You are currently viewing Ευγενία Γκιόκα: Με το φως της αυγής
SONY DSC

Ευγενία Γκιόκα: Με το φως της αυγής

Η νυχτιά σκίστηκε σα χαρτί που κόπηκε βίαια και άτσαλα πετάχτηκε στον κάδο των άχρηστων. Η κραυγή του νεαρού άντρα έσκισε το σκοτάδι, μπήκε στα γειτονικά διαμερίσματα, βομβάρδισε τα ζώντα πλάσματα που άκουσαν. Τα αρσενικά ένιωσαν συμπόνοια, τα θηλυκά την ευθύνη της μάνας.

«Υπάρχει χώρος για μένα;»

Μοιάζει με αρχαίο δράμα ή αρχαία τραγωδία το να έχει κάποιος γονιό με ναρκισσιστική διαταραχή. Εξαναγκάζεται χωρίς άλλο να θυσιάσει αυτό που πραγματικά είναι, δηλαδή τον αληθινό του εαυτό.

Λάθεψα που νόμισα πως μπορώ να σε σώσω…

Μετά ακολούθησαν σειρήνες, βουητό, κι άλλες φωνές, φώναζε και εκείνη… τον έλεγε αχάριστο, άχρηστο, κορναρίσματα και φώτα. Φώτα που άναψαν για λίγο, ίσα για να πουν κάτι οι νοικοκυραίοι για το γεγονός, κι ύστερα έσβησαν και πάλι. Αμέσως μετά ανέλαβαν τα ασθενοφόρα. Ένα για εκείνον και ένα για εκείνη. Τη χτύπησε είπανε… Χτύπησε τη μάνα του. Κι εκείνος είχε μελανιές στο πρόσωπο και γδαρσίματα στα χέρια, μόνο αυτά φαίνονταν. Αλλά μήπως ήτανε η πρώτη φορά; Σαν επαναλαμβανόμενο ανέκδοτο που απ’ τις πολλές φορές που ειπώθηκε έχασε τη γλύκα του, το γέλιο, το νόημά του. Και έπειτα με το φως της αυγής ξεχάστηκαν όλα. Πού καιρός; μήπως κι ο καθένας δεν έχει τα δικά του; Κι όσο λιγότερο ανακατεύεσαι τόσο καλύτερα για σένα. Πού να μπλέκεις;

*

Ο Λουκάς βγήκε για το συνηθισμένο βραδινό του περίπατο. Σαν σκιά που ψάχνει να κρυφτεί στο σκοτάδι, που ψάχνει τρόπο να πάψει να είναι σκιά, που θέλει να γίνει σκοτάδι. Μόνος, πάντα μόνος, μα κι αν είναι με παρέα, μόνος. Μόνος να αναρωτιέται, υπάρχει χώρος για μένα; Κάποτε μου είπε «κοίτα πως ταιριάζουν οι πλάκες στο πεζοδρόμιο. Άραγε, υπάρχει χώρος για μένα;» Δεν κατάλαβα τότε…

Σ’ όλη τη βόλτα του είχε ένα φόβο μέσα του. Δεν τη χάρηκε τη βόλτα του: μη και την ξυπνήσει την ώρα που θα επέστρεφε στο σπίτι. Πάντα έβρισκε κάτι για να τον μειώσει, να του υπενθυμίσει ότι ζούσε χάρη στη δική της θυσία. Κι είχε κι άλλο φόβο… μην τον αναγνωρίσει κανείς, κάποιοι τον κοίταζαν απ’ τα παράθυρα τους, στα βλέμματά τους ένιωθε την απαξία τους -όπως στο βλέμμα της-, δεν άντεχε να τον κοιτούν. Κι είχε κι άλλο φόβο, μη θυμώσει βλέποντάς την… κάποιες φορές τελευταία θύμωνε όταν την κοιτούσε…

Περπάτησε αρκετά, πάντα την ίδια διαδρομή, να παρατηρεί τις ίδιες πλάκες στα πεζοδρόμια, τα ίδια δέντρα, τα κουδούνια στις πολυκατοικίες γύρω από την πλατεία… είχε μάθει απέξω καμιά χιλιάρα ονόματα, το ξύλο στα παγκάκια, τις σκουριασμένες βίδες -έξι στο κάθισμα και τρεις στην πλάτη, μία έλειπε-. Ένιωθε μαυρίλα μέσα του, όπως το σκοτάδι του ουρανού. Η ζωή του ήταν πικρή, δε την άντεχε. Μου είχε πει πως η σιωπή του ήταν η επανάστασή του στο χάσμα ανάμεσα στον πραγματικό και τον ιδανικό εαυτό του, εκείνον που του επέβαλε η μαμά του. Αυτό με τη σιωπή, το είχε μάθει από το μπαμπά του, είχε πει. Δεν κατάλαβα τότε…

Το στενό ήταν σκοτεινό, άψυχο. Ένιωθε κούραση. Λαχταρούσε να κοιμίσει τις έγνοιες του. Ένα νεράντζι γλίστρησε από το κλαρί στην άσφαλτο. Κι ο παραμικρός θόρυβος τον φόβιζε. Με μικρά, αθόρυβα βήματα ανέβηκε τις σκάλες. Ήταν έξω από το διαμέρισμα τους. Ένα τσακ πεθαμένο με το κλειδί του και η πόρτα άνοιξε διάπλατα. Τα φώτα στο διαμέρισμα ήταν όλα σβηστά. Δεν την είδε… Κάθισε στην άκρη στο κρεβάτι του και με κάθε δύναμή του προσπάθησε να σταματήσει τα δάκρυα που άρχισαν να τρέχουν από τα μάτια του. Αν υποτιμούσε τον πόνο μέσα του, θα μπορούσε και να γελάει. Σχεδόν τα κατάφερε. Σκέφτηκε πως οι Πασχαλινές διακοπές τέλειωναν, σε τρεις μέρες θα έφευγε πάλι για το φοιτητικό του καταφύγιο.

Ξάφνου την ένιωσε να χιμάει κατά επάνω του. Του τράβηξε με δύναμη τη μπλούζα. «Άχρηστε», του είπε, «βρωμάς». Κι έπειτα, αμέσως μετά, στη στιγμή, τον απομάκρυνε. «Η κακογουστιά του πατέρα σου» ούρλιαξε, «και της γκόμενάς του…»

Λάθεψα που νόμισα πως μπορώ να σε σώσω…

Προσπάθησε να την αγκαλιάσει, να τραβηχτεί κοντά της. Έκλαιγε. Και εκείνη έκλαιγε. Ένιωσε πως είχε ανάγκη για βοήθεια. Και οι δυο είχαν. Τον φιλούσε, τον χάιδευε. Δε θυμόταν να τον χάιδευε όταν ήταν μικρούλης. Κάποια φορά που είχε καταπιεί ένα μεγάλο κομμάτι μήλο και του στάθηκε στο λαιμό τον είχε δείρει τόσο… και δεν τον άφησε ποτέ να ξαναπαίξει με το αγαπημένο τρενάκι του. Έπρεπε να τη βοηθήσει, ήταν η μαμά του. Εκείνη είχε θυσιαστεί για χάρη του… τόσες νύχτες όταν αρρώσταινε, κι όταν έπεσε από το σπιτάκι στις κούνιες…

«Άχρηστε, είσαι ίδιος ο πατέρας σου» τα νύχια της μπήγονταν σα λεπίδες μαχαιριού στην πλάτη του, στα μπράτσα του, στ’ απόκρυφά του.

Ο Λουκάς θύμωσε. Θύμωσε που ήταν ίδιος ο πατέρας του. Θύμωσε που ήταν άχρηστος. Θύμωσε που βρωμούσε. Θύμωσε που δεν τον χάιδευε όταν ήταν μικρούλης. Κανένας δε μπορούσε να τον βοηθήσει. Ήταν άχρηστος. Δεν άξιζε κανενός τη βοήθεια. Της έπιασε τα χέρια, τα έσφιξε. Ήθελε να τραβηχτεί κοντά της, να τον χαϊδέψει, να τον συγχωρήσει… Όμως -δεν κατάλαβε πώς- τη χτύπησε στην κοιλιά… έτσι είπε.

Και έπειτα με το φως της αυγής ξεχάστηκαν όλα.

 

 

Βιογραφικό

Γεννήθηκα στην Αθήνα, την Πρωτομαγιά του 1965. Σπούδασα προγραμματισμό και ανάλυση ηλεκτρονικών υπολογιστών. Εργάστηκα για πολλά χρόνια στην ξενόγλωσση εκπαίδευση. Από το 1998 έως και σήμερα, εργάζομαι στο ΕΜΠ. Τα τελευταία -όχι πολλά- καταπιάνομαι με τη συγγραφή διηγημάτων και παραμυθιών. Κείμενά μου δημοσιεύονται στον ηλεκτρονικό ιστό και σε περιοδικά. Προσφάτως βραβεύτηκα από την Εταιρεία Τεχνών, Επιστήμης & Πολιτισμού Κερατσινίου, στον 23ο λογοτεχνικό διαγωνισμό 2023 και από  τη ΧΕΝ Παιανίας στον 1ο Πανελλήνιο Διαγωνισμό 2024 διηγήματος, με θέμα την έμφυλη βία. Μετά το έγκλημα των Τεμπών συμμετείχα στη συγγραφή συλλογικού έργου.

 

 

 

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.