Αλίμονο στη χώρα που έχει ανάγκη από ήρωες !
Μπερτόλτ Μπρεχτ Γαλιλαίος.
Είναι αλήθεια ότι οι απόψεις του Μπρεχτ για το θέατρο προκαλούν συχνά διαφωνίες που οδηγούν σε απλουστεύσεις και ακρωτηριασμούς. Θαυμαστές και πολέμιοι ταμπουρώνονται πίσω από ορισμένα κείμενα και ξοδεύουν τον χρόνο τους σε άγονες διενέξεις, ξεχνώντας πως θα έπρεπε να τοποθετήσουν το πρόβλημα που τους χωρίζει σε μια γενικότερη προοπτική. Και αυτό όχι μόνο γιατί όποιος διατείνεται ότι παίζει τον Μπρεχτ στα δάχτυλα εμπνέει δικαιολογημένη δυσπιστία, αλλά και γιατί το ογκώδες έργο του – που αποθαρρύνει μια προσπάθεια να διαβαστεί ολόκληρο — απαιτεί προσεκτικό διάβασμα. Τα Άπαντα του Μπρεχτ είναι γνωστό ότι καλύπτουν κάπου οχτώ χιλιάδες σελίδες. Από αυτές τις σελίδες, τρεις χιλιάδες είναι τα θεωρητικά του κείμενα για το θέατρο. Και πρέπει ακόμα να πούμε ότι λίγοι τις έχουν διαβάσει στο ακέραιο και ακόμα πιο λίγοι μπορούν ν’ανακαλέσουν στη μνήμη τους τα όσα διάβασαν. Τώρα, πρόσφατα, το 2023, αν δεν κάνω λάθος, από τον εκδότη του στη Γερμανία, τον ποιοτικό εκδοτικό οίκο Sahrkamp, κυκλοφόρησε ένας εντυπωσιακός τόμος 750 σελίδων, όπου συγκεντρώθηκαν 75 άγνωστες συνεντεύξεις που έδωσε ο Μπρεχτ σε όλο τον κόσμο, μεταξύ 1926-1956, μέσα από τις οποίες ρίχνει ένα αλλιώτικο φως στην καλλιτεχνική του δραστηριότητα. Επομένως οι καβγάδες γίνονται – τις πιο πολλές φορές τουλάχιστον –χωρίς να έχουν διαβαστεί εκατοντάδες, αν όχι χιλιάδες σελίδες των θεωρητικών κειμένων του. Αυτά τα λίγα για τους θαυμαστές και πολέμιους του έργου του.
Στα 58 χρόνια που έζησε, ο Μπρεχτ-άνθρωπος και ο Μπρεχτ-δραματουργός γνώρισαν τις πιο απίθανες και τις πιο πικρές περιπέτειες. Η οδύσσεια του Μπρεχτ αρχίζει το1898, τη χρονιά που γεννήθηκε στο Augsburg. Ο πατέρας του ήταν αστός, αλλά η μητέρα του ερχόταν από τον Μέλανα Δρυμό – και αυτό ο Μπρεχτ δεν το ξέχασε ποτέ: « Εγώ, ο Μπερτόλτ Μπρεχτ, έρχομαι από τα μαύρα δάση. Η μάνα μου ήρθε στις πολιτείες όταν με κρατούσε ακόμα στο κορμί της: η παγωνιά του μαύρου δάσους θα μείνει μέσα μου ως την ημέρα του θανάτου μου ». Ο μικρός Μπερτ, όπως τον φώναζαν, παίρνει την τυπική αστική μόρφωση και στα 18 του χρόνια μπαίνει στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου, για να σπουδάσει γιατρός. Αλλά ο Α΄ Παγκόσμιος πόλεμος έχει ξεσπάσει. Νοσοκόμος στα μετόπισθεν, ο Μπρεχτ που, έφηβος ακόμα, γνώρισε τη φρίκη της ανθρώπινης σφαγής, γράφει τα πρώτα του επαναστατικά ποιήματα, τα οποία τραγουδάει τα βράδια στους τραυματίες, παίζοντας την κιθάρα του. Όταν τέλειωσε ο πόλεμος, γύρισε πάλι στο Μόναχο, αλλά η ιατρική ήταν πια πολύ μακριά. Τα αυτοσχέδια επαναστατικά τραγούδια του νοσοκομείου τού είχαν δείξει τον δρόμο για την ποίηση και την επανάσταση. Ενώνεται τότε με άλλους « οργανωμένους νέους » της εποχής του κάτω από τη σημαία της κοινωνικής, πνευματικής και καλλιτεχνικής ανταρσίας. Ο Μπρεχτ ανδρώθηκε μέσα στη δεκαετία της βασιλείας του Εξπρεσιονισμού ( 1915-1925).Οι προφήτες του κινήματος είχαν δώσει τα πρώτα τους έργα, όταν ο Μπρεχτ έγραψε το πρώτο του δράμα: Βάαλ, το 1918, ένα κυνικό και βίαιο έργο που ξάφνιασε τη μπουρζουαζία. Τρία χρόνια αργότερα παίρνει το Βραβείο Kleist με τα Τύμπανα μες τη νύχτα, μια πικρή κωμωδία γύρω στο γνωστό θέμα του στρατιώτη, που γυρνώντας απ’ το μέτωπο, βρίσκει την γυναίκα του στην αγκαλιά ενός άλλου. Οι κοινωνικές και αισθητικές ιδέες του τον οδηγούν γρήγορα στον μαρξισμό και στη συνεργασία με τον κομμουνιστή σκηνοθέτη Erwin Piscatori, τον «εφευρέτη», όπως έλεγε ο ίδιος, του «επικού θεάτρου», που κορυφαίος δημιουργός αυτού του θεάτρου θα γινόταν ο Μπερτόλ Μπρεχτ. « Εκείνο που έχει σημασία » λέει ο Piscatori «δεν είναι οι σχέσεις του ανθρώπου με τον εαυτό του ούτε με τον Θεό, αλλά με την κοινωνία». Χαρακτηριστική έκφραση αυτής της αισθητικής είναι το έργο του Ernst Toller Ο άνθρωπος και η μάζα ( 1920 ). To πρώτο «επικό» έργο του Μπρεχτ έχει συγγενικό τίτλο, αλλά λιγότερο μαζικό: Ο άντρας είναι άντρας, 1926 , όπου ένας ειρηνικός εργάτης γίνεται, χωρίς να το καταλάβει, στρατιώτης, και μεταμορφώνεται σε άγριο πολεμιστή ενός ιμπεριαλιστικού κράτους – του βρετανικού φυσικά. Το περίεργο είναι ότι κανένα από τα « επικά » ή τα « διδακτικά » έργα του ( Μαχαγκόνι 1927 , Η εξαίρεση του κανόνα 1930 ) δεν του έδωσε την πλατειά αναγνώριση. Η τύχη έφερε έτσι τα πράγματα, ώστε ο Μπρεχτ, για πολλά χρόνια, να χρωστάει τη φήμη του όχι σε καθαρά δικό του έργο, αλλά στη διασκευή της Όπερας του ζητιάνου του άγγλου συγγραφέα John Gay ( 1728 ), την οποία έκανε το 1928 με τίτλο Η όπερα της πεντάρας. Πάντως και εδώ ακόμα μπόρεσε να δώσει θέση στον αναρχικό σαρκασμό του και να μεταμορφώσει τη σάτιρα του άγγλου συγγραφέα σε επαναστατικό τραγούδι.
Η άνοδος του Χίτλερ ήρθε να δώσει τέλος σε όλα αυτά. Η βίαιη αντίδραση του Μπρεχτ στην ιδεολογική, πολιτική και φυλετική κτηνωδία του Εθνικοσοσιαλισμού ( που εκφράζεται χαρακτηριστικά στο σπονδυλωτό έργο του Ο τρόμος και η αθλιότητα του Γ΄ Ράιχ ) προκάλεσε όπως ήταν επόμενο, τη καταδίωξή του. Κυνηγημένος, ο Μπρεχτ , πέρασε στην Ευρώπη, την Ασία, έφτασε ως την Κίνα και από εκεί στην Αμερική, τη μεγάλη χώρα του καπιταλισμού. « Διασχίζαμε την πάλη των τάξεων, αλλάζοντας χώρες πιο συχνά παρά παπούτσια », λέει στο υπέροχο έργο του Μάνα κουράγιο. Εκεί, στην εξορία , γράφει τα ωριμότερα έργα του, που για χρόνια θα μείνουν άπαιχτα κι άγνωστα:(Μάνα κουράγιο , 1938, Γαλιλαίος 1939, Ο καλός άνθρωπος του Σέτσουαν, 1940, Ο κύκλος με την κιμωλία, 1945 ).
Είναι δύσκολο να αποδώσει κανείς πιστά την ένταση κάτω από την οποία ζούσαν οι γερμανοί εξόριστοι στις Ηνωμένες Πολιτείες κατά τη δεκαετία του 1940. Και είναι ακόμα πιο δύσκολο να φανταστεί κανείς τις πιέσεις – τόσο τις νομικές όσο και τις ηθικές –, που επιβάλλονταν στους αριστερούς συγγραφείς στη μεγάλη αυτή χώρα του καπιταλισμού. Ένας από τους συγγραφείς αυτούς ήταν κι ο συγγραφέας του Γαλιλαίου. Ο Μπρεχτ μπήκε στις Ηνωμένες Πολιτείες μαζί με τη γυναίκα του και τα παιδιά του στις 21 Ιουλίου 1941. Το FBI του άνοιξε αμέσως φάκελο με την ένδειξη: « Εσωτερική Ασφάλεια – Έλεγχος Εξωτερικού Εχθρού ». Το 1943 υπήρχε στην Ουάσιγκτον πλήρης φάκελος με την δραστηριότητα του Μπρεχτ. Το ενδιαφέρον του FBI για τον Μπρεχτ στηριζόταν στη διαπίστωση των πολιτικών πεποιθήσεων του συγγραφέα. Από τον φάκελο μπορεί κανείς να εκτιμήσει τις απόψεις του FBI για τον `Μπρεχτ ως πρώην μέλος του κομμουνιστικού μηχανισμού. Υπάρχουν καταθέσεις γερμανών μεταναστών σχετικά με τις πολιτικές πεποιθήσεις και τον χαρακτήρα του Μπρεχτ. Και να φανταστεί κανείς ότι την εποχή εκείνη η συμμαχία των ΗΠΑ με τη Σοβιετική Ένωση βρισκόταν στο απόγειό της. Πάντως, είναι αλήθεια ότι σε αυτή τη χώρα έζησε, όσο ελάχιστες κι αν ήταν, και καλές στιγμές: Το 1943 έφυγε από την Καλιφόρνια, όπου έμενε, και πήγε στη Νέα Υόρκη, όπου το Βήμα Ελεύθερης Γερμανικής Τέχνης και Λογοτεχνίας, οργάνωση των μεταναστών, έδωσε μια «Βραδιά Μπρεχτ», την οποία παρακολούθησε το μεγαλύτερο μέρος της εξόριστης γερμανικής παροικίας της Νέας Υόρκης.
Εδώ πρέπει να συμπληρώσουμε, αν θέλουμε να είμαστε δίκαιοι, ότι ο φάκελος του FBI περιέχει επίσης εκτεταμένη τεκμηρίωση για τις επαφές του Μπρεχτ με τους αριστερούς μεταναστευτικούς κύκλους και με φυσιογνωμίες της Αριστεράς, όπως ο εκδότης Βίλαντ Χερτσφέλντε και ο μαρξιστής θεωρητικός Άλφρεντ Καντόροβιτς. Η φήμη θα του χτυπήσει την πόρτα μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, όταν θα γυρίσει πάλι στην πατρίδα, όπου θα ιδρύσει μαζί με τη γυναίκα του, την ηθοποιό Helen Weigel, τον περιλάλητο θίασο Berliner Ensemble στο Ανατολικό Βερολίνο. Μόνο τότε άρχισαν τα έργα του να «επικοινωνούν» με το θεατρόφιλο κοινό της Γερμανίας και της υπόλοιπης Ευρώπης, και να δίνουν στον δημιουργό τους τη θέση που του ταιριάζει ανάμεσα στους πιο μεγάλους θεατρικούς συγγραφείς της εποχής μας.
Ο Μπρεχτ δεν είναι μόνο επαναστάτης στις ιδέες, αλλά και στη μορφή. Τα έργα του δεν ακολουθούν την πεπατημένη του παλαιότερου θεάτρου. Αλλά και δεν αρνούνται καμία από τις κατακτήσεις του: χρησιμοποιούν την «αλήθεια» του ρεαλισμού και τον συμβολισμό του εξπρεσιονισμού, τα διδάγματα ακόμη του ρωσικού θεάτρου και την «αφαίρεση» του κινέζικου. Έτσι φτάνουν σε μια θεατρική μορφή, όπου ο χώρος και ο χρόνος έχουν ολότελα σχετική σημασία, όπου η ενότητα της δράσης καταργείται και όπου η αφήγηση, η μουσική, το τραγούδι και ο χορός βρίσκονται σε αδιάσπαστη συνοχή με τον ποιητικό λόγο και τη δραματική πράξη. Ο ίδιος ο Μπρεχτ εξηγεί έτσι τον υμέναιο αυτό: «Ένας άνθρωπος που αγωνιά είναι κάτι πραγματικό, αλλά αν αρχίσει να τραγουδάει, ο θεατής μεταφέρεται σε σφαίρα μαγείας, και τόσο περισσότερο χαίρεται το θέαμα, όσο πιο έντονη είναι η μαγεία αυτή».
Όταν παρουσιάστηκα στην Κόρινθο για τη βασική εκπαίδευση στο στρατό, κάποια μέρα ο λόχος μου έκανε, με πλήρη εξάρτυση, πορεία με προορισμό τον Ακροκόρινθο. Είχε μπει ο Ιούλιος και τον λόχο ακολουθούσαν στην πορεία πλανόδιοι μικροπωλητές με λεμονάδες και πορτοκαλάδες, εκμεταλλευόμενοι την αφόρητη ζέστη που έφερνε δίψα. Φυσικά, τη λεμονάδα, εν ώρα πορείας και με τέτοια ζέστη, την πουλούσαν σε διπλή, αν όχι και σε τριπλή τιμή. Την ώρα, λοιπόν, που πλήρωνα τη λεμονάδα, λόγω των συνθηκών στη μαύρη αγορά, είπα, με κάποια δόση ειρωνείας, στον μικροπωλητή που δεν με κατάλαβε βέβαια: « ‘Ούτε Μάνα κουράγιο’ να ‘σουνα !». Εκείνη την έτρεφε ο πόλεμος και τον πλανόδιο μικροπωλητή ο στρατός. Με αφορμή τώρα αυτό το περιστατικό θυμάμαι ότι πρέπει να ήταν αρχές της δεκαετίας του ’70, αν δεν με απατά η μνήμη μου όπως η Αφροδίτη τον Ήφαιστο, όταν είδα στο Εθνικό θέατρο τη Μάνα κουράγιο του Μπρεχτ με την Κατίνα Παξινού στον ομώνυμο ρόλο. Αν και το έργο δεν μου ήταν άγνωστο γιατί το είχα διαβάσει, ήταν η πρώτη φορά που ερχόμουν σε επαφή με το επικοκοινωνικό θέατρο του Μπρεχτ. « Χρονικό του Τριακονταετούς Πολέμου ( 1618-1648 ) » ονομάζει το έργο του ο συγγραφέας. Φυσικά ο Μπρεχτ δεν κάνει ιστορία. Η Μάνα κουράγιο είναι η τραγωδία εν καιρώ πολέμου. Η εποχή και το κλίμα που γράφτηκε, μαζί με τα βασικά θεατρικά και κοινωνικά «πιστεύω» του Μπρεχτ, αποτελούν το κλειδί για την ερμηνεία του έργου. Το 1938 ο Μπρεχτ βρισκόταν εξόριστος στις σκανδιναβικές χώρες. Εδώ και πέντε χρόνια, από το 1933, περνούσε, από τόπο σε τόπο, ίδια όπως η Μάνα του έργου σέρνει, από χώρα σε χώρα, το καρότσι με τις πραμάτειες και τα παιδιά της, που θρέφει ο Πόλεμος. Σ’αυτή τη γυναίκα και σ’αυτό το καρότσι είδε ο Μπρεχτ το σύμβολο της εξορίας του, αλλά και της εξορίας γενικότερα… Και η εξορία αυτή γινόταν ακόμα τραχύτερη, επειδή σύννεφα βαριά σκέπαζαν τον ουρανό της πατρίδας του και της Ευρώπης ολόκληρης. Ο χιτλερισμός βασίλευε στη Γερμανία και ο πόλεμος ερχόταν αναπότρεπτος. Είναι η χρονιά του 1938 και ο Μπερτόλ Μπρεχτ – εξόριστος, κυνηγημένος και άστεγος – γράφει τη Μάνα κουράγιο: ένα έργο για τον πόλεμο, ένα έργο απ’ τον πόλεμο, ένα έργο ενάντια στον πόλεμο.
Η Μάνα κουράγιο δεν είναι μια κοινή αντιπολεμική προπαγάνδα, ούτε είναι ένα δράμα με αντιπολεμική θέση, όπου προβάλλονται μηχανικά οι καταστροφές του πολέμου και οι συμφορές των απλών ανθρώπων από τον πόλεμο. Ο Μπρεχτ προχωρεί πολύ πιο βαθιά: εικονίζει τον ρόλο που παίζουν οι απλοί άνθρωποι στον πόλεμο. Δεν τους παρουσιάζει μόνο ως θ ύ μ α τ α του πολέμου, αλλά και σαν δ ρ ά σ τ ε ς. Ακούσιοι βέβαια, αλλά σίγουρα δ ρ ά σ τ ε ς… Δεν είναι ολότελα α θ ώ ο ι… Έχουν και αυτοί την ε ν ο χ ή τους. Μόνο που σ’ αυτή τους σπρώχνει μια αναπότρεπτη ανάγκη και γίνονται χωρίς να το θέλουν έμποροι του πολέμου. Μικροί έμποροι, βέβαια, και με μικρά κέρδη – είναι όμως η μόνη λύση που τους μένει. Ο Πόλεμος – φτάνουν στο σημείο να παραδεχτούν – τρέφει καλύτερα τους ανθρώπους, γιατί γίνεται για το καλό του εμπορίου.
Έτσι ο Πόλεμος- για την Άννα Φίρλινγκ, τη Μάνα να κουράγιο, που γυρίζει με το καρότσι της σε όλα τα στρατόπεδα και πουλάει την πραμάτεια της – είναι το ψωμί της. Με άλλα λόγια συμβιβάζεται με τον Πόλεμο και τον Θάνατο. Οι συμβιβασμοί όμως των ανθρώπων έχουν και βαρύ τίμημα. Αφού, λοιπόν, κερδίζει η Μάνα κουράγιο το ψωμί της από τον Πόλεμο, πρέπει να του πληρώσει και τον φόρο του. Και η Άννα Φίρλινγκ θα πληρώσει το ταπεινό κέρδος που της δίνει ο Πόλεμος με το ακριβότερο νόμισμα – τη ζωή των παιδιών της.
Ο άνθρωπος του Μπρεχτ, θα έλεγα συμπερασματικά, γεννιέται καλός , αλλά γίνεται κακός, επειδή τον διαφθείρει και τον σκληραίνει η κοινωνία και η ζωή. Η φτώχεια τον κάνει αδίσταχτο, τα πλούτη άπληστο, η δύναμη τυραννικό, η αδυναμία χαμερπή. Έτσι, το αγαθό αυτό ον μεταμορφώνεται από την ανάγκη σε κοινωνικό θηρίο. Ο ίδιος είπε σε μια άλλη φάση της ζωής του ότι ό λ α δ ι ο ρ θ ώ ν ο ν τ α ι , ε κ τ ό ς α π ό τ ο ν ά ν θ ρ ω π ο ( Ιστορίες του κ. Κόυνερ ).
——————————–