυχές σ’ ένα κοινό ταξίδι.( Σελ 17)

Οι περιγραφές τής φύσης, των πραγματικών δρολαπιών, της τρυφερότητας των ανθρώπων,  της αγάπης τους για τα πλάσματα της  φύσης,  των ψυχικών τους μεταπτώσεων,  μαρτυρούν  ευαισθησία και πένα ικανή. Μέσα από το βιβλίο παρελαύνει η κοινωνική πραγματικότητα, η οικονομική κρίση, ο ξεπεσμός επαγγελματιών, η φτωχοποίηση..  Ένα πραγματικό γεγονός, η κατάρρευση του γεφυριού της Πλάκας , του μεγαλύτερου ίσως  μονότοξου  πετρόχτιστου  γεφυριού των Βαλκανίων,  τον  Φλεβάρη του 2015, ύστερα από μια μανιώδη θύελλα, αλλά κι από έλλειψη συντήρησης,  συμπαρασύρει στο γκρέμισμά του και τη σχέση τού Κώστα και της Ρήνας, αφού τα θεμέλιά της ήταν σαθρά. (σελ. 202-203).

Πέρα από τις άλλες αρετές του βιβλίου, την καλλιέπεια, τον γλωσσικό πλούτο, τον διανθισμένο με το ιδίωμα της Ηπείρου, την ευχέρεια στη χρήση των χρονικών επιπέδων, εγκιβωτισμένες και πρόδρομες αφηγήσεις, η μαγεία τού  βιβλίου έγκειται  μάλλον στο ότι,  ύστερα από αριστοτελική περιπέτεια , επέρχεται η κάθαρση, οι ήρωες κατορθώνουν να βρουν την ταυτότητά τους, τα θέλω τους και να τα ακολουθήσουν, χωρίς να αλλοτριωθούν. Προβαίνουν σε επιλογές ζωής με ελεύθερη βούληση, αποτιμώντας και ζυγίζοντας τι  τους κάνει πραγματικά ευτυχισμένους, πέρα από ψυχικά, ηθικά ή  κοινωνικά βαρίδια.     Τολμηρή γραφή. Οι ήρωες, σαν την Μπέλα,  την πρωταγωνίστρια   στην ταινία του Λάνθιμου  “Poor Things”, ενάντια στον κομφορμισμό, βρίσκουν τη δική τους φωνή, παίρνουν τις αποφάσεις τους, διασώζοντας  τη γνησιότητα του προσώπου τους,  μέσα από μια πορεία προς την αυτογνωσία. Αφήνονται στο κύμα του έρωτα, στο  «Πόντιον οίδμα», μα πορεύονται  κατά τους στίχους της αρχαίας λυρικής ποιήτριας, της Σαπφούς, τους τόσο αγαπημένους στην Αρσινόη:  «ο όμορφος είναι όμορφος όσο μπροστά σου στέκει,  μα ο αγαθός είναι όμορφος κι αργότερα και πάντα».   Οι στίχοι αυτοί  αποτελούν μάλιστα και προσήμανση για τη δική της ζωή. Αξιομνημόνευτο , συνάμα, είναι και το γεγονός ότι,   παρά τη σβησμένη μνήμη, η παράδοση είναι ριζωμένη μέσα τους βαθιά. Στην προσπάθεια να ηρεμήσει τον Μάχο της, η Αρσινόη τραγουδάει τον «Αρχοντογιό», ένα θρακιώτικο τραγούδι, κι ας αγνοεί την θρακιώτικη καταγωγή της.. Ένα τραγούδι που θα οδηγήσει στη λύση του δράματος..

Ένα «δρολάπι», λοιπόν ανατρέπει τη ζωή των ηρώων τού Ευάγγελου Αυδίκου,  ένα δρολάπι, η πλημμύρα του Σεπτέμβρη,  ανατάραξε κι απορρύθμισε και τη δική μας ζωή.  ‘Οπως οι ήρωες του συγγραφέα, ύστερα από συντριβές, έχτισαν ένα καινούργιο σύμπαν, ανακαλύπτοντας τη χαρά στα απλά, καθημερνά πράγματα, σ’ έναν ζεστό καφέ σε μια καντόνκα – πομάκικη λέξη για το φλιτζάνι, άλλη μια προσήμανση-,  στην απόλαυση της βροχής  μέσα από ταπεινά σπίτια,  σ΄ένα  σπουργίτι  που τσιμπολογά τα ψίχουλα τού ψωμιού, στους στίχους ενός ποιητή , στη θάλασσα  που σαν κολυμβήθρα παρασύρει όσα έχουν επικαθήσει στο σώμα και στην ψυχή τους, στη μουσική, στη Συμφωνία της Χαράς του Μπετόβεν, που την ακούν, χωρίς την παρουσία της ορχήστρας, την ακούν, γιατί  βρίσκεται μέσα τους και αναβλύζει μπροστά στην ομορφιά των κυμάτων, στο τρυφερό χάδι του χεριού του συντρόφου, σ’ ένα πλατύφυλλο χαμόγελο.., έτσι κι εμείς,  οι χειμαζόμενοι  απ’ την καταστροφική  πλημμύρα, ας  διατηρήσουμε την ικανότητα να ζούμε  αγαπητικά κι αληθινά, παρά τις απώλειες και τις ελλείψεις. Εξάλλου, σύμφωνα με τον σοφό βοτανολόγο Μπερτ, ενός  άλλου χαρακτήρα του βιβλίου: «Τα αγριολούλουδα γεωργούν ταπεινότητα. Διαβιούν απαρατήρητα όλο το χρόνο, ουδείς ασχολείται μαζί τους, η άνοιξη είναι η δική τους Ανάσταση».

 

 

Η Ευαγγελία Παπανικολάου είναι φιλόλογος, υποψήφια διδάκτωρ Τομέα Φιλοσοφίας, του Τμήματος Φιλοσοφίας και Παιδαγωγικής του ΑΠΘ.[1]
[1] Διαβάστηκε το κείμενο στη συζήτηση που έγινε στη Λέσχη Ανάγνωσης και Φίλων του Βιβλία (Δρώμενα), στον Παλαμά Καρδίτσας (19 Μαϊου 2024).

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.