You are currently viewing Φάνης Κωστόπουλος: Χριστουγεννιάτικο συναπάντημα

Φάνης Κωστόπουλος: Χριστουγεννιάτικο συναπάντημα

      Χριστουγεννιάτικο συναπάντημα           

  Παραμονή Χριστουγέννων. Τέτοια μέρα, στη χαραυγή της νιότης μου, έβγαινα από το σπίτι μου, με το «τριγωνάκι» στα χέρια, για να πω τα κάλαντα στη γειτονιά. Με τα λεφτά που θα μάζευα, θ’ αγόραζα ένα βιβλίο του Ντίκενς. Ναι, πάντα αυτόν τον συγγραφέα διάβαζα  στις σχολικές διακοπές των Χριστουγέννων. Για μένα, αν  θέλετε το πιστεύετε, Χριστούγεννα ήταν τότε μόνο το Λονδίνο του 19ου αιώνα, το Λονδίνο του Κάρολου Ντίκενς για την ακρίβεια, και τα ωραία μελομακάρονα που έφτιαχνε η μάνα μου. Τα τελευταία, σ’ εκείνη την τρυφερή ηλικία, τ’ αγαπούσα όπως ο Μίδας το χρυσάφι, κι  ας μην ήμουν πολύ φίλος στα γλυκά. Σήμερα, στην ηλικία του Εμπενίζερ Σκρουτζ και ακόμα πιο γέρος, μπορεί να μη διαβάζω Ντίκενς, λόφοι από μελομακάρονα όμως μ’ αρέσει να στολίζουν το σπίτι μαζί με τη Γέννηση του Χριστού σε χαρτοκοπτική, όπως το συνήθιζαν τότε. Ένα με τον καφέ το πρωί και ένα με το τσάι το απόγεμα με φέρνουν, με τη γλυκιά τους γεύση, όπως η μαντλέν του Μαρσέλ Προυστ, πίσω στα παιδικά μου χρόνια. Αυτός ήταν, άλλωστε, ο λόγος που πέρυσι, την παραμονή των Χριστουγέννων, βγήκα κατά τις έντεκα το πρωί από το σπίτι μου και πήρα τον ανηφορικό δρόμο για το ζαχαροπλαστείο». Είχα, βλέπεις, ξεχάσει ν’ αγοράσω μελομακάρονα για το σπίτι – και η μάνα που τα έφτιαχνε έχει πεθάνει εδώ και πολλά χρόνια.

Βάδιζα, θυμάμαι, το αριστερό πεζοδρόμιο του δρόμου, όπου κάποια στιγμή είδα σε αρκετή απόσταση να κατηφορίζει το ίδιο πεζοδρόμιο ένας παπάς. Όταν πλησίασε περισσότερο, κατάλαβα πως ήταν ο παπάς του ναού της ενορίας μου. «Σίγουρα θα ‘χει όρεξη για κουβέντα», σκέφτηκα, «και ποιος τον ακούει». Είχε, όμως, πλησιάσει πολύ και δεν ήταν δυνατό να τον αποφύγω, αλλάζοντας πεζοδρόμιο. Ετοιμάστηκα τότε να τον αντιμετωπίσω, όταν σταμάτησε μπροστά μου, κρατώντας δυο σακούλες με πράγματα που είχε ψωνίσει.

 

– Εν Χριστώ αδελφέ, καλημέρα, είπε και αμέσως φάνηκε πως δεν είχα κάνει λάθος: είχε όρεξη για κουβέντα.

– Καλημέρα, είπα κι εγώ με τη σκέψη πώς θα ξεμπερδέψω πιο γρήγορα.

– Προσεύχεσαι καθόλου; με ρώτησε και περίμενε την απάντησή μου.

– Προσεύχομαι, του είπα.

– Ναι, αλλά δεν σε βλέπω τις Κυριακές στην εκκλησία.

– Οι προσευχές μου δεν ενδείκνυνται για τέτοιο χώρο, του είπα και η απάντηση αυτή τον ξάφνιασε.

– Τι προσευχές είναι αυτές; είπε σουφρώνοντας τα φρύδια του. Μπορείς να μου πεις μια για να καταλάβω;

– Και βέβαια μπορώ.

Και ο παπάς, που δεν περίμενε τέτοια απάντηση, ήταν όλος αφτιά.

Του είπα την πιο σύντομη που ήταν και  έμμετρη:

Θε μου, ακόμη μια καρδιά

                           χάρη δε θέλω άλλη.

                          Μια για ν’ αντέχω τα δεινά

                          μια τη γυναικοζάλη.

– Εσύ, χριστιανέ μου, είπε ο παπάς οργισμένος, προσεύχεσαι στον Εωσφόρο και όχι στον Θεό!  Μη με κολάζεις μέρες που ’ναι! Κι έφυγε τρέχοντας με τις γεμάτες ψώνια σακούλες, όπως ο Διάβολος που μύρισε λιβάνι. Είναι αλήθεια ότι δεν περίμενα πως θα ξεμπέρδευα τόσο γρήγορα από το μπλόκο του φορτικού αυτού ρασοφόρου. Και συνέχισα τον   δρόμο   μου,  καθώς αναρωτιόμουν τι άραγε να  εννοούσε με αυτόν τον

«δαίμονα» που ανάφερε: τον Διάβολο ή τη γυναίκα;

 

                                 —————————-      

          

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.