Η μνήμη της γεύσης, όχημα κατάδυσης στη μνήμη της παιδικότητας
Μία κριτική ανάγνωση
Η ανάγνωση ενός λογοτεχνικού βιβλίου είναι μια από τις πιο μοναχικές και ταυτόχρονα από τις πλέον διαλεκτικές διαδικασίες. Αφενός, ο αναγνώστης βιβλίου διαβάζει μόνος του, εκτός αν συμμετέχει σε κάποια λέσχη ανάγνωσης, οπότε η αναγνωστική απόλαυση διαμοιράζεται μεταξύ των συν-αναγνωστών και γίνεται διαλεκτική. Από την άλλη, βέβαια, ένα καλό βιβλίο καθιστά από μόνο του την αναγνωστική εμπειρία διάδραση, τόσο με τον ή τη συγγραφέα όσο και με τους ήρωες. Τα πρωτοβρόχια του Σπύρου Κιοσσέ είναι ένα τέτοιο βιβλίο: διαλεκτικό και διαδραστικό. Μάλιστα, κατά τη διαδικασία της ανάγνωσής του είναι τέτοια η αίσθηση της διάδρασης με τον πρωταγωνιστή και με τους ετερόκλητους ήρωες, που στην ουσία καταργείται η όποια αίσθηση μοναχικότητας μπορεί να συνοδεύει την κατά μόνας αναγνωστική εμπειρία.
Η αίσθηση αυτή ίσως ερείδεται αρχικά στο γεγονός πως πρόκειται για ένα βιβλίο βαθιά οικείο. Η ελληνική μικροκοινωνία της γειτονιάς, όπως τη βιώσαμε οι περίπου συνομήλικοι με τον συγγραφέα –κάπου μεταξύ των δεκαετιών του ’70 και του ’80–, ζεστά γνώριμη. Ταυτόχρονα, καθώς προχωρά η ανάγνωση, ο αναγνώστης αντιλαμβάνεται πως πρόκειται για ένα βιβλίο πολυάνθρωπο. Οι ήρωες πολλοί και, στην ουσία, κι αυτοί οικείοι, πρωταγωνιστής όμως κανένας με την αυστηρή έννοια του όρου. Ο πρωτοπρόσωπος αφηγητής Τάσος, η γιαγιά –τόσο κοντινή και οικεία, που θα μπορούσε να είναι η γιαγιά του καθενός από εμάς–, η θεία Φιλίτσα, η θεία Δήμητρα, η θεία Δαφνούλα, οι φίλοι του Τάσου (ο Νίκος, ο Μάκης και η αδερφή του Μαριάννα και το ενιαίο σύνολο των διδύμων Κώστας-και-Νίκος), η αδερφή του Τάσου Μάγδα, η μαμά Κούλα, ο μπαμπάς, οι γείτονες κυρία Ζηνοβία και η κόρη της Ασημίνα, φίλη της Μαριάννας, της αδερφής του Μάκη, η κυρία Σοφία η επονομαζόμενη Ιταλίδα, επειδή μοιάζει με τη Σοφία Λόρεν, ο Άκης, συμμαθητής του Τάσου και γιος συνταγματάρχη, ο κυρ Διαμαντής από το κυλικείο, ο θείος Ανέστης που ζει στη Γερμανία, ο κυρ Αλέκος ο φούρναρης, η κυρία Πέπη που μαζεύει υπογραφές να διώξει από τη γειτονιά την κυρία Ζηνοβία, ο θείος Παντελής και η θεία Καίτη, η Λένκω από τις αφηγήσεις της γιαγιάς, ο κυρ Νίκος ο μπακάλης, η φιλενάδα της γιαγιάς κυρα-Τερψιθέα. Και ταυτόχρονα ζώα, σκύλοι, ανθρωπόλυκοι… Ένα πλέγμα από πρόσωπα και προσωπικότητες, από φωνές και σιωπές, από διακλαδιζόμενες σχέσεις, από δεσμούς και διαρρήξεις, από συμπεριφορές και συναισθήματα.
Συνάμα, Τα πρωτοβρόχια είναι ένα βιβλίο που επιδέχεται πολλές διαφορετικές αναγνώσεις. Μπορεί να διαβαστεί ως σκαρίφημα της ελληνικής μεσοαστικής οικογένειας ή, πιο διευρυμένα, της μικροκοινωνίας της ελληνικής επαρχίας· ως ψυχογραφική ανατομία του Νεοέλληνα της τελευταίας πεντηκονταετίας· ως καμβάς του παιδικού ψυχισμού, που αποτυπώνεται στην καθαρή αθωότητα η οποία βαθμιαία κατακρεουργείται από τη νοσηρότητα, τον υπολογιστικό δόλο και τον ζόφο των ενηλίκων – δηλαδή ως βιβλίο ενηλικίωσης, ως ένα bildungsroman· ακόμη, μπορεί να διαβαστεί ως ανθρωπογεωγραφία, ως διυλιστήριο ανθρώπινων σχέσεων ή μέσα από τον φακό μιας λαογραφικής οπτικής. Μπορεί κάλλιστα να διαβαστεί μέσα από το μικροσκόπιο καθεμιάς από αυτές τις οπτικές ή, διευρυμένα, ταυτόχρονα με όλες αυτές. Έγκειται στην αναγνωστική διάθεση του καθενός να επιλέξει τι θα κρατήσει ως επίγευση από το σύνολο των μικροϊστοριών.
Από την πληθώρα στοιχείων που αναμειγνύει ο Σπύρος Κιοσσές στην αφηγηματική παλέτα του, θα ήθελα να μείνω ιδιαίτερα σε ένα το οποίο θεωρώ πως λειτουργεί, πέραν των προσώπων και των δεσμών που ενώνουν αυτά τα πρόσωπα, ως συνδετικός ιστός των ιστοριών του βιβλίου, ως συγκολλητικό υλικό των αφηγημένων σκέψεων και συναισθημάτων του μικρού Τάσου: το φαγητό.
Το φαγητό στη λογοτεχνία, ειδικότερα στη νεοελληνική λογοτεχνία, φαίνεται να παίζει ιδιαίτερο ρόλο, συχνά καίριο για την ατμόσφαιρα του βιβλίου, άλλοτε, μάλιστα, μέχρι και κομβικόγια την πλοκή (κάτι ανάλογο εντοπίζουμε στην ισπανική και στην ιταλική λογοτεχνία και θα μπορούσαμε να το γενικεύσουμε ως μεσογειακό λογοτεχνικό φαινόμενο, αν δεν υπήρχε, έστω και σποράδην, και στη λατινοαμερικάνικη λογοτεχνία).
Ενδεικτικά, κάποιες αναφορές: «Την άλλη μέρα ξύπνησε πρωί, πλύθηκε, ντύθηκε άρπαξε μια φέτα βουτυρωμένο ψωμί και χύθηκε στους δρόμους» διαβάζουμε στο «Γραφείο Ευρέσεως Εργασίας» του Μένη Κουμανταρέα. «Η γιαγιά μάς μάζευε με πατάτες γιαχνί. Μοσκοβόλαγε ο τόπος», γράφει ο Σωτήρης Δημητρίου στο διήγημά του «Πάσχα τ’ Απρίλη» από τη συλλογή διηγημάτων Η φλέβα του λαιμού (1998). «Μα σαν μπήκανε στο χωριό του δάσους, οι γυναίκες […] τούς φέρανε ζεστό σπιτίσιο τραχανά και φάγανε», διαβάζουμε στο Γαλήνη του Ηλία Βενέζη. Λέει ο Καραγκιόζης στον φίλο του το Χατζηαβάτη, στο έργο του καραγκιοζοπαίχτη Αντώνη Μόλλα «Το χάνι του Μπαρμπαγιώργου»: «Μόλις πήγα, με είδε η θεια-Γεωργούλα και με λυπήθηκε, που είχα αλληθωρίσει από την πείνα, και μου γιόμισε μια τσανάκα στιφάδο, που μοσχοβόλαγε, Χατζατζάρη μου. Μόλις λοιπόν κάθησα κι έκοψα κάτι κομμάτες ψωμί μέσα, γιατί μου’ χε φέρει ένα καρβέλι σπιτίσιο μπροστά μου…» Ως «Μια φετάρα ψωμί βουτηγμένη στο λάδι, με ρίγανη και αλάτι χοντρό μπόλικο από πάνω», περιγράφει το ιδανικό έδεσμα ο Διαμαντής Αξιώτης στο Ξόβεργα με μέλι(1994). Στη Σύμη,από την Αστραδενή της Ευγενίας Φακίνου, οι γυναίκες συναντιόντουσαν τ’ απογεύματα, για «Να καθαρίσουν τ’ αμύγδαλα, να ξεσποριάσουν τη φακή ή τα φασόλια, να ετοιμάσουν τα κουλουράκια ή ν’ ανοίξουν χυλοπίτες». Στα μυθιστορήματα που αναφέρονται στη Σμύρνη,το φαγητό παίζει επίσης σημαντικό ρόλο.«Η κυρία Ευανθία σέρβιρε ένα μυρωδάτο μουσακά και σουλήνες παραγεμιστές», διαβάζουμε στο Οι νεκροί περιμένουν της Διδώς Σωτηρίου.
Και, φυσικά, πώς μπορούμε να παραλείψουμε τη Λωξάντρα της Μαρίας Ιορδανίδου, βιβλίο διαποτισμένο σε τέτοιον βαθμό με συνταγές και μαγειρική και τραπεζώματα, ώστε το φαγητό να αναδεικνύεται ως ένας από τους πρωταγωνιστές του. Μερικά αποσπάσματα: «…ο Ταρνανάς ακούμπησε μπροστά στη Λωξάντρα τη μεγάλη πιατέλα με τις μελιτζάνες. Λαδερές μελιτζάνες, παραγεμιστές και μέσα μπόλικα κουκουνάρια και σταφίδες…» και «“Κοίταξε μη χορτάσεις μ’ αυτό”, του λέει η Λωξάντρα εμπιστευτικά στ’ αυτί και του σφαλνά το μάτι. “Έχω και ορτύκια”». Ακόμη, «Εκείνη την ημέρα η Αγαθώ στα Ταταύλα είχε σπανάκι με το ρύζι» ή «Χάρηκε η Λωξάντρα όταν στο γυρισμό βρήκε κότα βραστή και από πάνω μαλεμπί» ή «Παραμονή της Παναγίας, η Λωξάντρα πήρε παπάκια να ψήσει με τις μπάμιες και, παρ’ όλη της την κούραση, κατέβηκε μόνη της στην κουζίνα να τα καψαλίσει» και «Βάλε μπόλικο κρεμμύδι στον γιαλαντζί ντολμά για να κάνεις τον ντολμά νόστιμο, όμως ρίξε μέσα και δυόσμο για να τον κάνεις χωνευτικό».
Κάτι παρόμοιο συμβαίνει με το φαγητό στα Πρωτοβρόχια του Σπύρου Κιοσσέ.Ο αναγνώστης το υποψιάζεται ακόμη ακόμη από την εναρκτήρια ιστορία αυτοπαρουσίασης του αφηγητή Τάσου ο οποίος παραδέχεται με όλη την παιδική του ειλικρίνεια: «Τρελαίνομαι για τσουρέκι. Όσο κι αν φάω, δεν χορταίνω ποτέ. Το βουτάω στο γάλα κι έτσι μαλακό το αφήνω να κυλήσει αργά, σχεδόν αμάσητο στον λαιμό μου. Μια γλυκιά μείξη γαλατίλας και κακάου, μαζί με το μαχλέπι και τη μαστίχα, που τη βάζει η μαμά άφθονη στη ζύμη…» Και, στην αμέσως επόμενη παράγραφο, διαβάζουμε για τις προτιμήσεις της αδερφής του Τάσου: «Τον προτιμούσε κρασάτο [τον κόκορα] με κοφτό μακαρονάκι και μπόλικη σάλτσα, να βουτάει το ψωμί και να καταπίνει με λαιμαργία μακαρόνια […] πλαταγίζοντας τα λιγδιασμένα χείλια και γλείφοντας τα ενοχλητικά της δαχτυλάκια».
Διάσπαρτες σε όλο το βιβλίο οι αναφορές στο φαγητό. Πάντα σε συνάρτηση με την οικογενειακή, βαλσαμική για ένα παιδί, καθημερινότητα, δομούν την περιρρέουσα ατμόσφαιρα αλλά κυρίως αγκαλιάζουν και εμποτίζουν τις σχέσεις, συχνά λειτουργώντας ως προκάλυμμα των σκέψεων και συναισθημάτων του Τάσου: «Η γιαγιά δίπλα μου έχει τελειώσει το μαγείρεμα, μυρίζει κρεμμύδι και φασολάκια, αλλά πιο πολύ μυρίζει γιαγιά»· «Η μαμά είχε πάει στον φούρνο να μου αγοράσει κουλούρα με το σουσάμι που μου αρέσει»· «Η μαμά ετοίμαζε το γάλα. Τηγάνιζε κι αυγά μάτια για τον μπαμπά, εμένα δεν μου αρέσουν καθόλου τα αυγά. Εκτός από το ότι βρομάνε, μου θυμίζουν πραγματικά μάτια, κι εσύ, για να τα φας, μπήγεις το πιρούνι μέσα τους κι αυτά χύνονται στο πιάτο σου, κι εγώ δεν θέλω με τίποτα μάτια χυμένα στο πιάτο μου για πρωινό – για κανένα γεύμα δεν τα θέλω. Ευτυχώς που είχε κέικ, το έφερε μόλις στο τραπέζι η μαμά, και λίγη τυρόπιτα».
Άλλες σκόρπιες αναφορές: «Η μαμά είναι στην κουζίνα και ψήνει καφέ»· «Ο μπαμπάς τρώει φακές από χθες»· «…θα τρώγαμε πίτσα που θα μας έφτιαχνε η μαμά του, θα πίναμε γκαζόζες και πορτοκαλάδες»· «Το βράδυ φάγαμε μουσακά»· «Οι γυναίκες έκαναν γλυκά, πίτες, λαλαγγίτες. Η Λένκω έφτιαξε τον περίφημο χαλβά της, τον έφτιαχνε πάνω στον ταβλά, ένα μακρόστενο ξύλο». Σε μια άλλη ιστορία, οι μαμάδες, όπως οι γυναίκες στη Σύμη της Αστραδενής, μαζεύονται όλες μαζί τη Μεγάλη Πέμπτη, ζυμώνουν και πλάθουν τσουρέκια σε πλεξούδες, «Βάζουν κι αμύγδαλα από πάνω και τα αλείφουν με λιωμένη φυτίνη».
Εκτός από τις σκόρπιες αναφορές φαγητών, που αρτύζουν την αφήγηση του Τάσου, υπάρχουν και ολόκληρες ιστορίες που έχουν για τίτλο ένα φαγητό ή κάποιο διατροφικό συστατικό, πάνω στο οποίο δομείται κεντρομόλα όλη η εκάστοτε ιστορία. Στις ιστορίες «Τα κουλουράκια», «Το αλάτι», «Το ούζο», τα κουλουράκια, το αλάτι και το ούζο γίνονται προκάλυμμα για εκμυστηρεύσεις, αφόρμηση μνημονικής ανάκλησης και ανάδυσης συναισθημάτων του Τάσου, ενώ συγχρόνως λειτουργούν κατά κάποιον τρόπο ως προστατευτικό φίλτρο, αφού η μνήμη του παιδιού έχει επιλέξει έξυπνα να εστιάσει, σαν κινηματογραφικός φακός, ακριβώς σε αυτά, καταχωνιάζοντας την υποδόρια πίκρα ή τον ψυχικό «σφαγμό», που υποβόσκουν σε καθεμία από αυτές τις ιστορίες.
Από την άλλη, η σχέση του ήρωα-αφηγητή με το φαγητό γίνεται ενίοτε ηδονιστική, η μνήμη επιλέγει να συνδέσει τη γευστική εμπειρία με ένα ερωτικό σκίρτημα ή βίωμα. Στο κεφάλαιο «Οι καλύτεροι κεφτέδες του κόσμου», ο Τάσος βιώνει αβασάνιστα έναν γαστριμαργικό οργασμό με τα κεφτεδάκια της γειτόνισσας κυρίας Ζηνοβίας: «Έβαλε δυο κεφτέδες σ’ ένα πιάτο, τους έκοψε στη μέση και περνάγαμε από μπροστά της ένας ένας ανοίγοντας το στόμα […] Εγώ έκλεισα τα μάτια κι ασυναίσθητα άνοιξα το στόμα. Ο τηγανισμένος κιμάς, ζεστός ακόμη, αφράτος και γεμάτος μυρωδικά, μου έφερε ένα αίσθημα ευχαρίστησης όχι μόνο στο στόμα αλλά σε ολόκληρο το κορμί μου. Μια γλυκιά ανατριχίλα, καθώς κατέβαινε η στρογγυλή μπαλίτσα στο στομάχι μου». Όμως, αυτή του την εμπειρία και την πειραχτική παραδοχή στους γονείς του πως οι κεφτέδες της κυρίας Ζηνοβίας είναι «οι καλύτεροι του κόσμου» την πληρώνει εισπράττοντας πάραυτα τη θυμωμένη έκρηξη της μαμάς.
Στη ιστορία που τιτλοφορείται «Ο νισεστές», το φαγητό γίνεται μετωνυμικό βίωμα ηδονισμού και ερωτική συνενοχή μεταξύ συνομηλίκων: «Τα φαγητά [της θείας Δήμητρας] είναι πάντα πολύ νόστιμα και φτιάχνει τα πιο ωραία γλυκά, εκμέκ κανταΐφ, σαραγλί, μπισκοτογλυκό με κρέμα και φρουί ζελέ […]. Τώρα τρώμε μαλεμπί με νισεστέ […] ρίχνουμε από πάνω ροδόνερο και βάζουμε στην κορυφή μια φράουλα. […] “Σαν τα βυζιά της Ιταλίδας είναι ο νισεστές. Άσπρος άσπρος και με τη φράουλα από πάνω!”» λέει ξαφνικά ο φίλος του Τάσου, Νίκος, κάτι που κάνει τον Τάσο στο τέλος του διηγήματος να βιώσει μια γευστική εμπειρία ανυπέρβλητη, που τον κάνει να απαρνηθεί μέχρι και το αγαπημένο του ποδόσφαιρο: «Πλησιάζω σιγά το κουτάλι στο στόμα, το μυρίζω για λίγο με κλειστά μάτια, αγγίζω τη λεία του επιφάνεια με τα χείλια και τη γλώσσα μου, πριν γλιστρήσει απολαυστικά στον λαιμό μου. […] Κι όταν βλέπω το απόγευμα την κυρία Σοφία να περνάει […], νιώθω μεμιάς το στόμα μου υγρό, γεμάτο σάλιο, κι ένα άρωμα τριαντάφυλλο να μπουκώνει τα ρουθούνια μου. Αλήθεια, να μην ξαναβάλω γκολ ποτέ!»
Τόσο η ατομική όσο και η συλλογική μνήμη μας είναι συνδεδεμένη, μεταξύ άλλων, και με το φαγητό, το οποίο ενεργοποιεί τη γεύση, την όσφρηση και την αφή, με αποτέλεσμα να λειτουργεί ως ταυτόσημο μιας γευστικής μνήμης. Οσμές και γεύσεις που συναντούμε τυχαία στην ενήλικη ζωή μας ζωντανεύουν το παρελθόν και ανακαλούν παιδικά μας βιώματα. Το φαγητό ή καλύτερα τα φαγητά και τα συστατικά τους στα Πρωτοβρόχια του Σπύρου Κιοσσέ συνδέονται άρρηκτα με τη μνήμη. Είναι τα ίδια μνήμη. Τόσο η μνήμη των γεύσεων όσο και η γεύση της μνήμης στα αφηγήματα του Σπύρου Κιοσσέ συνδέονται με τα συναισθήματα, με την οικογενειακή ιστορία, καθώς και με την πολιτιστική ταυτότητα. Και, αντίθετα απ’ ό,τι συνήθως συμβαίνει με τη ρηχή μνήμη που αλλοιώνεται, θαμπώνει, διαστρεβλώνει ή εξωραΐζει το βίωμα, η μνήμη στα Πρωτοβρόχια μοιάζει να παραμένει ολοζώντανη και γίνεται όχημα αυτοεπίγνωσης και αυτοΐασης του ήρωα-αφηγητή.
Η Susan Whitborne, καθηγήτρια Ψυχολογίας και επιστημών του εγκεφάλου στο Πανεπιστήμιο της Μασαχουσέτης, εξηγεί: «Οι αναμνήσεις του φαγητού επηρεάζουν πιο πολύ τις αισθήσεις μας σε σχέση με άλλες, διότι στην πραγματικότητα σχετίζονται και με τις πέντε αισθήσεις. Έτσι, όταν ερχόμαστε εξ ολοκλήρου σε επαφή με το ερέθισμα, η επίδραση είναι πιο ισχυρή». Οι περισσότεροι από εμάς έχουμε κάποια ανάμνηση από ένα φαγητό που μας γυρίζει πίσω στην παιδική μας ηλικία. Οι αναμνήσεις που αφορούν το φαγητό είναι έντονες – και μερικές φορές μάλιστα μας επηρεάζουν περισσότερο από άλλα είδη αναμνήσεων. Η ψυχολόγος και νευροεπιστήμονας Hadley Bergstrom(Πηγή: www.huffpost.com/entry/power-of-food-memories_n_5908b1d7e4b02655f8413610), ανέφερε το εξής: «Οι αναμνήσεις που αφορούν τη γεύση συνήθως είναι οι πιο δυνατές συνδετικές μνήμες».
Οι αισθήσεις μας και οι τακτικές επιβίωσης δεν είναι τα μόνα στοιχεία που διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στις αναμνήσεις που συνδέονται με το φαγητό. Οι συνθήκες, ο χώρος, με ποιους, η περίσταση, όλα δίνουν μεγαλύτερη ισχύ στις νοσταλγικές μας αναμνήσεις από το φαγητό, κάτι που επιβεβαιώνεται πολλές φορές στις μικρές ιστορίες του Σπύρου Κιοσσέ, αποκτώντας ισχύ συμβόλου ή λειτουργώντας ως λογοτεχνικό αρχέτυπο.«Οι αναμνήσεις που σχετίζονται με το φαγητό είναι νοσταλγικές επειδή υπάρχει όλο αυτό το πλαίσιο της προετοιμασίας ή της κατανάλωσής του, οπότε το φαγητό συμβολίζει άλλες ερμηνείες. Πολλές από τις αναμνήσεις που έχουμε ως παιδιά δεν έχουν να κάνουν, για παράδειγμα, με τη μηλόπιτα, αλλά με την εμπειρία της οικογένειας και της φροντίδας κι αυτό αποκτά ιδιαίτερο συμβολισμό εκτός από την επίδραση στις αισθήσεις», αναφέρει η Whitbourne. «Η ιδέα της νοσταλγίας είναι ότι, για παράδειγμα, η σάλτσα συνδυάζεται όχι μόνο με μια νόστιμη μακαρονάδα, αλλά επίσης με τη γιαγιά και το σπίτι της. Γι’ αυτό λοιπόν το φαγητό έχει τόση δύναμη», λέει η Bergstrom.
Αυτή είναι η φύση των αναμνήσεων του φαγητού. Συνδέονται, βέβαια, εκ πρώτης, με γεγονότα και με την ανάγκη μας για επιβίωση, αλλά παράλληλα διαμορφώνονται ανάλογα με τη συντροφιά, την περίσταση και τα συναισθήματα που συνυπάρχουν με αυτή. Το φαγητό ως μνήμη ενέχει συναισθήματα φροντίδας, έγνοιας, προετοιμασίας, διαχείρισης χρόνου, προσφοράς και αγάπης αγαπημένων –και, πλέον, μεγαλώνοντας, συχνά απωλεσμένων– προσώπων: της μαμάς, της γιαγιάς, της θείας, της γειτόνισσας. Το τωρινό βίωμα του φαγητού συχνότατα ανακαλεί αναμνήσεις που κουβαλάμε. Το φαγητό είναι η παιδική μας ηλικία και οι μνήμες μας, είναι γλώσσα μητρική. Μια γλώσσα που ο Σπύρος Κιοσσές φαίνεται πως γνωρίζει πολύ καλά.
Αν απομακρυνθεί το βλέμμα από το φαγητό, το στοιχείο που υπερτερεί στις μικροϊστορίες του Σπύρου Κιοσσέ, όπως προαναφέρθηκε, είναι οι άνθρωποι. Ανάμεσά στα μέλη της οικογένειας του μικρού Τάσου από Τα πρωτοβρόχια, η παρουσία της γιαγιάς διαδραματίζει ίσως τον πλέον καθοριστικό ρόλο. Η διακριτική αλλά στιβαρή παρουσία της γιαγιάς είναι για τον μικρό Τάσο ακρογωνιαίος λίθος της οικογενειακής εστίας, ο βράχος πάνω στον οποίο σκάνε απορροφητικά όλα τα μέσα κύματα της παιδικής ψυχής, αλλά και σταθερό κέντρο αναφοράς, ασφαλιστική δικλείδα διαφύλαξης της βασανιστικά παραπαίουσας αίσθησης ασφάλειας του μικρού ήρωα, που βλέπει τα πάντα γύρω του ένα ένα να καταρρέουν. Η γιαγιά,με τις αλληγορικές αφηγήσεις της για τη Λένκω, αποτελεί πηγή έκφρασης και διαμόρφωσης της οικογενειακής μνήμης και ιστορίας. Θα έλεγε κανείς πως ο ήρωας Τάσος καταφέρνει να παραμείνει παιδί και να διατηρήσει την αθωότητά του αποκλειστικά μέσω και εξαιτίας της πανταχού παρούσας γιαγιάς και της θωπευτικής ασφάλειας που αυτή του προσφέρει. Και πραγματικά, μόνο όταν η γιαγιά φεύγει ο ήρωας συμφιλιώνεται με την ιδέα της ενηλικίωσης και αποκτά τη θέληση να μεγαλώσει.
Η επιθυμία του αυτή αρχικά περικλείει και την αθώα, ουτοπική πεποίθηση πως καμιά ενηλικίωση δεν έχει αξία, αν στη σκευή της δεν περικλείει το βιωμένο παρελθόν εξαγιασμένο, αν δεν γίνεται παράλληλα όχημα παιδικότητας: «Θέλω τόσο να μεγαλώσω! Αλλά θέλω να μείνω και παιδί, αρκεί όμως να είναι όλα τόσο όμορφα όπως τώρα, στα γενέθλια της θείας Καίτης», λέει ο Τάσος επικαλούμενος τους αγαπημένους του στίχους, «Στο χτες γυρνώ να δω, αν γινότανε, αν γινότανε, τόσο όμορφες στιγμές να μην τέλειωναν ποτέ». Η επιλογική ιστορία έρχεται να ανατρέψει αυτή την πεποίθηση καταργώντας την ουτοπία. Οι φυγές και οι απώλειες ανθρώπων αλλάζουν τον Τάσο. Τον κάνουν σοφό: «Παλιά ήθελα μόνο να μεγαλώσω, και ταυτόχρονα ήθελα να μείνω παιδί. Τώρα όμως θέλω μόνο να μεγαλώσω. Ξέρω πια ότι δεν μπορείς να μείνεις για πάντα σε μια ηλικία, όσο όμορφη κι αν είναι αυτή. Γιατί θα είσαι σαν φυλακισμένος», παραδέχεται. Και ο ήρωας-παιδί ενηλικιώνεται.
Ο Σπύρος Κιοσσές μάς δίνει ένα γλυκόπικρο βιβλίο ενηλικίωσης, ένα βιβλίο-καθρέφτη. Στον Τάσο, ο αναγνώστης –άλλος λιγότερο, άλλος περισσότερο–, μπορεί να δει τον δικό του παιδικό εαυτό – έστω θραύσματά του. Το τι θα συναντήσει ο καθένας σ’ αυτή τη βουτιά στο παρελθόν είναι υποκειμενικό. Το πιθανότερο είναι πάντως πως το ταξίδι μοσχοβολάει γιαγιαδίστικα φαγητά και σκανταλιές, είναι γεμάτο μνήμες από καταχωνιασμένες γεύσεις και γεύσεις από καταχωνιασμένες μνήμες. Και, πηγαία, φέρνει χαμόγελο.
Φανή Κεχαγιά
Συγγραφέας, φιλόλογος