Ένα κριτικό σημείωμα
Η Ιερεμιάδα , το τελευταίο βιβλίο της Χλόης Κουτσουμπέλη, αποτελεί την πιο πρόσφατη ψηφίδα του συγγραφικού της σύμπαντος.
Ιερεμιάδα, η θρηνωδία, το θρηνητικό ποίημα του προφήτη Ιερεμία που προέβλεψε την άλωση της Ιερουσαλήμ.
Τίτλος βαθύτατα προφητικός για τη σημερινή ή και επερχόμενη δυστοπία.
Η Χλόη Κουτσουμπέλη ως προμηθέας κι όχι σαν επιμηθέας, γεγονός σπουδαίο στη συγγραφική διαχρονία, μίλησε για όλα τα τεκταινόμενα,τα πιο πρόσφατα, πριν ακόμη πολλά από αυτά συμβούν, με ένα βιβλίο τρόπον τινα προφητικό, δημιουργώντας μια συγγραφική γη ‘’ασπασία νηχομένοισι’’(Όμηρος ραψωδία ψ 233), γη δηλαδή αγαπητή στους ναυαγούς.
Γράφει η ίδια στο οπισθόφυλλο.
Το μυθιστόρημα αυτό γράφτηκε κατά τη διάρκεια της πανδημίας που προκάλεσε ο ιός SARS-CoV-2 και μέσα στις ημέρες της καραντίνας που μας επιβλήθηκε. Επειδή όμως η λογοτεχνία δεν αναπαριστά πιστά την πραγματικότητα επινόησα έναν άλλο ιό, τον επονομαζόμενο Κέρβερο. Πρόθεσή μου ήταν ένα δυστοπικό μυθιστόρημα στο οποίο να διερευνάται όλο το πλέγμα των σχέσεων, και ειδικά των σχέσεων εξουσίας που αναπτύσσονται υπό ειδικές συνθήκες σε διαφορετικά περιβάλλοντα ανάμεσα σε ανθρώπους πάνω από τους οποίους επικρέμαται η απειλή του τέλους.
Γιατί μέσα στις άγριες συνθήκες αυτής της πανδημίας ένας από τους προβληματισμούς που αναδύθηκε είναι και ο εξής: Ποια κομμάτια της ανθρώπινης ψυχής αφυπνίζονται, όταν προβάλλει επιτακτικά η ανάγκη για επιβίωση; Επικρατεί το σκοτάδι ή το φως όταν απειλείται η υπόσταση και η ζωή του ανθρώπου; (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)
Αυτήν την δυστοπία- ουτοπία ή των παραγώγων επιθέτων τους που συνειρμικά οδηγούνται στις έννοιες ανέφικτο, ανεφάρμοστο, απραγματοποίητο, χρησιμοποίησε σαν αφόρμιση του βιβλίου αυτού η Χλόη Κουτσουμπέλη.
Η αλληγορική εικόνα που έστησε σαν καμβά για το βιβλίο αυτό, είναι προϊόν της επεξεργασίας της πραγματικότητας με κριτήριο τις ιδέες και τις εμπνεύσεις του δημιουργού – οραματιστή.
Στην αναγνωστική μας διαδρομή μπορεί να υπάρξουν περιπτώσεις βιβλίων που οι ιστορίες τους σε βγάζουν από την πραγματικότητα. Μετά πάσης βεβαιότητος, το βιβλίο αυτό της Χλόης Κουτσουμπέλη, αν και ουτοπικής ας πούμε σύλληψης, μόνο αυτό δεν κάνει.
Αντίθετα, σε επανεισάγει με τρόπο οδυνηρό σ’ αυτήν, και με θαυμαστή συγγραφική ψυχραιμία, αφηγηματική δεινότητα και εξαιρετική ευκρίνεια, γίνεται οικοδόμος μιας νέας εποχής καθώς προσπαθεί να σε επανεισάγει στη ζωή, να σε προβληματίσει και να σε επιστρέψει στην πραγματικότητα, θωρακισμένο με περισσότερα συναισθηματικά και κοινωνικά εφόδια.
Η συγγραφέας δεν απενεργοποιεί ούτε ξεχνά τη νόηση, το συναίσθημα και την κεντρική της κοσμοαντίληψη.
Γι αυτό και αυτή η συγκλονιστική αλληγορία κινείται εντός του κοινωνικού και του πολιτικού πλαισίου.
Σε μιαν εποχή που η ανθρωπότητα πένεται και διεθνώς συνταράσσεται, με αποτέλεσμα
τα ακροδεξιά αντανακλαστικά να οξύνονται, δεν δύναται εκ φύσεως να αναπτύξει έναν κοινωνικά αποπλαισιωμένο μύθο, μια και ένας τέτοιος μύθος χωρίς πολιτικό και κοινωνικό πλαίσιο, δεν θα διέφερε και πολύ από τα μελιστάλαχτα αφηγήματα των ημερών που κάνουν εμπορική θραύση.
Μέσα από σχήματα συγγραφικής λιτότητας, στήνει τον αφηγηματικό της ιστό και με θαυμαστή ψυχραιμία χωρίς μελοδραματισμούς, διδακτισμό και ηθικολογίες ,αναπτύσσει τους χαρακτήρες της , θέτοντας πάντα το ίδιο και απαράλλακτο ερώτημα από την αρχή των ιστοριών της, από την αρχή της Ιστορίας, γιατί τόση βία γιατί
αυτή η βία. Γιατί κάθε φορά αθώοι άνθρωποι να
έρχονται αντιμέτωποι με τη βία.
Το βιβλίο αυτό γίνεται μια φωνή κραυγή που υψώνεται μαζί με το βήχα και την αρρώστια που ξεσκίζει τα σωθικά.
Η ζωή σε μικροκλίμακα. Μέσα σε ένα μοναστήρι που το κατοικούν άνθρωποι που έχουν χάσει τη φωνή και τη μνήμη τους.
Κάτω από τη γη άλλοι άνθρωποι, σε ένα εργαστήριο απεργάζονται σχέδια της σωτηρίας τους.
Μια μικροκλίμακα όμως που μπορεί να αποτυπώσει τις αντιδράσεις των ανθρώπων
κάτω από ανάλογες συνθήκες . Ο George Steiner για το βιβλίο αυτό θα έλεγε πιθανόν, πως ‘είναι μια κραυγή εξοργισμένης ανθρωπιάς’.
Η Χλόη Κουτσουμπέλη στήνει ένα εφιαλτικό θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί σκηνικό.
Και δίκαια θα μπορούσε να αναρωτηθεί κάποιος, γιατί ο καθημερινός εφιάλτης που ζούμε γιατί δεν ξενίζει κανέναν; Η νεκρωμένη μνήμη και η ανυπαρξία λόγου δεν είναι δείγμα των καιρών;
Ζώντας σε έναν τέλειο τεχνοκρατικά πολιτισμό, σε μια κοινωνία που βυθίζεται, η Κουτσουμπέλη μέσα σε ένα πρωτογενές κλίμα αισθημάτων, συναρθρώνει τις προσωπικές της ψηφίδες,
ορθώνοντας τη σπουδαιότητα της μνήμης μέσω της απουσίας της και φωτίζει τα πολλαπλά της στρώματα .
Η μνήμη του κάθε ανθρώπου είναι η ιδιωτική του λογοτεχνία τονίζει ο Aldus Huxley και η πρόθεση της συγγραφέως να υπερτονίσει τη σπουδαιότητα της ex contrario , διαφαίνεται καθαρά στο βιβλίο αυτό.
Η Τέχνη και δη η λογοτεχνία καλούνται ως σεισμογράφοι να καταγράψουν τους κραδασμούς των επικαιρικών τεκταινόμενων όταν αυτά αποτελούν εγκάρσια διατομή στο σώμα της Ανθρωπότητας.
Οι πρωτοπρόσωπες αφηγήσεις που εκτείνονται σε παράλληλα ή ταυτοτικά επίπεδα, αφήνουν να διαφανεί η οραματική αγωνία της συγγραφέως.
Η παγκόσμια νόσος, ο εγκλεισμός και ο θάνατος αποτέλεσαν ένα κεφαλαιώδες ζήτημα της σύγχρονης ,της πολύ σύγχρονης ιστορίας. Τούτη η διαχρονία της φρίκης αναπλάθεται θεματικά και πολυεπίπεδα από τη Χλόη Κουτσουμπέλη. Κεντρικός της ήρωας ο βαθειά πληγωμένος από τα έκτροπα του ανθρώπου, Άνθρωπος.
Ο Άνθρωπος σε συνθήκες υπέρτατης κρίσης . Ο άνθρωπος που εθίζεται στο αδιανόητο, που παύει ενίοτε να διερωτάται ποια δύναμη είναι αυτή που σπρώχνει τους ανθρώπους στα βράχια, που τους ‘κατάντησε πραμάτεια’ , που δημιουργεί βιβλικές σκηνές με εικόνες που δεν είναι από τη Βίβλο αλλά τεκταίνονται στα τρέχοντα σωτήρια έτη του 21ου αιώνα, σε έναν διαρκή ενεστώτα που κρατά από την αρχή του κόσμου και συνεχίζεται αδιάλειπτα ως τις μέρες μας.
Μέσα σε ένα μισο ονειρικό σύμπαν η Κουτσουμπέλη θέτει διερωτήσεις που αφορούν το θάνατο και τη γέννηση , τον έρωτα και την απώλεια, τη γενναιοδωρία και τον εφησυχασμό, το άλγος και το νόστο, το βίο και την εξέλιξη του, τον ντόπιο και τον ξένο, τον ξενόφερτο, τον πρόσφυγα, αυτόν τον συνάνθρωπο με τις εναέριες ρίζες και την τύχη του που κρίνεται στα συμπόσια των καρχαριών.
Η άκρως πρωτότυπη γραφή είναι το νήμα που συνδέει όλες αυτές τις σχιζοφρένειες.
Η Χλόη Κουτσουμπέλη είναι μια συγγραφέας ασυμβίβαστη, με πρωτότυπο λόγο και ηχηρή φωνή, πέρα από τα στεγανά και τα στερεότυπα, με σπουδαίο αποτύπωμα στη λογοτεχνία, που αυτή τη φορά δείχνει να αναδημιουργεί τη σχέση της με τη γραφή, για να μιλήσει για ένα σκληρό κοινωνικά και πολιτικά σύμπαν, μετατοπίζοντας όλα όσα πιστεύουμε για την έκφραση και το λόγο και ανατρέποντας τα όρια τους.
Ποτίζει την πένα της με αφόρμηση το αίμα του θανατηφόρου ιού για να μιλήσει για την καθολική παθογένεια του ανθρώπου του 21ου αιώνα.
Οι χαρακτήρες του βιβλίου, είναι, όπως όλοι μας, το σπαραγμένο, το σπαρακτικό αποτέλεσμα της αιώνιας κατάστασης των πραγμάτων» όπως γράφει και η Έλσα Τριολέ , με τον δικό της ποιητικό τρόπο στα Τριαντάφυλλα επί πιστώσει (μτφρ. Κατερίνα Γούλα, Gutenberg).
Τραβηγμένοι προς τα πίσω, προωθημένοι προς τα εμπρός οι ήρωες του βιβλίου, περιδινούμενοι, αφηγούνται σε πρωτοπρόσωπες αφηγήσεις και μέσα από τη δική τους ιστορία και οπτική γωνία την αβάσταχτη αγωνία του ανθρώπου σε εποχές συντριπτικής δυστοκίας.
Πρόκειται για ένα δομικά άκρως πρωτότυπο κείμενο, που καταγράφει τις προσωπικές σκέψεις και τα πειράματα της συγγραφέως με τη γραφή μέσα από θραύσματα.
Μέσα από τους μονολόγους των ηρώων και των ηρωίδων της , καταγράφονται οι έντονες κοινωνικές διεργασίες και τα πολιτικά και κοινωνικά αδιέξοδα μέσα στα οποία ζούμε και δένουν με τις προσωπικές αγωνίες της γράφουσας, σε ένα άκρως ιδιόμορφο εκφραστικό εγχείρημα.
Ταυτοποιεί και συνδέει την ομιλία με τη νεκρωμένη μνήμη η συγγραφέας, δίνοντας στους ήρωες και τις ηρωίδες της, τη δυνατότητα της γραφής ως εκφραστική παρηγοριά επικοινωνίας.
Η Χλόη Κουτσουμπέλη, στο μυθιστόρημα αυτό, αφήνει ανοιχτή την πόρτα στον αναγνώστη να προσεγγίσει, χωρίς να χρειάζεται περαιτέρω γνώσεις εξηγήσεις και διευκρινίσεις. Θέτει διερωτήσεις που στοχεύουν στα πιο σκοτεινά σημεία της ανθρώπινης ύπαρξης, στήνοντας ένα tableau vivant και περιγράφοντας τις διακυμάνσεις της ανθρώπινης συνθήκης με έναν τρόπο μοναδικό.
Μια ανθρώπινη συνθήκη που δεν αφορά «υπεράνθρωπους», αλλά ανθρώπους, με τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα που χαρακτηρίζουν τους ανθρώπους.
Καταγράφει με ρεαλιστική μαεστρία τις διακυμάνσεις της ανθρώπινης συμπεριφοράς, την
εξοικείωση με το συντελεσμένο και αμετάκλητο της απώλειας , τον κλονισμό των διαπροσωπικών σχέσεων, την αποδιοργάνωση του ανθρωπιστικού αξιακού συστήματος όταν ο άνθρωπος έρχεται αντιμέτωπος με την άνωθεν επιβεβλημένη βαρβαρότητα, μέσα από ένα μωσαϊκό λογοτεχνικών χαρακτήρων και ένα ψηφιδωτό συμπεριφορών που διόλου δεν απέχουν από την πραγματικότητα.
Και με τον τρόπο τούτο αναδύεται μέσα από την αφηρημένη για πολλούς έννοια άνθρωπος, η ανθρώπινη ιδιότητα σε όλες της τις εκφάνσεις, ο αλλοτριωμένος άνθρωπος, ο πενόμενος, ο τάλας, ο πλάνης, ο πενθών, ο αγαπών και αγαπώμενος, ο μισών και μισούμενος, ο άρπαξ και ο αρπαγίστερος, ο άνθρωπος που βλέπει το modus Vivendi αλλά και το modus cogitandi της καθημερινότητας του να αλλάζουν δραματικά.
Κι όλα αυτά γιατί ένας ιός καθημάζει ό,τι ευγενέστερο κουβαλά ως ιδιότητα ο άνθρωπος και εισάγει μια νέα ιδιότητα η οποία αποπειράται να ξαναχτίσει τον κόσμο με παλιά υλικά.
Οι λέξεις στα βιβλία της Χλόης Κουτσουμπέλη δεν μπορούν εύκολα να χωρέσουν στο συγκείμενο, να αφηγηθούν απλώς μια ιστορία. Στην περίπτωση της, συνεπικουρούν στην κατασκευαστική αρτιότητα των βιβλίων της.
Έτσι κι εδώ, μέσα από τη ‘μαγική’ χρήση του λόγου, προσπαθεί με τις λέξεις να οριοθετήσει ένα περίγραμμα για να αποκτήσουν νόημα τα τεκταινόμενα όταν αυτά μετατραπούν σε λέξεις.
Έχει πολλές φορές την αίσθηση ο αναγνώστης διαβάζοντας την, πως όλα αυτά που εγκαταφωλεύουν στη φαντασία της υπάρχουν μόνο και μόνο για να τα μετατρέψει σε λέξεις.
Η λογοτεχνική μαεστρία που διατρέχει την αφήγηση , η οποία συνέχει
τον τοπικό χαρακτήρα των τεκταινομένων με την παγκόσμια διάσταση του ανθρώπινου δράματος , είναι κάτι πολύτιμο για τον αναγνώστη. Τον αφήνει, έστω και με συμβατική αντικειμενικότητα , μέσα από την πολυφωνική και ψυχογραφική κατάθεση των εκφάνσεων της ανθρώπινης συμπεριφοράς, να διερωτηθεί ο ίδιος για κορυφαία ζητήματα, όπως για παράδειγμα αυτό της αλληλεγγύης, όταν το ανθρώπινο είδος στροβιλίζεται στην αντάρα του ολέθρου. Ο άνθρωπος στον κύκλο της άσκοπης ζωής και κατανάλωσης που τελεί νομοτελειακά επί πιστώσει και που οδηγείται αναγκαστικά σε αδιέξοδα κι συμβιβασμούς.
Κι όλα αυτά με τον τρόπο της Χλόης Κουτσουμπέλη.
Γιατί σ’ αυτό σε αυτό το βιβλίο δεν υπάρχει ούτε οίκτος, ούτε δακρύβρεχτος αισθηματισμός ή ψεύτικη θετική στάση. Ο αναγνώστης στο βιβλίο αυτό, συναντάται με το αξιακό σύμπαν της συγγραφέως, που όντας εμπειρότατη, χειρίζεται άψογα το χρόνο, εμπλέκει με τρόπο αριστοτεχνικό τους ήρωες της στους κύκλους της Ιστορίας και καταγράφει από θέση μηδενικής εστίασης τις ποικίλες αντιδράσεις τους.
Όταν τα ίδια τα κείμενα «μιλούν» από μόνα τους, όταν η συγγραφέας κινείται τόσο αριστοτεχνικά μεταξύ των γραμμών του μύθου που έχει στήσει και της ίδιας της Ιστορίας, δε βρίσκεις πολλά και χρήσιμα να πεις παρά μόνον να το συστήσεις ανεπιφύλακτα σε όποιον ενδιαφέρεται να προσεγγίσει αλληγορικώ τω τρόπω την σύγχρονη εκδοχή του ανθρώπινου δράματος μέσα από τη λογοτεχνική αποτύπωση του.
Γιατί όλο το βιβλίο είναι μια άτεγκτη διερώτηση που αφορά τον βίο τον ίδιο.
Η αίσθηση που απομένει μετά το πέρας της ανάγνωσης, είναι η ρήση του Νίκου Χουλιαρά: ‘Τραβάει κάθε τόσο τις κλωστές και λίγο λίγο με ξηλώνει’.
Η Ιερεμιάδα είναι ένα βιβλίο βαθιά ανθρωποκεντρικό, ζωσμένο από ένα ανθρωπομάνι που δακρύζει, σιωπά, ζει και πεθαίνει, οδηγώντας τον αναγνώστη άλλες φορές στο Νιτσεϊκό μονοπάτι στο δάσος κι άλλες στο ξέφωτο του Heidegger.
Είναι ένα βιβλίο που περπατά στη μοναξιά του χρόνου και της ιστορίας πνίγοντας τα δάκρυα του, γιατί αυτός είναι ο αρχικός – κι ο τελικός σκοπός της τέχνης, η υπέρβαση της καταγωγικής, ανθρώπινης συνθήκης που είναι το πένθος.