ΑΛΕΝ ΓΚΙΝΣΜΠΕΡΓΚ
Ο ποιητής Άλεν Γκίνσμπεργκ ήταν ένα από τα «κακά παιδιά» των αμερικανικών γραμμάτων και τεχνών, όπως τα αποκάλεσε ο Ντέιβιντ Χάμπερλοταμ στο βιβλίο του The Fifties, όπου τους αφιερώνει ένα ολόκληρο κεφάλαιο. Από τον Γρέγκορι Κόρσο, τον Λόρενς Φερλινγκέτι, τον Τζακ Κέρουακ, τον Ουίλιαμ Μπάροους και τους άλλους ποιητές και πεζογράφους της αμερικανικής γενιάς των Μπιτ (Beat), o Γκίνσμπεργκ υπήρξε ο πιο πολιτικοποιημένος. Εκεί που ο Κέρουακ οραματιζόταν ανοιχτές δημοσιές και ήχους μουσικής τζαζ, και ο Μπάροους ύφαινε τους εφιάλτες του στη μοναξιά και την εξορία, ο Γκίνσμπεργκ – και αυτό το κατάλαβε πολύ νωρίς – αποδύθηκε στο εγχείρημα του να κάνει τις προσωπικές του εμπειρίες σύμβολα του νοσηρού κόσμου της πολιτικής.
Θα έλεγα ακόμη ότι κάθε ποίηση είναι πολιτική, ακόμη και αυτή που αποστρέφεται την πολιτική. Ο δεσμός αυτών των δύο είναι άλλοτε φανερός και άλλοτε υπόγειος. Στην περίπτωση του Άλεν Γκίνσμπεργκ είναι πάντα φανερός, γι’ αυτό και η ποίησή του δεν υπήρξε ποτέ δύσκολο να αποκρυπτογραφηθεί πολιτικά. Από την αρχή της ποιητικής του δημιουργίας ουδέποτε φίμωσε τις απόψεις του για τα κοινωνικά και πολιτικά γεγονότα όχι μόνο της χώρας του, αλλά και όλου του κόσμου. Ο ίδιος, μάλιστα, συνήθιζε να λέει: « Ακόμα κι όταν φωνάζεις, γράφεις ποίηση ». Ο Άλεν Γκίνσμπεργκ – μια ζωή στο μπαλκόνι της ζωής – ήταν από τους πρώτους που διαμαρτυρήθηκαν ενάντια στη ζωή του πλούτου, της αφθονίας και του καταναλωτισμού, καθώς και της έλλειψης κάθε σοβαρού κοινωνικού σκοπού της μεσαίας τάξης της Αμερικής. Με ένα λόγο ήταν μια άγρυπνη συνείδηση της Αμερικής. Η ποίηση του Γκίνσμπεργκ είναι σαν ένα οικουμενικό δίχτυ που μέσα στα νήματά του είναι πιασμένα όλα τα κακά και οι αδικίες του κόσμου.
Η φορτισμένη παράνοια και οι εκστασιασμένες διακηρύξεις στο Ουρλιαχτό ξεσήκωσαν μια ολόκληρη γ ε ν ι ά και την έκαναν να συνειδητοποιήσει την ψυχοπάθεια και την άβυσσο που επικρατούσαν στην υπνωτισμένη τότε δεκαετία του ’50.
Οι διώξεις του ποιήματος ως πρόστυχου από τις αμερικανικές αρχές, είχαν σαν αποτέλεσμα τη μετατροπή του Γκίνσμπεργκ σε ήρωα, τον πιο επιφανή, θα λέγαμε, ήρωα του αμερικανικού και μη συμβατικού πολιτισμού, και σε υπέρμαχο της ελευθερίας, της τόλμης, της ειλικρίνειας και της ανοχής. Ήταν ακόμα ο άνθρωπος που άνοιξε διάπλατα τα μάτια του και είδε «τα καλύτερα μυαλά της γενιάς του χαλασμένα και τρελά, λιμασμένα και υστερικά να σέρνονται μέσα σε νέγρικους δρόμους την αυγή, γυρεύοντας μια φλογισμένη δόση » ( Ουρλιαχτό, 1956 ).
Ο Άλεν Γκίνσμπεργκ γεννήθηκε το 1926 στο Νιου Ζέρσεϋ και από μικρός χάρη στο ενδιαφέρον του πατέρα του, που ήταν δάσκαλος και ποιητής, αλλά και της μητέρας του, επίσης δασκάλας, ήρθε σε επαφή με τα γράμματα και τα πολιτικά πράγματα. Από μικρή ηλικία έγραφε γράμματα, ποιήματα και άρθρα σε εφημερίδες και περιοδικά, ενώ το 1943 ξεκινάει νομικές σπουδές στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια της Νέας Υόρκης. Εκεί έρχεται σε επαφή με μελλοντικούς συγγραφείς, όπως ο Τζακ Κέρουακ και ο Ουίλιαμ Μπάροους.
Τον Οκτώβρη του 1955, απαγγέλλει, δημόσια, μέρος από το Ουρλιαχτό στη Six Gallery του Σαν Φρανσίσκο, και ο εκδότης του Λόρενς Φερλινγκέτι αναλαμβάνει την έκδοση του Ουρλιαχτού. Στη συνέχεια θα πραγματοποιήσει μια σειρά από ταξίδια: στηνΤαγγέρη, στο Μεξικό, στο Περού, στην Αφρική, στην Ινδία, ακόμα και στην Ελλάδα καλεσμένος από το λογοτεχνικό περιοδικό Ρεύματα το 1993.
Σε μια συνέντευξη που έδωσε στο Παρίσι την ίδια χρονιά, τον ρώτησαν αν η ποίηση τον επισκέπτεται ως έμπνευση ή έχει τρόπους που την επικαλείται ανά πάσα στιγμή. Και ο ποιητής απάντησε: «Αν μ’ επισκεφθεί μια σκέψη σε μια στιγμή που δεν έχω σκοπό να γράψω και είναι πάρα πολύ έντονη, μετά την αρχική παραζάλη που μου προκαλεί, την καταγράφω όπου βρω, πρόχειρα κι όσο το δυνατόν πιο πυκνά». Κι όταν τον ρώτησαν στη συνέχεια αν την επεξεργάζεται, ο ποιητής είπε: «Ο Μπλέικ λέει: ‘Η πρώτη σκέψη είναι πάντα η καλύτερη.’ Εμπιστεύομαι το ανθρώπινο μυαλό… Είναι απεριόριστο, παράλογο… Πιστεύω στην αλήθεια. Άρα: ‘Η μέθοδος της αλήθειας βασίζεται στη δυνατότητα, την αυτόματη δυνατότητα του μυαλού να ερμηνεύει τα πράγματα όπως παρουσιάζονται τη στιγμή που παρουσιάζονται!’. Δεν ξεχνώ ότι το μεγαλείο του ανθρώπινου μυαλού είναι ότι στο βάθος του περιέχει λογική, στην επιφάνεια όμως παραμένει παράλογο! Κι αυτό προσπαθώ να εκμεταλλευτώ στην ποίησή μου με την αυθόρμητη έκφραση όπως κάνει και η τζαζ! Η βάση της ποίησής μου στηρίζεται σε μια αλήθεια. ‘Δεν χρειάζεται να είναι αληθινό οτιδήποτε γράφω, αρκεί να είναι αληθινό το γεγονός ότι το σκέφτηκα’. Πρέπει πάντα να είναι σαφής και ακριβής ο τρόπος που περιγράφω τη σκέψη μου».
Και όλα αυτά βέβαια δεν ισχύουν μόνο για το Ορλιαχτό, αλλά και για τ’ άλλα βιβλία του, όπως, για παράδειγμα, για την άλλη σπουδαία ποιητική συλλογή του που επιγράφεται Κοσμοπολίτικοι χαιρετισμοί (εκδ. Πέγκουιν, 118 σελ. 1995). Η συλλογή τούτη είναι ένα είδος σχολιασμού των κορυφαίων γεγονότων της εξαετίας μεταξύ των ετών 1986- 1992. Εκεί αναφέρονται το Τσερνομπίλ, το έιτζ, η επαπειλούμενη καταστροφή του όζοντος, ο Πόλεμος του Κόλπου, η περιβαλλοντική μόλυνση, οι ανέστιοι της Νέας Υόρκης. Πάντως, τα λειτουργικότερα μέρη του βιβλίου είναι οι λεπτομερείς περιγραφές που ο Γκίνσμπεργκ εγκαινίασε (επηρεασμένος από τον Ουόλτ Ουίτμαν) στο περίφημο ποίημα «Κάντις», τον θρήνο για τη μητέρα του που πέθανε στο ψυχιατρείο. Το πρώτο ποίημα αυτής της συλλογής ξεκινάει με τούτα τα λόγια: «Γράφω ποίηση γιατί η αγγλική λέξη «έμπνευση» προέρχεται από τη λατινική spiritus που σημαίνει πνεύμα». Στα λόγια αυτά, συνοψίζεται η λαχτάρα για διέξοδο από τις ψεύτικες αξίες, πράμα που ο ποιητής κάνει με διάφορους τρόπους. Το όνομα Μπιτ είναι η ονομασία που πήρε μια παρέα φίλων. Όσο για τη δεκαετία του ’50, θα μείνει στην Παγκόσμια λογοτεχνία ως «γενιά Μπιτ», δηλαδή η λογοτεχνία μιας γενιάς που εξεγείρεται, ανατρέπει και προκαλεί τη συντηρητική αμερικανική κοινωνία.
===============