Αναζητώντας οδηγίες χρήσης για το δώρο της ύπαρξής της, η Ευγενία Δουβή, ποιεί τον λόγο της με αλήθεια και ρεαλισμό, με λέξεις που αναζητούν αιτίες, συνέπειες, αθώους κι ένοχους, αυτόφωτα κι ετερόφωτα όντα. Όλα στο φως.
Με το βλέμμα στραμμένο στον ουρανό και τα πόδια καρφωμένα στη γη, μας υποχρεώνει να κάνουμε ένα βήμα παραπέρα, να διεκδικήσουμε το όνειρο με όλη τη δύναμη που δεν ξέρουμε ότι έχουμε, μένοντας ξύπνιοι. Δε χαϊδεύει δάκρυα -τα φυσικά αυτά παυσίπονα-, δεν ενδίδει στο Χάος και τα σκότη, δεν κλείνει Συμφωνίες με τους διάπυρους αγέρηδες. Ξεβράζεται σε βελούδινες ακτές κι ενηλικιώνεται αιμορραγώντας. Συναντάει τον Έρωτα και γλείφει το αίμα του. Γυμνά και απροστάτευτα τα σαρκία του δέχονται σφαίρες από αίμα, μέχρι που τα Ενήλικα αιμοσφαίρια ξεψυχούν αγκαλιασμένα. Το συναίσθημα λυτρώνεται όταν τα λόγια και οι σκέψεις γίνονται πράξη.
Τις μαύρες, τις κόκκινες και τις λευκές ημέρες της παρουσιάζει στο αναγνωστικό κοινό μια συγγραφέας που έρχεται για να ταρακουνήσει το σύμπαν, να το αναδιαμορφώσει με τον μόνο τρόπο που έχει, τις λέξεις που βρίσκουν φλέβα.