You are currently viewing Φάνης Κωστόπουλος: ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ  ΣΤΡΙΝΤΜΠΕΡΓΚ ( 1849-1912 ) –  Ο μισογυνισμός στο έργο του και στη ζωή του

Φάνης Κωστόπουλος: ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ  ΣΤΡΙΝΤΜΠΕΡΓΚ ( 1849-1912 ) – Ο μισογυνισμός στο έργο του και στη ζωή του

 

«Ο μισογυνισμός μου είναι καθαρά θεωρητικός, επειδή δεν μπορώ να ζήσω χωρίς τη συντροφιά γυναικών».

ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ  ΣΤΡΙΝΤΜΠΕΡΓΚ

 

Το τρίγωνο, το απλό αυτό γεωμετρικό σχήμα, έχει αναχθεί σε ερωτικό σύμβολο τόσο στη ζωή όσο και στη λογοτεχνία. Υπονοεί τη σχέση ανάμεσα σε τρία πρόσωπα, από τα οποία το ένα, η γυναίκα,  διεκδικείται από τα άλλα δύο, τον σύζυγο και τον εραστή. Η τριγωνική αυτή σχέση ανατρέχει ακόμα και στους πρωτόπλαστους, έστω και με ιδιάζουσα μορφή: Αδάμ, Εύα , Όφις . Ανατρέχει και στις απαρχές του μύθου και του έπους (Αφροδίτη, Ήφαιστος , Άρης… Μενέλαος, Ελένη , Πάρις κλπ.) Στον 19ο αιώνα έγινε και θεατρικός όρος από τους σχολιαστές του Ίψεν (Ιψενικό τρίγωνο ) και ειδικά για τα έργα του Κουκλόσπιτο και Έντα Γκάμπλερ , και τροφοδότησε  αμέτρητα άλλα έργα, προ πάντων του γαλλικού βουλεβάρτου. Ο Στρίντμπεργκ έχει χρησιμοποιήσει συχνά αυτό το ερωτικό σχήμα, αλλά με τον δικό του εκρηκτικό τρόπο. Σε κανένα όμως έργο του το ερωτικό αυτό τρίγωνο δεν είναι τόσο απόλυτο όσο στους Δανειστές. Σε αυτό το έργο δεν υπάρχουν παρά τρία πρόσωπα και τρεις διάλογοι (αλλά, και σ’ αυτούς, το τρίτο πρόσωπο είναι διαρκώς παρόν – απόν). Ίσως γι’ αυτό το λόγο ο Στρίντμπεργκ θεωρούσε τους Δανειστές το πιο αγαπημένο  και το πιο μοντέρνο του έργο.

Ο σύζυγος Γκούσταβ, στο εν λόγω έργο, δεν είναι πια σύζυγος (έχει χωρίσει απ΄ τη Θέκλα), αλλά δεν παύει να αυτοθεωρείται άντρας της, αν και ο εραστής Άντολφ έχει γίνει νόμιμος σύζυγος της Θέκλας. Παντρεύτηκε δηλαδή το «μήλον της έριδος», πράγμα που   προκαλεί «νέαν έριν». Με τη νέα αυτή κατάσταση που διαμορφώθηκε η Θέκλα είναι σύζυγος-ερωμένη και των δύο. Τους αγαπά και τους δύο με τον τρόπο της… Οι ιδιότητές τους, οι ταυτότητές τους και οι δεσμοί τους διαπλέκονται, συμπλέκονται και συγχέονται. Ταυτόχρονα και οι τρεις τους υποκρίνονται, υποδύονται ρόλους: Ο πρώην σύζυγος υποκρίνεται πως είναι κάποιος άγνωστος άλλος, αφού ο νυν σύζυγος δεν είχε συναντήσει ποτέ τον τέως. Πάντως, και οι δυο μαζί στήνουν μια « παράσταση», για να παγιδεύσουν « την άπιστη γυναίκα τους». Εκείνη, με τη σειρά της , θα παίξει μια αυτοσχέδια κωμωδία, ως την τραγική ώρα όπου θα πέσουν οι μάσκες. Ο Στρίντμπεργκ χρησιμοποιεί εδώ και ένα παλιό σκηνικό τέχνασμα : ο θεατής ξέρει περισσότερα από όσα ξέρουν  τα πρόσωπα του έργου. Ο Άντολφ, για παράδειγμα, αγνοεί ποιος είναι στην πραγματικότητα ο Γκούσταβ. Η Θέκλα αγνοεί την παγίδα που της έχουν στήσει  οι δυο σύζυγοι-εραστές, ενώ ο θεατής περιμένει αν και πότε οι θύτες θα αποκαλυφθούν.

Το  παιχνίδι της «θεατρικής»  απάτης, σε τούτο το έργο, έχει   και άλλες πτυχές: τη  σ υ ζ υ γ ι κ ή  α π ά τ η που είχαν διαπράξει οι δυο εραστές  ( Άντολφ και Θέκλα ) την «ισοφαρίζει» ή την τιμωρεί, αν θέλετε, η εξαπάτησή τους από τον απατημένο σύζυγο, που έρχεται όχι τόσο σαν διεκδικητής του μ ή λ ο υ   έ ρ ι δ ο ς, όσο σαν εκδικητής για την απάτη τους και το πάθημά του. Και, για να πάμε  και  στον τίτλο του έργου, θα λέγαμε ακόμη ότι έρχεται και  σαν  « δανειστής » που απαιτεί την εξόφληση του χρέους τους. Οι οικονομικοί όροι πλεονάζουν μέσα σ’ αυτό το έργο, γιατί ο Στρίντμπεργκ, καθώς είναι γνωστό, είχε πάντα μια αγωνία για το χρήμα – ένα διάστημα, μάλιστα, λένε ότι είχε επιδοθεί σε αλχημιστικά πειράματα, προσπαθώντας να φτιάξει χρυσάφι.

Δανειστές, όμως, από μιαν άλλη άποψη, είναι και τα τρία πρόσωπα του έργου. Ο καθένας τους έχει «δανείσει» πολλά στον άλλο. Η Θέκλα (δαιμόνια γυναίκα, σαν την ομώνυμη αγία που είχε ερωτευθεί τον απόστολο Παύλο  και πήγε να τον βρει μεταμφιεσμένη σε άντρα) «δανείστηκε» ή πήρε από τον πρώτο της σύζυγο ( καθηγητή νεκρών γλωσσών, ελληνικών και λατινικών) γνώσεις, τρόπο σκέψης, ακόμη και κυνισμό. Ο καλλιτέχνης Άντολφ, από την πλευρά του, της «δάνεισε» συγγραφική υπόσταση (η Θέκλα γράφει μυθιστορήματα), αυτοπεποίθηση, γνωριμίες και προ πάντων έρωτα, ψυχικό και σαρκικό. Αλλά κι εκείνη δεν πήγε πίσω: «δάνεισε» και στους δυο τη γοητεία της, τη θηλυκότητά της (στοιχεία πολύτιμα και για τον  ίδιο τον συγγραφέα του έργου) και τον έρωτά της ή την ψευδαίσθησή του… Είναι λοιπόν και οι τρεις  δανειστές και οφειλέτες συνάμα. Ο καθένας δηλαδή κάτι πήρε και κάτι έδωσε. Ωστόσο,  για τον Στρίντμπεργκ, ο πιο μεγάλος οφειλέτης είναι η γυναίκα, που παίρνει, παίρνει και τελειωμό δεν έχει – φτάνει μάλιστα στο σημείο ο συγγραφέας ν’ αποκαλεί τη συμπεριφορά της «κλοπή» ή «κανιβαλισμό». Αργότερα πάντως θα χρησιμοποιήσει, στον Χορό του θανάτου,  τον όρο «κανιβαλισμό» και για τον άντρα. Αυτή η άνιση διανομή χρεών από τον συγγραφέα πηγάζει, φυσικά, από την εχθρότητά του για τις γυναίκες, που αποτελεί, θα έλεγε κανείς, πικρό καρπό από την τρικυμισμένη και οδυνηρή σχέση του με την πρώτη του σύζυγο, τη Σίρι φον Έσσε. Πράγματι, η τετραετία 1884-1888 ήταν αληθινά σημαδιακή για τον άνθρωπο και τον συγγραφέα Στρίντμπεργκ. Ο γάμος του με τη Σίρι φον Έσσε ήταν – πιο κομψά δεν λέγεται – κόλαση. Ο Στρίντμπεργκ ζήλευε τρομερά τη Σίρι, που την είχε χωρίσει από τον άντρα της βαρόνο Βράνγκελ και την παντρεύτηκε το 1877. Την κατηγορούσε ότι είχε ερωτικές σχέσεις όχι μόνο με έναν ηθοποιό (επειδή και αυτή ήταν ηθοποιός), αλλά και με μια φίλη της, και ακόμα ότι τα παιδιά τους δεν είναι δικά του…Αυτός είναι κι ο λόγος που ο Στρίντμπεργκ στάθηκε στη ζωή του πολέμιος του Ερρίκου Ίψεν, που υποστήριζε τη χειραφέτηση των γυναικών (Κουκλόσπιτο  κλπ. ).

Ο μισογυνισμός του πέρασε  και στα μεγάλα έργα της πρώτης του ωριμότητας. Σε όλα τούτα τα έργα οι γυναίκες – με  εξαίρεση την Ελεονώρα, την ηρωίδα του Πάσχα  (πρότυπο της οποίας ήταν μια από τις αδελφές του συγγραφέα), που υποφέρει για τους άλλους και που οι άλλοι τη θεωρούν τρελή – καθρεφτίζουν με τη στάση τους  το οικογενειακό  δράμα του συγγραφέα. Στο πρώτο από αυτά τα έργα, στους Συντρόφους, γραμμένο το 1886-87, στο στυλ της γαλλικής comédie ηθών (επίδραση από τη διαμονή του Στρίντμπεργκ στο Παρίσι τον προηγούμενο χρόνο), ο τόνος ήταν ακόμη ήπιος. Στο αντιφεμινιστικό αυτό έργο παρουσιάζεται μια ζωγράφος που προσπαθεί να υποκλέψει από τον σύντροφό της (επίσης ζωγράφο και πολύ καλύτερό της) την τέχνη του και τη φήμη του. Σατιρική επίθεση, θα λέγαμε, κατά της ισότητας των δύο φύλων και της χειραφέτησης των γυναικών. Οι Σύντροφοι, όμως, δεν είναι παρά το «γελαστό προανάκρουσμα» σε αυτή τη σειρά έργων. Την αληθινή μάχη των δύο φύλων, σε όλη την αγριότητά της, θα την εκφράσει ο Στρίντμπεργκ το 1887 στον Πατέρα. Στο έργο αυτό παρουσιάζονται αντιμέτωποι ένας λοχαγός του ιππικού (το όνομά του δεν αναφέρεται ποτέ) και η γυναίκα του Λάουρα. Είκοσι χρόνια ο έξυπνος, μορφωμένος και δυνατός αυτός άνθρωπος «λεηλατείται» από την αμόρφωτη γυναίκα του που μόνα της όπλα έχει τη διαβολική πονηριά και την αδίστακτη έλλειψη κάθε ηθικής και κάθε συμπόνιας. Και τι δεν του έκανε αυτή η γυναίκα για να τον εξοντώσει! Του κατέστρεψε το κτήμα του και τις επιστημονικές του μελέτες, κατάφερε να διώξει τον μοναδικό του φίλο και διαφωνώντας για την εκπαίδευση της κόρης τους,  τον αφήνει να πιστέψει πως δεν είναι δικό του παιδί… Μια ολόκληρη συμμαχία γυναικών (η γυναίκα του, η πεθερά του και η νταντά του) ξεσηκώνεται εναντίον του και τον κάνει όλο και πιο έξαλλο, όλο και πιο μανιακό. Και με αυτό τον απάνθρωπο και σατανικό τρόπο η γυναίκα του καταφέρνει να κηρυχθεί τρελός, ενώ η γριά νταντά του θα μπει στον κόπο να του φορέσει τον ζουρλομανδύα, με την ίδια «τρυφερότητα» που τον έντυνε άλλοτε, όταν ήταν μικρό παιδάκι. Και το κατορθώνει γιατί εκείνος νομίζει ότι ενεργεί για το καλό του. Ο θρίαμβος της γυναίκας του δεν θα κρατήσει πολύ. Ο λοχαγός προσβάλλεται από αποπληξία και πεθαίνει. Ο Φρειδερίκος Νίτσε, αφού διάβασε, με βαθιά συγκίνηση, δυο φορές τον Πατέρα, έγραψε στον Στρίντμπεργκ, για να του πει πόσο μεγάλη ήταν η κατάπληξή του για το έργο αυτό, που «εκφράζει την αντίληψή μου για τον έρωτα – που μέσο του είναι ο πόλεμος και  ουσία του το θανάσιμο μίσος των δύο φύλων». Πάντως, είναι βέβαιο πως, σε τούτο το έργο, ο  λοχαγός είναι, πάνω απ’ όλα, ο ίδιος ο Στρίντμπεργκ, με τις  πνευματικές του δραστηριότητες και τις ανθρώπινες αδυναμίες του, με τον τρόμο του για τη γυναικεία απληστία και με τις αμφιβολίες του για τη γνησιότητα των παιδιών του, και ακόμα με την ταραγμένη πνευματική και ψυχική του ισορροπία μπροστά στη σατανικότητα του γυναικείου φύλου.

Τον άλλο χρόνο, το 1888 , γράφει τη Δεσποινίδα Τζούλια (ο σωστός τίτλος είναι Δεσποινίς Julie – με γαλλικό το όνομα της σνομπ ηρωίδας), που είναι, για πολλούς, το πιο ονομαστό έργο του. Πρόκειται για την ιστορία μιας περήφανης και νευρωτικής αριστοκράτισσας, που παραδίνεται στον υπηρέτη της και φτάνει στον αυτοαφανισμό. Η ηρωίδα αυτή δεν συμβολίζει μόνο τη μάχη των δύο φύλων, αλλά και τη μάχη δύο κόσμων: της παρακμασμένης και φθίνουσας αριστοκρατίας, από τη μια μεριά,  και του πρωτόγονου, άξεστου, αλλά  γεμάτου δύναμη και ορέξεις λαού, που όλο ανεβαίνει, από την άλλη. Στην πάλη, λοιπόν, τ ω ν  δ ύ ο   φ ύ λ ω ν, σε τούτο το έργο, έρχεται να προστεθεί και η π ά λ η  τ ω ν  τάξεων, η πάλη που στοίχειωσε από παιδί τον Στρίντμπεργκ, «τον γιο της δούλας» (η μητέρα του ήταν υπηρέτρια στο σπίτι του πατέρα του, πριν τη στεφανωθεί)… Η εποχή που γράφτηκε το έργο ήταν κρίσιμη, η αριστοκρατία δεν είχε ξεπέσει ακόμα ολότελα και ο λαός δεν είχε σηκώσει ολότελα κεφάλι – και αυτό δίνει ακόμα μεγαλύτερη ένταση στο θεατρικό αυτό έργο, όπου η σκιά του Κόμη πιέζει ακόμα τυραννικά τον φιλόδοξο υπηρέτη. Αλλά και σήμερα ακόμη, η Δεσποινίς Τζούλια διατηρεί τη δύναμη του συμβολισμού της, σαν μάχη όχι μόνο των δύο φύλων, αλλά και των κοινωνικά, πνευματικά και ψυχικά αταίριαστων κόσμων. Με κοφτερό νυστέρι ο Στρίντμπεργκ ανατέμνει τα θεατρικά του πρόσωπα και τις καταστάσεις. Η ηρωίδα αυτού του έργου, η μίσανδρη και υστερική Τζούλια, που ανεμίζει την υπεροψία της πάνω απ΄το κεφάλι της σαν πολεμική σημαία, έφτασε στο σημείο να κάνει αυτή τη σημαία στρώμα του πιο εξευτελιστικού και ζωώδους έρωτα. Η απεικόνιση αυτής της ηρωίδας φτάνει σε αληθινά τραγική κορύφωση. Στον πρόλογό του ο Στρίντμπεργκ περηφανεύεται, όχι άδικα, ότι προίκισε τον χαρακτήρα της ηρωίδας του με «πολλαπλά κίνητρα», κάτι που είναι  τελείως αντίθετο από τα μονοκόμματα πρόσωπα του θεάτρου της εποχής του.

*

Δεν νομίζω πως είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς ότι οι κατήγοροι του ωραίου φύλου, οι περισσότεροι τουλάχιστον, αγαπούσαν πολύ τις γυναίκες. Τρανή απόδειξη ο ίδιος ο Στρίντμπεργκ. Μπορεί να υποστήριζε ότι «ο άντρας είναι το πιο ευγενικό φύλο, αλλά και το πιο εξασθενημένο από τον πολιτισμό, και γι’ αυτό είναι καταδικασμένο να συντρίβεται από το πιο πρωτόγονο και ισχυρό γυναικείο φύλο». Ωστόσο, δεν δίσταζε να ομολογεί απερίφραστα: «Ο μισογυνισμός μου είναι η ανεστραμμένη εικόνα του τρομερού πόθου μου για το γυναικείο φύλο». Αυτή η ομολογία του Στρίντμπεργκ μού φέρνει στη μνήμη τα λόγια που είπε ο André  Maurois για τον Μπάιρον και τις γυναίκες: «Τις λάτρευε γιατί τις μισούσε. Τις μισούσε γιατί τις λάτρευε». Μπορεί να ήταν λιγότερο τεχνίτης από τον Ίψεν, τον ξεπερνούσε όμως σε πάθος και προδρομικότητα. Αν ο Ίψεν θεμελίωσε το θέατρο της εποχής του, ο Στρίντμπεργκ έβαλε τις βάσεις για το θέατρο των  καιρών που έρχονταν, και έγινε ο προφήτης και ο πρόδρομός του.

————————

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.