Λένε και πρέπει να είναι αλήθεια: Ο πιο πολυδιαβασμένος Γάλλος συγγραφέας δεν είναι ούτε ο Μολιέρος ούτε ο Σαρτρ ούτε ο Μπαλζάκ, αλλά ο Αντουάν ντε Σεν-Εξιπερί. Μόνο στις ΗΠΑ ο Μικρός Πρίγκιπας, η παραμυθένια αυτή ιστορία που ίσως εσφαλμένα αποκαλείται βιβλίο για παιδιά, πουλάει κάθε χρόνο γύρω στα150 χιλιάδες αντίτυπα. Προσωπικά θα έλεγα ότι αυτό το βιβλίο ανήκει στην κατηγορία εκείνων που γράφτηκαν «δήθεν για παιδιά», για να δανειστώ τον ορισμό φίλης ποιήτριας.
Πολλοί αναγνώστες, διαβάζοντάς το, θα νομίζουν ότι ο συγγραφέας του υπήρξε ένας ευτυχισμένος άνθρωπος. Αν υπήρξε ευτυχισμένος είναι δυστυχώς αμφίβολο. Ήταν όμως ένας άνθρωπος στις συναναστροφές του χαρισματικός, έξοχος αφηγητής περιπετειών, κυρίως των αεροπορικών δικών του, πνευματώδης, ευφυής, ελκυστικός στις γυναίκες, πιστός στην ανδρική φιλία, αυτό που οι Γάλλοι εννοούν με τη λέξη « copain » ( φιλαράκος ). Πάντως, ευτυχισμένος δεν ήταν σίγουρα, όταν έγραφε τον Μικρό πρίγκιπα, το βιβλίο που τον έκανε ονομαστό σε όλο τον κόσμο. Στο εν λόγω βιβλίο δεν μπορούσε να είναι τίποτε άλλο από την περιπέτεια ενός πιλότου, ο οποίος πέφτει με το αεροπλάνο του στην έρημο Σαχάρα και ξυπνά δίπλα σε έναν μικρό πρίγκιπα, επισκέπτη από άλλο πλανήτη. Ο συγγραφέας, όμως, λόγω του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου, ήταν τότε εξόριστος στη Νέα Υόρκη, μια πόλη που δεν αγάπησε και ούτε ήξερε ή έμαθε τη γλώσσα της.
Το παιδί δεν είχε φύγει τελείως από μέσα του και, καθώς ήταν παθιασμένος με την αεροπλοΐα, το αγαπημένο του παιχνίδι, για να σκοτώνει εκεί την πλήξη του, ήταν να πετά χάρτινα αεροπλανάκια από το Εμπάιαρ Στέιτ Μπίηλντινγκ× στο γράψιμο όμως δεν υπήρχε τίποτα το παιδικό. Το βιβλίο γράφτηκε στο σπίτι της νεαρής Αμερικανίδας Σίλβια Ράινχαρντ η οποία ήταν συνεπαρμένη με τον Εξιπερί. Καταλαβαίνει τώρα κανείς πώς κυλούσε ο χρόνος μέσα σε αυτό το σπίτι, όταν αυτός δεν μιλούσε αγγλικά και αυτή δεν ήξερε γαλλικά… Του τηγάνιζε αβγά που του τα σερβίριζε, υπό το φως των κεριών, μαζί με τις αγαπημένες του αγγλικές τηγανίτες και κατόπιν, συνεπαρμένη πάντα, τον άκουγε να της διαβάζει αποσπάσματα από τον Μικρό πρίγκιπα, χωρίς να καταλαβαίνει λέξη από όσα άκουγε. Αυτή η κατάσταση δεν μπορούσε βέβαια να κρατήσει πολύ, γι’ αυτό μόλις τέλειωσε τη συγγραφή του βιβλίου και την έστειλε στους εκδότες του, επιβιβάστηκε σε ένα πλοίο με προορισμό τη Βόρεια Αφρική, όπου το 1943 κατάφερε να πείσει τις αμερικανικές δυνάμεις να τον προσλάβουν ως πιλότο αναγνωριστικών πτήσεων.
Ο Αντουάν ντε Σεν-Εξιπερί γεννήθηκε την ίδια χρονιά με τον Σεφέρη, το 1900. Το μυστήριο που υπάρχει στην πεζογραφία του βρίσκεται και στη ζωή του, τη γαλουχημένη τόσο από το τολμηρό πνεύμα των πρώτων ημερών της αεροπλοΐας, όσο και από τη νοσταλγία για το ιπποτικό πνεύμα του γαλλικού παρελθόντος. Έλκει την καταγωγή του από αριστοκρατική οικογένεια με ρίζες στους Σταυροφόρους και πέρασε ευτυχισμένα παιδικά χρόνια σε ένα chȃteau στις ρίζες του όρους Γιούρα. Ήταν 12 ετών όταν έκανε την πρώτη του πτήση, δηλαδή τέσσερα χρόνια μετά από τους αδελφούς Ράιτ, και έκτοτε έμεινε ισόβια μαγνητισμένος από τα αεροπλάνα και τους αιθέρες. Κατατάχθηκε στη γαλλική αεροπορία και έκανε πτήσεις στη Βόρεια Αφρική ως μέλος του Εναέριου Ταχυδρομείου. Οι εμπειρίες του εκεί ήταν το θέμα του πρώτου του βιβλίου Ταχυδρομείο του Νότου.
Το 1931 συνάντησε – πού νομίζετε; – στην Αργεντινή μια εντυπωσιακή, νέα χήρα ονόματι Κονσουέλο, την οποία προσκάλεσε αμέσως σε πτήση… Στο πιλοτήριο και την ώρα που πετούσε το αεροπλάνο δοκίμασε να τη φιλήσει. Όταν αυτή αρνήθηκε, απείλησε να ρίξει το αεροπλάνο, επειδή τον θεωρούσε άσχημο… Αποτέλεσμα; Λίγο καιρό αργότερα παντρεύτηκαν. Η νύφη – σαν προμήνυμα της μοίρας του γάμου τους – φορούσε μαύρα. Ανήκε, θα ‘λεγε κανείς, στο είδος των γυναικών που, όταν αλλάζουν σύζυγο, διαπραγματεύονται με τον θάνατο. Από τη μια μεριά ο Εξιπερί με τη μανία του για τις πτήσεις, από την άλλη η σύζυγος με την κοινωνική της ζωή, το ζευγάρι γρήγορα άρχισε να ζει χωριστά. Δεν έκαναν παιδί, γιατί, όπως συνήθιζε να λέει ο Εξιπερί, η γυναίκα του είχε τόσο έντονη κοινωνική ζωή που θα ξέχναγε το μωρό σε κανένα ταξί, κάτι που συμβαίνει δυστυχώς και στις μέρες μας.
Για να ξεφύγει από την πλήξη του, αναλάμβανε όλο και πιο επικίνδυνες αποστολές. Σε μια πτήση Παρίσι- Σαϊγκόν, προσπαθώντας να σπάσει το ρεκόρ, έπεσε μαζί με τον μηχανικό του στην έρημο όπου κινδύνευσε να πεθάνει από τη δίψα (τέσσερις μέρες χωρίς νερό). Τους έσωσε ένας Άραβας και αφηγήθηκε την περιπέτεια της πτώσης και της διάσωσης στο βιβλίο του Άνεμος, άμμος και άστρα. Ο Αντουάν ντε Σεν Εξιπερί, με το έργο του και με τις πτήσεις του, έκανε τον εαυτό του μύθο ίσως γιατί δεν χώραγε στον καιρό του. Ακόμα και οι τρόποι του, εξαιρετικά ευγενικοί και αριστοκρατικοί, όπως του ήρωά του, του Μικρού πρίγκιπα, ανήκαν σε έναν άλλο κόσμο. Όταν τέλειωσε τον Μικρό πρίγκιπα, είπε : «Η ζωή δεν έχει πια ενδιαφέρον για μένα».Στη συνέχεια, αυτό που ακολούθησε ήταν η επιστροφή από τη Νέα Υόρκη, η Βόρεια Αφρική, η πτώση στην έρημο και τελικά η εξαφάνιση. Προτού μπει στο αεροπλάνο για την τελευταία του πτήση, λέει στον Λίον Γκρέι, τον Αμερικανό επικεφαλής των αναγνωριστικών πτήσεων: «Κύριε, θέλω να πεθάνω στη Γαλλία ». Και η απάντηση που πήρε ήταν η ακόλουθη: «Δεν μου καίγεται καρφί για ποιον ή πού θέλεις να πεθάνεις. Φτάνει να μην πεθάνεις μέσα σε ένα από τα αεροπλάνα μου». Και είχε πέρα για πέρα δίκιο ο Λίον Γκρέι γι΄αυτό που φοβόταν: Τελικά χάθηκε με ένα από τα αεροπλάνα του. Κλείνοντας αυτό το κείμενο, θα έλεγα ακόμη ότι μπορεί να μην άρεσε στον Εξιπερί η Νέα Υόρκη, αυτή η μητρόπολη του κόσμου, και η γλώσσα που μιλούν σ’ αυτή την πόλη, αλλά, αν θέλουμε να είμαστε δίκαιοι, της οφείλει πολλά. Χωρίς τις άσχημες συνθήκες στις οποίες έζησε εκεί δεν θα είχε γράψει τον Μικρό πρίγκιπα, το βιβλίο που τον έκανε ονομαστό σε όλον τον κόσμο.
——————————–