Αποσιώπησα από τον τίτλο του κειμένου τον αριστοκρατικό του τίτλο, για να μην ενοχλούνται μερικοί που πιστεύουν ότι όπως από τη Ν α ζ α ρ έ τ, έτσι και από την αριστοκρατία δεν μπορεί να βγει κάτι καλό και μεγάλο. Και αυτό όχι μόνο εδώ, αλλά και στην ίδια την πατρίδα του. Πράγματι, όταν στην Επιθεώρηση του Εδιμβούργου δημοσιεύτηκε για τις Ώρες Οκνηρίας του νεαρού τότε Μπάιρον μια κριτική που έσταζε δηλητήριο, ο μεγάλος ρομαντικός ποιητής Wordsworth μπήκε στο διαμέρισμα του Τσαρλ Λαμπ, κρατώντας το περιοδικό και λέγοντας: «Ορίστε! Ένας νεαρός ποιητής, ένας Λόρδος, δημοσίευσε ένα μικρό βιβλίο με τραγούδια και του επιτίθενται, σαν να μη μπορεί να είναι ποιητής, αν δεν ζει σε υπόγειο ή σε καμιά σοφίτα. Εγώ πιστεύω ότι ο νέος αυτός, αν συνεχίσει, θα γίνει κάτι». Το μίσος αυτό για την αριστοκρατική καταγωγή του ποιητή δεν εμποδίζει, βέβαια, ετούτες τις μέρες του Απρίλη, τον υπόλοιπο πνευματικό κόσμο να γιορτάσει, με διάφορες εκδηλώσεις, τα διακόσια χρόνια από τον θάνατό του στην ιερή πόλη του Μεσολογγίου.
Γεννήθηκε στο Λονδίνο, ένα χρόνο πριν από τη Γαλλική Επανάσταση, στις 22 του Γενάρη. Στην ιστορία και έξω από την πνευματική του δημιουργία, συγκαταλέγεται ανάμεσα στους ωραίους και γυναικοφίλητους άντρες, ενώ η γενναιότητα – μια αρετή που δεν περιφρονεί τους ποιητές, αν θυμηθεί κανείς τον Μαβίλη ή τον Αισχύλο – δεν του έλειψε ούτε στα παιδικά του χρόνια. Ο ίδιος μάλιστα στον Τσάιλντ Χάρολντ, το έργο που, σε μια μόνο νύχτα, τον έκανε διάσημο, λέει σε δική μου απόδοση :
Κι αν υψώνω τη φωνή μου, δε σημαίνει
Πως ό,τι με βασανίζει τ’ αποφεύγω:
ας μιλήσει όποιος με είδε να γέρνω
δίχως κουράγιο μια στιγμή στη ζωή μου
ή να τα χάνω από την ταραχή μου.
Αν τώρα κοντά σ’ αυτές τις δυο αρετές – την ομορφιά και το θάρρος – προσθέσει κανείς και τον πρόωρο θάνατο (19 του Απρίλη 1824) καταλαβαίνει πολύ καλά ότι αυτοί οι τρεις χαρακτηρισμοί: t h e y o u n g, t h e b e a u t I f u l, t h e b r a v e , δεν στολίζουν μόνο το οικογενειακό του οικόσημο, αλλά και εκφράζουν, πέρα για πέρα, τον ίδιο το ποιητή.
Δυο πράγματα ακόμη που δεν χώρεσαν στο οικόσημο – ένα οικόσημο εμπιστοσύνης, μιας και σε βεβαιώνει στα λατινικά: Crede Biron – ήταν οπωσδήποτε το ταξίδι και η φιλία. Ο ποιητής ταξιδεύει σε όλη τη σύντομη ζωή του, ακόμη και στην ποίησή του. Ο Τσάιλντ Χάρολντ, ο Δον Ζουάν – ποιητικοί ήρωες που είναι πιστά αντίγραφα του εαυτού του σε νεανική και ώριμη ηλικία – διασχίζουν τις ίδιες θάλασσες και βλέπουν τα ίδια μέρη με τον δημιουργό τους, κάποτε μάλιστα έχουν και τις ίδιες περιπέτειες.
Έτσι, λοιπόν, η Πορτογαλία, η Ισπανία, η Ιταλία, η τουρκοκρατούμενη Ελλάδα, οι ακτές της Μικράς Ασίας, ακόμη και αυτή η Βασιλεύουσα – τόποι που γνώρισαν το δύσκολο, πηδηχτό βάδισμα της αναπηρίας του- καθρεφτίζονται με τα ήθη τους, τις φυσικές ομορφιές τους και το ένδοξο παρελθόν τους μέσα στις ποιητικές του σελίδες, που κράτησαν σκυφτή επάνω τους ολόκληρη την Ευρώπη του 19ου αιώνα, από τον Γκαίτε και τον Σταντάλ ως τον Πούσκιν και τον Ουγκώ. Δεν είναι λοιπόν υπερβολικός ο προσκυνητής ήρωας του ποιητή, όταν στον Childe Harold’ s Pilgrimage, στη δεύτερη στροφή του τρίτου άσματος σε δική μου πάλι απόδοση λέει:
Ανάμεσα στα πόδια μου τα κύματα σκιρτούν,
Όπως ο κέλης που ξέρει τον καβαλάρη του.
And the waves bound beneath me as a steed
That knows his rider….
Οι στίχοι του Μπάιρον, θα ‘λεγα ακόμα, δικαιώνουν τον Οδυσσέα Ελύτη που ισχυρίζεται με απόλυτη βεβαιότητα ότι
Κανένα κύμα δεν κρατάει στο στήθος του κακία.
( Προσανατολισμοί )
Σε κάθε του ταξίδι θα τον συνοδεύει και ένας φίλος, είτε παλιός συμμαθητής που λέγεται Χόμπχάουζ, είτε αδελφική, ποιητική ιδιοσυγκρασία που πέρασε στην αιωνιότητα ως Σέλλεϋ. Και τούτο, βέβαια, γιατί το αίσθημα της φιλίας (που κάποτε μπερδεύεται και με το ερωτικό στοιχείο) σφραγίζει όλη τη ζωή του Μπάιρον. Από τα σχολικά του χρόνια ακόμα θα νιώθει την ανάγκη μιας αληθινής και σταθερής φιλίας. «Δεξιά μου ο Λ ο γ κ, αριστερά μου ο Τ ο μ Γ ο υ ί λ ν τ μ α ν », θα γράψει στις 26 Ιουνίου 1805 στην πρώτη σελίδα του βιβλίου Graeci Scriptores, απαθανατίζοντας έτσι δυο σίγουρους φίλους , που γνώρισε ως μαθητής την εποχή εκείνη που φοιτούσε στο Χάροου. Αργότερα, όταν η λογοτεχνική δόξα του χτύπησε τη πόρτα, η φιλία του με τον συγγραφέα του Ιβανόη έγινε ακόμα πιο στενή με την ανταλλαγή δώρων, ενώ από τη μεριά του Μπάιρον μπορούμε να προσθέσουμε και την αφιέρωση του Κάιν. Ακόμα και όταν πρωτογνωρίζει έναν λαό, βασικό του κριτήριο είναι η φιλία. Έτσι λοιπόν για τους πολεμόχαρους Αλβανούς του Αλή Πασά θα γράψει στον Τσάιλντ Χάρολντ :
Πόσο θανάσιμη η οργή τους! Αλλά η φιλία τους σίγουρη.
Their wrath how deadly! But their friendship sure.
Δεν ήταν όμως λίγες και οι φορές που έβρισκε τους ανθρώπους ανίκανους να κρατήσουν ψηλά το λάβαρο της φιλίας. Τότε ένιωθε μια βαθιά απογοήτευση και τον έπνιγε η εγκατάλειψη και η μοναξιά. Πράγματι, η έλλειψη αληθινού φίλου ανάμεσα σ’ εκείνους που τον κολακεύουν και του ζητούν την ευεργεσία του τον έκανε να νιώθει αφάνταστα μόνος στη ζωή – αυτός, που, για την ποιητική του και μόνο ιδιοσυγκρασία, θεωρούνταν ευνοημένο παιδί της μοναξιάς. Ας δούμε όμως τώρα πώς ανοίγει την καρδιά του σε μια από τις στροφές που αφιέρωσε στον παλιό του φίλο Τόμας Μουρ, ένα σύγχρονό του ιρλανδό ποιητή, του οποίου την ποίηση θαύμασε και μιμήθηκε στα πρώτα ποιητικά του βήματα, όπου το ύφος, η τεχνική και η θεματογραφία του Μουρ κανοναρχούσαν τότε την ποιητική του ευαισθησία. Σε δική μου απόδοση η στροφή του Μπάιρον λέει:
Να ένας στεναγμός για κείνους που μ’ αγαπούν
Κι ένα χαμόγελο για κείνους που με μισούν.
Και κάτω απ’ όποιον ουρανό στη ζωή διαβαίνω
Να μια καρδιά απέναντι σε κάθε πεπρωμένο.
Οι στίχοι αυτοί – μια αφιέρωση και ένας αποχαιρετισμός – γράφτηκαν από τον Μπάιρον λίγο πριν φύγει για δεύτερη και τελευταία φορά από την Αγγλία, μια Αγγλία ξεσηκωμένη εναντίον του για λόγους ηθικούς και πολιτικούς: η ερωτική του σχέση με την Αυγούστα, την ετεροθαλή αδελφή του (με την οποία δεν μεγάλωσε κάτω από την ίδια στέγη, την είδε για πρώτη φορά το 1804, όταν αυτός ήταν ένας δεκαεξάχρονος έφηβος),η διάλυση του γάμου του, οι σχέσεις του με παντρεμένες γυναίκες όπως η Καρολίνα Λαμ ,αλλά πιο πολύ απ’ όλα μέτρησε ο θαυμασμός που έτρεφε από μαθητούδι για τον Ναπολέοντα, ενώ οι στίχοι που του αφιέρωσε έγιναν κόκκινο πανί για τις εφημερίδες, τη Βουλή και τη λονδρέζικη κοινωνία. Ήταν μάλιστα τόσο μεγάλη η κατακραυγή, ώστε και τα πιο φιλελεύθερα φιλολογικά σαλόνια του Λονδίνου δεν τόλμησαν να τον υποστηρίξουν.
Έτσι, η μόνη διέξοδος που του έμενε ήταν η ανοιχτή θάλασσα για τις χώρες της εξορίας, αυτές που, κάμποσα χρόνια πριν, είχαν γίνει αφορμή για την ποιητική σύνθεση του Τσάιλντ Χάρολντ. Άνοιξε λοιπόν πανιά για την ηπειρωτική Ευρώπη, αλλά δεν τους ξέχασε… Στον Δον Ζουάν, το κορυφαίο του έργο, θυμάται την «εκκρεμότητα» που είχε αφήσει φεύγοντας από την Αγγλία και τους λέει χωρίς περιστροφές:
Είστε ανήθικος λαός, και το ξέρετε
Χωρίς τη βοήθεια ειλικρινέστατου ποιητή ( να σας το πει ).
You are not a moral people, and you know it
Without the aid of too sincere a poet.
Canto LXXXVII
Στην επόμενη στροφή εξηγεί αυτή τη στάση του απέναντί τους.
… Μην αμφιβάλλετε ποτέ
Γι’ αυτό- όταν εγώ μιλώ, δεν υπαινίσσομαι, εκφράζομαι με σαφήνεια.
…Ne’er doubt
This – when I speak, I don’t hint, but I speak out.
Ωστόσο, η ποίησή του – ερωτική, θρησκευτική, φυσιολατρική, κοινωνική, μεταφυσική, πολιτική κι επαναστατική – ακούμπαγε όλες τις χορδές της ανθρώπινης ευαισθησίας κι αντιμετώπιζε τα πιο σοβαρά προβλήματα εκείνης της εποχής. Κοντά σ’ αυτά ήταν και ένας ποιητής με ευρωπαϊκό βεληνεκές, ενώ πηγαίνοντας κόντρα σε μια κοινωνία που διαιρείται ταξικά και προσποιείται ηθικά, και το πιο σπουδαίο: μπαίνοντας στην προσπάθεια – πότε με τον λόγο και πότε με την πράξη (Ραβέννα, Μεσολόγγι) – για την απελευθέρωση των καταπιεσμένων λαών (και όλα αυτά έστω και με κάποια επίδειξη) δίκαια περνάει μαζί με τον Σέλλεϋ στον κατάλογο των μεγάλων εξεγερμένων πνευμάτων.
Ο Δον Ζουάν, το ημιτελές, αλλά ογκώδες αριστούργημά του (1959 στροφές), που το εγκωμίασε ανεπιφύλακτα η Βιρτζίνια Γουλφ, πρέπει κάποτε να μελετηθεί πιο συστηματικά. Ένα βράδυ, που απλώς το ξεφύλλιζα, βρήκα στίχους που θα μπορούσε να τους είχε γράψει ο Μαρξ, κι ας μην είναι ποιητής. Και αναφέρω τον Μαρξ, γιατί αυτός είναι ο πρώτος που μίλησε στα Φιλοσοφικά κείμενα της νιότης του για την αλλοτρίωση του ανθρώπου. Την εποχή που ο Μαρξ γεννιέται, το 1818, και ο όρος αλλοτρίωση δεν υπάρχει, η ποιητική αντένα του Μπάιρον έπιασε την έννοια και λέει:
Οι άνθρωποι είναι παίγνιο των περιστάσεων και όταν
οι περιστάσεις φαίνονται παίγνιο των ανθρώπων.
Men are the sport of circumstances, when
The circumstances seem the sport of men.
Canto the fifth, LIX
Η αλλοτρίωση, όπως είναι γνωστό, αποξενώνει τον άνθρωπο από τον εαυτό του και τον κόσμο, και τον υποτάσσει σε μια κατάσταση πραγμάτων την οποία νομίζει πως ελέγχει, όπως λέει κι ο Μπάιρον. Τέλος, αφού δεν μπορούσε ο ίδιος να γυρίσει στην πατρίδα του, έστειλε τον ήρωά του, τον μικρότερο, θα λέγαμε, αδελφό του «πολύτροπου Οδυσσέα» των ομηρικών επών, στην Αγγλία, ο οποίος, περνώντας ανάμεσα από λιβάδια που έμοιαζαν με κήπους, πηγαίνει προς τη συμπαγή εκείνη μάζα της αγγλικής πρωτεύουσας, την καμωμένη από κεραμίδια, καπνούς και καράβια. «Το Λονδίνο», γράφει στον Δον Ζουάν,
βρόμικο και γεμάτο ομίχλες, αλλά απέραντο,
απλώνεται τόσο μακριά, όσο μπορεί να φτάσει το μάτι.
Ο Μπάιρον – που ήταν δεινός κολυμβητής – είχε διασχίσει το Λονδίνο κολυμπώντας στον Τάμεση και τον Ελλήσποντο στο πρώτο ταξίδι του στην Ελλάδα. Δεινός ήταν και στην σκοποβολή. Μπορούσε από τριάντα μέτρα να σβήσει με το πιστόλι του τη φλόγα ενός κεριού. Δεν ήταν άγιος× ήταν άνθρωπος και είχε κι αυτός τις αδυναμίες του. Πάντως, ο χαρακτήρας του εξελίχθηκε σε «βυρωνικό ήρωα» των ανατολικών ιστοριών του και σε έναν απειλητικό, αλλά χαρισματικό επαναστάτη. Μέρος της γοητείας του, για να ολοκληρώσω την παρατήρησή μου, ήταν το αριστοκρατικό του υπόβαθρο, το εξωτικό σκηνικό, η στάση ή η αύρα που εξέπεμπε αυτή η ποίηση και το τολμηρό της ερωτικό περιεχόμενο.
Η απρόσμενη, για να μην πω απίστευτη, κίνηση του Μπάιρον προς στο Μεσολόγγι άφησε κατάπληκτους τους πάντες. Και ακριβώς αυτό το ξάφνιασμα έκανε την Ευρώπη και την Αμερική να στρέψουν την προσοχή τους στην τελείως άγνωστη, ως τότε, επαναστατημένη αυτή ελληνική πόλη. Γιατί πήγε; Πολλά έχουν ειπωθεί χωρίς να ληφθεί υπόψη τι λέει ο ίδιος ο Μπάιρον. Στις 7 Απριλίου 1823, ο Μπάιρον έγραψε στον παλιό του φίλο Hobhouse ένα γράμμα όπου του λέει: «Είδα το Σάββατο τον κάπτεν Μπλάνκιερ και τον Έλληνα σύντροφο (Ανδρέα Λουριώτη) της αποστολής του. Συμμερίστηκα, ειλικρινά, τον σκοπό του ταξιδιού τους και πρότεινα μάλιστα να πάω στο Λεβάντε τον Ιούλιο, αν η Ελληνική Προσωρινή Κυβέρνηση φρονεί ότι θα μπορούσα να είμαι κάπως χρήσιμος. Δεν λέω ότι θα μπορούσα να αξιώσω οτιδήποτε υπό στρατιωτικήν ιδιότητα. Δεν έχω την αλαζονεία του φιλοσόφου που δίδασκε στην Έφεσο την τέχνη του πολέμου ενώπιον του Αννίβα× ούτε και με όποιον άλλο τρόπο μπορεί ένας ξένος, ως άτομο, να κάνει πολλά πράγματα, αλλά μπορεί να είμαι χρήσιμος ως πληροφοριοδότης (as a reporter) σχετικά με την εκεί τωρινή κατάσταση, ή ως χειριστής της όποιας επικοινωνίας μεταξύ εκείνων και των δυτικών φίλων τους× πάντως θα δοκιμάσω ». Ο Πιέτρο Γκάμπα – σύντροφος και φίλος του Μπάιρον στο ταξίδι του στην Ελλάδα – ήταν παρών στη συζήτηση του Μπάιρον με τους δυο απεσταλμένους των Ελλήνων και τα όσα λέγονται στην επιστολή του Μπάιρον τα επιβεβαιώνει στο βιβλίο που έγραψε με τίτλο Το ιστορικό του τελευταίου ταξιδιού του Μπάιρον στην Ελλάδα. Οι μελετητές της ποίησης του Μπάιρον αναφέρονται συχνά στον πολιτικό ρεαλισμό που χαρακτηρίζει την ποίησή του, όπως και τώρα την πιο πάνω επιστολή του. Όσο γι’ αυτούς που κατηγορούν τον Μπάιρον, δεν μπορεί να χωρέσει στο μυαλό τους ότι ένας α ρ ι σ τ ο κ ρ ά τ η ς ποιητής άφησε τις ανέσεις του, τις συνήθειές του, τις ωραίες κυρίες στα φιλολογικά σαλόνια, την όμορφη Τερέζα Γκουιτσόλι και τις φυσικές ομορφιές της Ιταλίας, για να φθείρει την υγεία του και να χάσει τη ζωή του στα 36 του χρόνια στο νοσηρό κλίμα του Μεσολογγίου. Δεν μιλάω για την περιουσία του την οποία πρόσφερε ως δάνειο ή χάρισμα (δεν τον μειώνει το πρώτο καθόλου) στον α β έ β α ι ο αγώνα των Ελλήνων, κάτι που σήμερα κανένας πλουτοκράτης δε έχει την τόλμη να κάνει το ίδιο για τον πόλεμο της Ουκρανίας ή της Γάζας.
Πήγε στο Μεσολόγγι γιατί ήταν ποιητής επαναστάτης. Και όπως λέει ο Αλμπέρ Καμί, «Ο επαναστάτης δεν ζητά τη ζωή, αλλά τους λόγους για να ζει» (Επαναστατημένος άνθρωπος). Αυτή είναι η α λ ή θ ε ι α, που, όπως ισχυρίζεται ο νομπελίστας ποιητής στη συλλογή Εκ του πλησίον, ωμή την τρώνε οι άνθρωποι, δηλαδή αμαγείρευτη και χωρίς καρυκεύματα. Κλείνω το κείμενο με τούτους τους στίχους ενός ανθρώπου που ποτέ δεν είπε πως είναι ποιητής:
Κι ήτανε, Λόρδε μου, που μ’ αγναντεύεις,
για σένα Μεσολόγγια και σαλόνια,
στις δάφνες σου, τα φύλλα και τα κλώνια.
——————–
Φάνης Κωστόπουλος 15/4/2024