Κι όμως η Μπέτυ τον είχε τότε ερωτευτεί. Ήταν η πρώτη της αγάπη· ο Πάρης. Μαζί του ονειρεύτηκε τη ζωή της, αυτός ήταν που την πολιόρκησε. Πριν, δοσμένη στα φοιτητικά διαβάσματά της, δεν είχε καιρό για τέτοια. Άλλωστε πίστευε ότι το σώμα της με τα παραπανίσια κιλά δεν τη βοηθούσε. Πάνω που θα απογοητευόταν, ο Πάρης της πρόσφερε λουλούδια. Ήταν, είπαν, ευγενής. Της Μπέτυς της άρεσαν τα λουλούδια, όπως της άρεσαν και τα πολλά ερωτόλογα που της έλεγε ο Πάρης. Παραδέχτηκε μέσα της ότι δεν ήταν ακριβώς ο πρίγκιπας του παραμυθιού, αλλά το ξεπέρασε. Πόσοι και πόσοι πρίγκιπες δεν της είχαν ρίξει ούτε μια ματιά.
Ο γάμος της αδερφής της την παρέσυρε ν’ αποφασίσει και το δικό της. Θα έπαιρνε τον Πάρη και θα έκαναν δυο παιδιά. Κάνε, Θε μου, να ’ναι το ένα κορίτσι και τ’ άλλο αγόρι. Ο Πάρης έβγαζε καλά λεφτά και μαζί με τη δική της δουλειά η οικογένεια θα ζούσε άνετα. Γιατί της Μπέτυς της άρεσε και η πολυτέλεια. Τα γούστα της ήταν ακριβά.
Ξέρετε πολλούς γονείς που να δέχτηκαν μ’ ευχαρίστηση τον υποψήφιο γαμπρό ή την υποψήφια νύφη για το παιδί τους; Στον Πάρη όμως, αν και προσπάθησαν, δεν κατάφεραν να βρουν κουσούρι. Περνούσε την άνοιξή του αρμονικά. Και άφησαν την κόρη τους να κάνει μ’ αυτόν τα δυο παιδιά που είχε πεθυμήσει. Μάλιστα, το πρώτο ήταν κορίτσι και το δεύτερο αγόρι. «Της καλομάνας το παιδί το πρώτο είναι κόρη», είπαν για να την καθησυχάσουν κι η Μπέτυ διαπίστωσε ότι πιο πολύ από τον Πάρη αγάπησε τα παιδιά της. Όπως πιο πολύ απ’ αυτόν αγάπησε ολάκερη τη ζωή που έκανε.
Ήξερε πως, όταν έφευγε το πρωί για το γραφείο όπου εργαζόταν, άφηνε τα παιδιά στην υπεύθυνη κυρία Ναταλία που ετοίμαζε και το μεσημεριανό όπως της είχε οριστεί. Ήξερε ότι η κυρία Ναταλία κατάφερνε να διευθετεί κάθε απρόοπτο χωρίς να χρειαστεί να της τηλεφωνήσει. Ήξερε πως, αργότερα, η κυρία Ναταλία κάθε πρωί πήγαινε τα παιδιά στο σχολείο και κάθε μεσημέρι τα γύριζε.
Χρόνο με το χρόνο η Μπέτυ μάζευε κούραση. Ήταν, όμως, τόσο λίγη κάθε μέρα που δεν την αντιλαμβανόταν. Οι ώρες της ημέρας δεν της έφταναν. Για να ξεδίνει έκανε βόλτες στα μαγαζιά. Τη δελέαζε η Black Friday και σχεδίαζε ένα μήνα πριν αυτά που θα ψώνιζε. Για την ίδια, για τα παιδιά, για το σπίτι και ίσως για τον Πάρη. Ο καθένας είχε τις ανάγκες του! Εγκλωβισμένη στις δικές της, η Μπέτυ δε σκέφτηκε ποτέ να φροντίσει για τις συλλογικές ανάγκες. Αυτό εξάλλου συνηθίζεται. Ο λάτρης της μουσικής ονειρεύεται ένα σύγχρονο λυρικό θέατρο.
Ασφαλώς όσα είχαν να κάνουν με τη μόδα τη μαγνήτιζαν. Οργάνωνε, λοιπόν, τα γενέθλια των παιδιών έτσι που να μοιάζουν με υπερθέαμα. Εννοείται πως κάθε χρόνο τα κεράκια τα άναβαν δεύτερη φορά για να σβήσουν και με την ξενόγλωσση εκδοχή του τραγουδιού: «Happy birthday to you». Εντούτοις το σπίτι γινόταν άνω κάτω κι η κυρία Ναταλία δε γινόταν να το βάλει σε τάξη. Γι’ αυτό η Μπέτυ βρήκε τη λύση. Τα γενέθλια των παιδιών θα τα έκαναν σε παιδότοπο. Ούτε γάτα ούτε ζημιά. Όχι πως αυτό δεν είχε κούραση, αλλά η Μπέτυ τη θεωρούσε διαχειρίσιμη.
Τα παιδιά της ήταν πολύ καλοί μαθητές, ωστόσο η Μπέτυ τα ήθελε άριστους. Το χειμώνα τα πίεζε να διαβάσουν, αλλά το καλοκαίρι ήταν όλο δικό τους. Πήγαιναν στο εξοχικό. Από σπίτι σε σπίτι. Κάποιες ημέρες φιλοξενούσαν τους γονείς της, κάποιες άλλες, να μη συμπέσουν, τα πεθερικά της. Χωρίς να το καταλάβει στην αρχή, η Μπέτυ άρχισε να το βαριέται το εξοχικό. ήθελε να δει τι γίνεται κι αλλού. Ο Πάρης, όμως, είχε δουλειές και με μεγάλη δυσκολία σου έδινε καμιά βδομάδα για το εξωτερικό. Άλλωστε κείνος, λόγω της δουλειά του, τα έκανε τα ταξίδια του όλο το χρόνο. Η Μπέτυ εκεί.
Έφτασε να μην έχει πολλά πολλά με τον Πάρη. Βρίσκονταν ελάχιστες ώρες της ημέρας, αλλά το βράδυ πλάγιαζαν μαζί. Συνήθως για να κοιμηθούν. Ξαφνικά, η Μπέτυ κυριεύτηκε από μια βεβαιότητα: ο Πάρης είχε εξωσυζυγική σχέση. Δεν είχε καμιά ένδειξη γι’ αυτό, ο Πάρης παρέμενε ο ίδιος, μια ευθεία γραμμή. Εξακολουθούσε να της παρέχει ό,τι χρειαζόταν για να ζει πολυτελώς, συνέχιζαν να καβγαδίζουν γι’ αστειότητες. Και τα ερωτόλογα· ο Πάρης τα είχε κόψει από νωρίς. Πώς, λοιπόν, δικαιολογιόταν η βεβαιότητά της; Ούτε κείνη ήξερε να πει. Λόγω χαρακτήρα, δεν εκμυστηρεύτηκε σε κανέναν τίποτε. Αλλά και πού να το εκμυστηρευτεί; Με μια δυο φίλες της μιλούσαν μονάχα για ρούχα και για τα προβλήματα που είχαν με τις δικές τους οικογένειες. Είπε να τον παρακολουθήσει. Είπε να βάλει ντετέκτιβ. Με την ιδέα και μόνο τα νεύρα της έγιναν σμπαράλια. Στην τελετή αποφοίτησης από το δημοτικό της κόρης τους ο Πάρης φυσικά είχε δουλειά. Μήπως ν’ αγόραζε περίστροφο; Της έρχονταν ιδέες παράφορες. Το μυαλό της δε λειτουργούσε με τα σωστά του. Η κουζίνα την προβλημάτισε. Αλλού ήθελε να πάει κι αλλού πήγαινε. Κι όταν διάβαζε τον μικρό, αφαιρούταν. Μήπως ήταν προμηνύματα αλτσχάιμερ;
Ο Πάρης ανυποψίαστος. Είχε συνηθίσει τα ξεσπάσματά της, είχε μάθει να μένει ατάραχος. Η Μπέτυ, δεν άντεξε, έλεγξε κρυφά το κινητό του. Τίποτε κι απ’ εδώ. Πελάτες και πάλι πελάτες. Μέχρι που κατάφερε να τον πιάσει στα πράσα. Όχι με γυναίκα, όχι, μ’ έναν πελάτη. Ο Πάρης έκανε να της πει: «Δεν είναι αυτό που νομίζεις», αλλά η Μπέτυ ήδη λιποθυμούσε. Ο πελάτης ανέβασε το φερμουάρ στο παντελόνι του κι έφυγε τρέχοντας.
Δυο μήνες μετά η Μπέτυ βγήκε από τη νευρολογική κλινική και γύρισε στο σπίτι. Η πραγματική αιτία της κατάρρευσής της δεν αναφέρθηκε ποτέ. Είναι αλήθεια ότι η Μπέτυ δεν είχε κανένα θέμα με τους αμφισεξουαλικούς, αλλά για τον Πάρη δεν το χώραγε ο νους της. Τελικά τα κατάφερε και το χώρεσε. Προσπάθησαν να κουβεντιάσουν. Συμφώνησαν να μείνουν μαζί μέχρι ο μικρός να περάσει στο πανεπιστήμιο, ήταν βέβαιοι πως θα περνούσε, και να κάνουν σα να μη συνέβη τίποτε. Όμως αγόρασαν δυο μονά κρεβάτια, σ’ αυτό η Μπέτυ ήταν ανυποχώρητη.
Και γύρισε πάλι στη ζωή που αγαπούσε. Όμως τώρα μιλούσε περισσότερο, σχεδόν παραληρηματικά, και το γέλιο της ήταν πάντοτε ψεύτικο. Ζούσε το παρόν σαν αυτό να είχε ήδη παλιώσει.