ΑΝΤΟΝ ΤΣΕΧΟΦ
Μια μεγάλη στιγμή του Παγκόσμιου Θεάτρου
Ο Άντον Τσέχοφ, όταν έμπαινε σε μια πόλη, έλεγε ότι τα πρώτα πράγματα που τον ενδιέφεραν ήταν «το τσίρκο και το κοιμητήρι». Και με αυτή τη φράση ο μεγάλος δραματουργός ήθελε να πει ότι πρόσεχε περισσότερο την εύθυμη και τη θλιβερή πλευρά της ζωής. Για τη γλώσσα και το ταλέντο συνήθιζε να λέει ότι η λ α κ ω ν ι κ ό τ η τ α ήταν το ιδανικό του σαν στυλίστα. Με τα δικά του λόγια, η γλώσσα πρέπει να είναι «απλή και κομψή». «Όχι παράξενες λέξεις ή σπάνιες» έγραφε στον Γκόρκι «Όσο πιο σύντομο και απλό, τόσο καλύτερο». Πάντως, από τα πρώτα κιόλας νεανικά του αφηγήματα ξεχωρίζει κανείς αυτό το ιδιαίτερο προσωπικό στυλ, το ανάλαφρο χιούμορ, τη διακριτική σάτιρα και τη στοργική αγάπη για τον άνθρωπο. Μέσα στα έργα του φαίνεται ακόμη ξεκάθαρα η πίστη του στο αύριο, στον κόσμο που έρχεται. Οι συνθήκες της εποχής του τον αναστατώνουν. «Δεν πρέπει να ζει κανείς μια τέτοια ζωή», λέει σε ένα διήγημά του, και η φράση αυτή έγινε το σύνθημα των επαναστατών του 1905. Αυτή την πίστη του στο μέλλον την εκφράζει η νεανική ορμή του Τροφίμοφ στον Βυσσινόκηπο: «Να εξαφανίσουμε τα ταπεινά και τα εφήμερα που μας εμποδίζουν να είμαστε ελεύθεροι κι ευτυχισμένοι – αυτός είναι ο σκοπός της ζωής μας. Εμπρός! Τραβάμε ακράτητα εμπρός κατά το φωτεινό αστέρι που λάμπει μακριά. Εμπρός! Μη μένετε πίσω φίλοι!… Να την η ευτυχία. Έρχεται! Έρχεται όλο και πιο κοντά! Ακούω τα βήματά της». Ο Βυσσινόκηπος πρωτοπαίχτηκε στις 17 του Γενάρη 1904. Στο έργο αυτό ζωγραφίζεται η κατάρρευση της φεουδαρχίας και η άνοδος μιας πρωτόγονης, αλλά και δυναμικής αστικής τάξης, ενώ στον ορίζοντα διαφαίνονται οι επερχόμενες προοδευτικές δυνάμεις του σοσιαλισμού. Ήταν η πιο θριαμβευτική πρεμιέρα του Θεάτρου τέχνης της Μόσχας. Γιορτάζονταν μαζί τα γενέθλια του Τσέχοφ και τα εικοσιπεντάχρονα της συγγραφικής του καριέρας. Ο σκηνοθέτης, οι ηθοποιοί και το κοινό, μετά το τέλος της παράστασης, χειροκροτούσαν τον μεγάλο δραματουργό έξαλλοι από ενθουσιασμό. Ο Τσέχοφ, που ήταν στην πλατεία, σύρθηκε συγκινημένος, άρρωστος και κατάχλομος επάνω στη σκηνή, για να χαιρετίσει το ενθουσιώδες κοινό που τον επευφημούσε. Ήταν ένα μεγάλο πνευματικό και καλλιτεχνικό γεγονός στο κατώφλι σχεδόν του εικοστού αιώνα. Ακόμα κάτι: το έργο αυτό είναι, θα ‘λεγε κανείς, προανάκρουσμα των επαναστάσεων του 1905 και του 1917. Την τελευταία μπορεί ο Μαγιακόφσκι να την ύμνησε, ο Τσέχοφ όμως την προανήγγειλε.
Πιο ήρεμα και πιο ώριμα, θα ‘λεγε κανείς, εκφράζει την ίδια πίστη στο μέλλον ο Βερσίνιν στις Τρεις αδελφές: «Σε εκατό ή διακόσια χρόνια, σε χίλια ίσως, θα υπάρξει μια καινούργια και ευτυχισμένη ζωή. Εμείς δεν θα τη ζήσουμε βέβαια, αλλά γι’ αυτή ζούμε τώρα, γι’ αυτή δουλεύουμε, γι’ αυτήν υποφέρουμε. Εμείς τη δημιουργούμε, και αυτός είναι ο μοναδικός σκοπός της ύπαρξής μας και, αν θέλετε, η ευτυχία μας… » Αυτό τον σκοπό για ένα καλύτερο αύριο δεν τον έκανε μόνο σάλπισμα αισιοδοξίας στα έργα του ο Τσέχοφ , τον έζησε με όλες του τις ίνες. Στις Τρεις αδελφές οι πόθοι και τα όνειρα συντρίβονται από την εσωτερική αδυναμία των ανθρώπων και τις αντιξοότητες των συνθηκών της ζωής. Όπως είδαμε και στο απόσπασμα πιο πάνω, η καταφυγή σε ένα καλύτερο αλλά μακρινό μέλλον είναι γι΄αυτούς φυγή από τ’ ανελέητο παρόν- νιώθουν έτσι ότι η ύπαρξή τους δικαιώνεται, αφού οι μεταγενέστεροι θα τους ευγνωμονούν γι’ αυτό τον αγώνα τους.
Ο δρόμος για την αναμόρφωση στο παγκόσμιο θέατρο είχε ανοίξει. Ήταν η εποχή του ρεαλιστικού θεάτρου. Ο Τσέχοφ στη Ρωσία και ο Ίψεν στη Νορβηγία ήταν οι δυο μεγάλοι πρωτοπόροι που με τα έργα τους καθιέρωσαν στα τέλη του 19ου αιώνα μια καινούργια αντίληψη για τον ρόλο και την επίδραση του θεάτρου στην κοινωνική ζωή του ανθρώπου, αλλά και μια νέα αντίληψη για την ίδια τη μορφή του θεάτρου, που να εκφράζει υποβλητικά τα πολυσύνθετα προβλήματα- ψυχολογικά, ηθικά, ταξικά – που αντιμετώπιζε ο άνθρωπος εκείνη την εποχή. Το θέατρο της Ευρώπης και της Αμερικής, σε μια περίοδο κατάπτωσης και μαρασμού, καλοδέχτηκε τον ζωογόνο αέρα που ερχόταν από τον Βορρά, τη Ρωσία και τη Νορβηγία, ενώ κανείς δεν αμφισβητεί τη γνώμη ότι ο Τσέχοφ, με τα ελάχιστα θεατρικά έργα του, επηρέασε όσο λίγοι τη νεότερη δραματουργία. Και ιδιαίτερα με την τετραλογία των πολύπρακτων δραμάτων που έγραψε στα τελευταία χρόνια της ζωής του: τον Γλάρο (1895), τον Θείο Βάνια (1897), τις Τρεις αδελφές (1901) και τον Βυσσινόκηπο (1904). Το θέατρο του Τσέχοφ ονομάστηκε θέατρο φανταστικού ρεαλισμού, ψυχολογικών λεπτομερειών και αναδιάπλασης της πραγματικότητας. Καμία τεχνική του παραδοσιακού θεάτρου δεν μπορεί να αποδώσει τις λεπτές, ψυχολογικές αποχρώσεις των χαρακτήρων στα έργα του Τσέχοφ. Και είναι αλήθεια ότι η μετουσίωση του ηθοποιού στον τσεχοφικό χαρακτήρα πραγματοποιείται με πολλή άσκηση και αυτοσυγκέντρωση. Στα έργα του Τσέχοφ δεν υπάρχει αυτό που λέμε « μύθος», ούτε συνταρακτικά γεγονότα. Αυτό που μας παρουσιάζεται είναι η απλή καθημερινή ζωή που κυλάει. Ο ίδιος ο Τσέχοφ στα περίφημα Τετράδια σημειώνει: «Αν θες να καταλάβεις τη ζωή, πάψε να πιστεύεις αυτά που λένε και αυτά που γράφουν, μόνο βλέπε, παρατήρα εσύ ο ίδιος και συλλογίζου». Και αυτό γιατί ο Τσέχοφ δεν ήταν «φωτογράφος» της ζωής όπως ο Ζολά. Δεν κατέγραφε ψυχρές παρατηρήσεις. Οι εικόνες, που έπιανε το διαπεραστικό του βλέμμα, περνούσαν από το διυλιστήριο της ευαισθησίας του.
Ένας μεγάλος θεατράνθρωπος, στον δικό μας κόσμο του θεάτρου, ο Κάρολος Κουν, είπε για τον Τσέχοφ, τον οποίο ο ίδιος έκανε γνωστό στο θεατρόφιλο κοινό της χώρας: « Λίγα μου δίνουν μεγαλύτερη χαρά, μεγαλύτερη ικανοποίηση από τη σκέψη πως συνέβαλα έστω και στο ελάχιστο να γνωρίσουν, ν’ αγαπήσουν και ν’ ανοίξουν την ψυχή τους στον Άντον Τσέχοφ, οι άνθρωποι του τόπου μου. ( ….. ) Υπάρχουν τόσες λεπτές ψυχολογικές αποχρώσεις στα πρόσωπα, τόσα ημιτόνια, τόσες απότομες εσωτερικές μεταπτώσεις, τόση λεπτομέρεια στην καθημερινή αλήθεια και πάνω απ’ όλα τόση συμπυκνωμένη ποίηση, που αναδύεται όχι με ποιητικό λόγο αλλά θεατρικά, μέσα από τις καταστάσεις, μέσα απ’ αυτά που συχνά δεν λέγονται αλλά διαφαίνονται μονάχα….». Πέρα από τον θαυμασμό του για τον Τσέχοφ, νομίζω πως δεν είναι τόσο τυχαίο ότι ο Κάρολος Κουν ονόμασε το δικό του θέατρο Θέατρο τέχνης. Και το λέω αυτό γιατί έχουν περάσει ακριβώς 125 χρόνια από τότε που οι Νεμιρόβιτς Ντατσένκο και Κονσταντίν Στανισλάφσκι ίδρυσαν τον χειμώνα του 1898 το Θέατρο τέχνης της Μόσχας, που αποτέλεσε μια πραγματική επανάσταση στη μακραίωνη ιστορία της παγκόσμιας θεατρικής τέχνης. Το καινούργιο αυτό θέατρο ανέβασε, σαν τρίτο έργο, από την έναρξη της λειτουργίας του, τον Γλάρο του Τσέχοφ. Από την ιστορική αυτή παράσταση του Γλάρου και μετά, το Θέατρο τέχνης έχει ως έμβλημα πάνω στην προμετωπίδα και την αυλαία του έναν γλάρο. Και από τότε κανένας δεν μπορεί να διανοηθεί το Θέατρο τέχνης χωρίς τον Τσέχοφ και τον Τσέχοφ χωρίς το Θέατρο τέχνης.
Ο Άντον Πάβλοβιτς Τσέχοφ γεννήθηκε το 1860 στο Τανγκαρόγκ, μια πόλη στην Αζοφική θάλασσα, κοντά στο Ροστόβ. Ήταν γιος φτωχού παντοπώλη και απόγονος δουλοπάροικων. Η φιλοδοξία του πατέρα του, όπως συνήθως και κάθε φτωχού πατέρα, ήταν να γίνει ο γιος του πλούσιος, να ξεφύγει από τη μιζέρια που έζησε παιδί. Για τον σκοπό αυτό φρόντισε να μάθει ο γιος του ελληνικά (νέα ελληνικά), επειδή οι Έλληνες της πόλης τους κρατούσαν τότε όλο το εμπόριο στα χέρια τους και θάμπωναν τους απλοϊκούς μουζίκους με τη χλιδάτη ζωή που ζούσαν. Αλλά – υπάρχει και αυτό το «αλλά» που χωρίς αυτό δεν θα είχαμε σήμερα τα παγκόσμιας αναγνώρισης θεατρικά του έργα – ούτε τα ελληνικά, ούτε και αυτός ο τρόπος ζωής των συμπατριωτών μας μπόρεσαν να ξυπνήσουν στον μικρό Άντον-Πάβλοβιτς κάποια έφεση για το εμπόριο. Έτσι, όταν θα τελειώσει τη σχολική του εκπαίδευση, θα σπουδάσει ιατρική στο Πανεπιστήμιο της Μόσχας και θα πάρει το δίπλωμά του το 1884 με τον τίτλο του νομίατρου.
. Αν και λίγο καιρό εξάσκησε ως επάγγελμα την επιστήμη που σπούδασε, έτρεφε πάντα γι’ αυτή πολύ στοργή και πίστη: «Η ιατρική» γράφει σε ένα του γράμμα «είναι η νόμιμη γυναίκα μου× η λογοτεχνία η ερωμένη μου. Όταν με κουράζει η μια, περνάω τη νύχτα μου με την άλλη». Στα φοιτητικά του χρόνια άρχισε να γράφει, για να κερδίσει λίγα ρούβλια, διηγήματα σε μικρά περιοδικά. Αυτός ο τρόπος βιοπορισμού τον έκανε γρήγορα να καταλάβει ότι αυτός ήταν ο δικός του δρόμος που έπρεπε ν’ ακολουθήσει. Και συνέβαλε πολύ σε αυτή την απόφαση το γεγονός ότι στο αναγνωστικό κοινό αρέσανε πολύ τα διηγήματά του. Την επιβεβαίωση του την έδωσε η έκδοση της πρώτης του συλλογής ποιημάτων το 1886, που είχε μεγάλη επιτυχία. Στα πρώτα χρόνια της συγγραφικής του ζωής υπέγραφε πάντα με διάφορα παράξενα ψευδώνυμα: Δον Αντόνιο, Οξύθυμος, Γιατρός δίχως πελάτες, Βίδα, συχνά με τα αρχικά του Α. Τ. και πιο συχνά ακόμα με το Αντόσα Τσεχοντέ. Στην αρχή οι συμπατριώτες του και σε λίγα χρόνια αργότερα το παγκόσμιο κοινό αγάπησαν πολύ αυτόν τον ντροπαλό άνθρωπο, τους οποίους και ο ίδιος αγαπούσε και ένιωθε μέσα του. Η άθλια ζωή που έζησε πρώτα στη γενέτειρά του και ύστερα στα φτωχόσπιτα της Μόσχας τον έφερε κοντά στους φτωχούς και καταφρονημένους ανθρώπους του καιρού του και του τόπου του. Τους ζωγράφιζε με τη διαγνωστική καθαρότητα του επιστήμονα και με τη συμπάθεια και την κατανόηση του ομότυχου. Δεν προσπάθησε καθόλου να κρύψει τα ελαττώματά τους, ούτε όμως και τη δυστυχισμένη ζωή τους. Δεν έμεινε ποτέ ένας απλός παρατηρητής αυτής της κοινωνικής αδικίας. Πονούσε για τη θλιβερή ζωή τους, που δεν ξημέρωνε γι’ αυτούς μια άσπρη μέρα, ενώ τα όνειρά τους για μια καλύτερη ζωή έμεναν πάντοτε σκιές. Αγωνιζόταν πάντα ενάντια στην αθλιότητα, τη σκληρότητα και τον στείρο συντηρητισμό.
Το 1890, αν και είχε προσβληθεί από φυματίωση, ξεκινάει ολομόναχος, διασχίζοντας την ατέλειωτη ρωσική στέπα, με σκοπό να φτάσει στη νήσο Σαχαλίνη, όπου κρατούνταν οι πολιτικοί εξόριστοι και κατάδικοι του τσάρου Αλέξανδρου Β΄. «Ο Ντοστογιέφσκι – γράφει ο Τολστόι – στάλθηκε στο κάτεργο. Ο Τσέχοφ πήγε μόνος του, με δική του θέληση, σπρωγμένος εκεί κάτω από την οδύνη και τη συμπόνια για τον άνθρωπο». Όταν επέστρεψε από τη Σαχαλίνη στη Μόσχα, κάνει διαβήματα στις αρχές και προτείνει διάφορα μέτρα για την αλλαγή των συνθηκών διαβίωσης στους εκεί κατάδικους. Μετά τις ελάχιστα καρποφόρες ενέργειές του συνθήκες έγραψε το βιβλίο που τιτλοφορείται Η νήσος Σαχαλίνη, για να καταγγείλει τις απάνθρωπες συνθήκες των εκεί φυλακών. Οι ενέργειές του αυτές δείχνουν έναν άνθρωπο υπεύθυνο, τίμιο και θαρραλέο. Μα πάνω απ’ όλα σεμνό και διακριτικό όχι μόνο στη ζωή, αλλά και στη λογοτεχνική και θεατρική του δημιουργία. Η πρώτη συλλογή διηγημάτων του κυκλοφόρησε το 1884. Η δεύτερη, που κυκλοφόρησε το 1886, τιμήθηκε το 1888 με το βραβείο Πούσκιν. Η κατάσταση της υγείας του τον υποχρέωνε να κάνει συχνά ταξίδια στο εξωτερικό: Αυστρία, Γαλλία, Ιταλία, Γερμανία. Το 1891 αγόρασε ένα σπίτι με κτήμα στο Μελίγχοβο, όχι πολύ μακριά από τη Μόσχα. Έμεινε εκεί ως το 1897. Ήταν μια γόνιμη περίοδος. Εκεί έγραψε τις γνωστές νουβέλες του Το τζιτζίκι, Αίθουσα νούμερο 6, Το παράσημο της Αγίας Άννας και άλλα. Άρχιζε τότε η περίοδος της ώριμης δουλειάς του στη πεζογραφία και στις πρώτες δοκιμές στη θεατρική του έκφραση. Στο γράψιμό του διατηρούσε πάντα εκείνη την τόσο ανάλαφρη και τόσο ποιητική, ρεαλιστική αφήγηση, που μαγεύει την ψυχή του αναγνώστη σαν « γλυκόηχη μελωδία με κλειστό στόμα τραγουδημένη». Το πρώτο του θεατρικό έργο, Στη δημοσιά, το 1884, δεν πρόφτασε να δει το φως της ράμπας – το απαγόρευσε η λογοκρισία. Στη συνέχεια έγραψε μονόπρακτες κωμωδίες. Εκεί σκιτσάρονται άνθρωποι με αδρές χαρακτηριστικές γραμμές και οι διάφοροι τύποι προβάλλουν σχεδόν σαν καρικατούρες, που σου φέρνουν στη μνήμη τον Ακάκι Ακάκιεβιτς του Γκόγκολ. Αλλώστε, η επίδραση αυτού του συγγραφέα είναι ολοφάνερη. Ωστόσο, πίσω από τα παιχνιδίσματα της σάτιρας προβάλλει η ανεξίκακη διάθεση και η συμπόνια του Τσέχοφ για τον άνθρωπο. Οι πρώτες μεγάλες επιτυχίες σημειώθηκαν με τις κωμωδίες Ο γλάρος, Η Αρκούδα, Πρόταση γάμου, Η επέτειος και άλλα. Το 1881 έγραψε το πρώτο πολύπρακτο έργο του, τον Πλατόνοφ. Στην ανάγνωση το υποδέχτηκαν ψυχρά και δεν το έπαιξε κανένα θέατρο. Ο συγγραφέας πικράθηκε και δεν το φανέρωσε ποτέ όσο ζούσε. Για τα μεγάλα, με παγκόσμια αναγνώριση, θεατρικά του έργα, που έγραψε στα τελευταία χρόνια της ζωής του, μίλησα πιο πάνω.
Ο Τσέχοφ – όσοι τουλάχιστον τον έζησαν από κοντά, όπως ο Γκόρκι, το κατάλαβαν – ήταν μοναχικός άνθρωπος. Στα περίφημα Τετράδια λέει ο ίδιος γι’ αυτό το θέμα: «Όπως θ’ αναπαυτώ μόνος στον τάφο μου, έτσι μόνος πέρασα όλη μου τη ζωή». Στο γνωστό και πολυδιαβασμένο του διήγημα Η στέπα, δίνει μια λυρική, συμβολική εικόνα αυτής της μοναξιάς : « Στην κορυφή ενός λόφου, προβαίνει μια μοναχική λεύκα… Είναι τάχα ευτυχισμένο αυτό το όμορφο πλάσμα; Το καλοκαίρι η φλογερή ζέστη, τον χειμώνα η παγωνιά κι οι χιονοθύελλες, το φθινόπωρο οι τρομερές νύχτες, όπου δε βλέπει παρά τα σκοτάδια και δεν ακούει παρά τον άνεμο που ουρλιάζει μανιασμένος. Και πάνω απ’ όλα, σ’ όλη της τη ζωή , να ‘ναι μόνη, μόνη…» Ο Τσέχοφ δεν πίστευε στον Θεό× πίστευε όμως στον Άνθρωπο. Και αυτή η πίστη του – τουλάχιστον για μένα – πόσο κοντά στον Χριστό τον φέρνει ! Στις τελευταίες στιγμές της ζωής του ζήτησε ένα ποτήρι κρασί, για να στυλώσει λίγο την καρδιά του. Το κοίταξε, ήπιε λίγο και ψιθύρισε: «Πάει πολύς καιρός που έχω να πιω σαμπάνια». Έτσι απλά; Ναι, έτσι απλά, όπως θα τελείωνε ένα από τα δράματά του.
–