Ο ΓΕΡΟ ΨΑΡΑΣ *
Στo γέρμα του ήλιου αραγμένος, ακίνητος, κλειστά τα μάτια, ο γέρο ψαράς άκουγε την μπαλάντα των κυμάτων που έσκαγαν στα βότσαλα. Ταξίδευε και περιπλανιόταν σε σοφράνα και σταβέντα και σε κάβους περασμένους της ζωής του. Ο ήλιος, χαμηλά όπως έπεφτε πέρα στον θαλασσινό ορίζοντα, χάραζε μύριες αυλακιές στο πρόσωπό του μα μία πιο πολύ, μία πιο βαθιά, μία, που ήταν ολόιδια πικρό χαμόγελο.
Βήματα ξερά, μα ανάλαφρα, ακούστηκαν στα βότσαλα, βήματα γοργά, τρομαγμένα, άκουσε το λαχάνιασμα στην ανάσα. Άνοιξε αργά τα μάτια. Ο δολοφόνος ήταν εκεί. Στεκόταν όρθιος μπροστά του. Ο ψαράς σήκωσε το χέρι αντήλιο κι είδε το πρόσωπο. Δυο μάτια μεγάλα, δυο μάτια σαν παιδικά, δυο μάτια που στον καθρέφτη τους διάβαζες αγωνίες, ανείπωτες περιπέτειες, ανείπωτα βάσανα, δυο μάτια που ο τρόμος τα έκανε τεράστια.
“Δώσε μου ψωμί” ζήτησε χαμηλόφωνα, “πεινάω πολύ και δεν έχω χρόνο” κι ύστερα “δώσε μου κρασί. Διψάω, είμαι ο δολοφόνος”.
Ο γερο ψαράς μισόκλεισε πάλι τα μάτια, σα να ξανατριγύρισε μ’ ένα βλέμμα στα μέσα του και δίχως σκέψη καμία, δίχως προφύλαξη καμιά, μοιράστηκε το ψωμί του και κέρασε το κρασί του σ’ εκείνον που του είπε “πεινάω” και “διψάω”.
Για μια στιγμή, για λίγο μόνο, όλα ημέρεψαν. Μια ζεστασιά γέμισαν οι ψυχές. Κι αμέσως εκείνος σηκώθηκε απότομα και γλίστρησε σαν τον άνεμο, προς τον άνεμο. Τα μεγάλα τρομαγμένα του μάτια κοίταζαν μπροστά, μακρυά, καθρέφτιζαν τώρα το φευγιό του ήλιου. Και πίσω του είχε απομείνει αραγμένος, κλειστά τα μάτια, ακίνητος στα χαλίκια ένας γέρο ψαράς.
Πίσω του είχε απομείνει αραγμένος, ακίνητος ένας γέρο ψαράς, μα εκείνος έφευγε με τον άνεμο, τα μάτια καρφωμένα στον ήλιο το γερμένο, κι η μνήμη γινότανε πόνος μεγάλος, πόνος και μετανιώματα πικρά για κείνον τον Απρίλη που παίχτηκε στο άρωμα του γιασεμιού σε μια μικρή σκιερή αυλή.
Έφιπποι πλησίασαν δυο χωροφύλακες. Οι οπλές των αλόγων ανασκάλευαν με μεγάλο κρότο τα βότσαλα. Έφιπποι, τα ντουφέκια κρεμασμένα στον ώμο, οι κάννες μαύρες να κοιτούν τον ουρανό. Ρώτησαν το γέρο ψαρά αν τον είχε δει εκεί κοντά, αν είχε περάσει από κει γύρω ο δολοφόνος.
Μα στo γέρμα του ήλιου αραγμένος, ακίνητος, κλειστά τα μάτια, βρισκόταν ο γέρο ψαράς. Κι ο ήλιος, πλάγια όπως έπεφτε, χάραζε μύριες αυλακιές στο πρόσωπό του μα μία πιο πολύ, μία πιο βαθιά, μία, που ήταν ολόιδια πικρό χαμόγελο.
*
Πεζή ελεύθερη απόδοση (με παρεμβάσεις και προσθήκες) των στίχων του τραγουδιού
Il pescatore (1970, Ο ψαράς) του Φαμπρίτσιο ντε Αντρέ.
All’ombra dell’ultimo sole
S’era assopito un pescatore
E aveva un solco lungo il viso
Come una specie di sorriso
Venne alla spiaggia un assassino
Due occhi grandi da bambino
Due occhi enormi di paura
Eran gli specchi di un’avventura
E chiese al vecchio dammi il pane
Ho poco tempo e troppa fame
E chiese al vecchio dammi il vino
Ho sete e sono un assassino
Gli occhi dischiuse il vecchio al giorno
Non si guardò neppure intorno
Ma versò il vino e spezzò il pane
Per chi diceva ho sete e ho fame
E fu il calore di un momento
Poi via di nuovo verso il vento
Davanti agli occhi ancora il sole
Dietro alle spalle un pescatore
Dietro alle spalle un pescatore
E la memoria è già dolore
È già il rimpianto d’un aprile
Giocato all’ombra di un cortile
Vennero in sella due gendarmi
Vennero in sella con le armi
Chiesero al vecchio se lì vicino
Fosse passato un assassino
Ma all’ombra dell’ultimo sole
S’era assopito il pescatore
E aveva un solco lungo il viso
Come una specie di sorriso
E aveva un solco lungo il viso
Come una specie di sorriso