Το λέω από την αρχή πριν μπω στο θέμα: Δεν έχω σκοπό, αγαπητέ αναγνώστη, να σε οδηγήσω, με αυτό το κείμενο, σε φιλοσοφικό λαβύρινθο. Όπως εσύ, έτσι κι εγώ, από παιδί, μισούσα τη « γριά » Φιλοσοφία, ακόμα κι αν επρόκειτο για πλατωνικό διάλογο. Προτιμούσα τους Λατίνους, που τους χαρακτήριζε πνεύμα πρακτικό και αντί να χάνουν τον καιρό τους με άλυτους φιλοσοφικούς κόμπους, όπως Θεός και Θάνατος, προτιμούσαν να φτιάχνουν έργα που έκαναν τη ζωή τους πιο άνετη και πιο όμορφη, όπως, για παράδειγμα, είναι οι δρόμοι, οι γέφυρες , τα υδραγωγεία, ή ακόμα μαγείρευαν, με συνταγές φαγητών άλλων λαών, που έφερναν από τους κατακτητικούς πολέμους στη Μικρά Ασία οι Ρωμαίοι στρατηγοί, πλουτίζοντας τη γεύση του Ρωμαίου πολίτη, όπως σήμερα η τιβί την τέρψη του ουρανίσκου των Ελλήνων. Πάντως, κάνετε μεγάλο λάθος, αν νομίζετε ότι ο ρωμαίος στρατηγός Λούκουλλος, που μίλαγε άπταιστα τα ελληνικά των μορφωμένων Ελλήνων, οφείλει την υστεροφημία του στην πολυφαγία. Ήταν – αν και στρατιωτικός – ένας εκλεπτυσμένος άνθρωπος, που ήθελε το πιάτο του στο καθημερινό τραπέζι καλομαγειρεμένο και σερβιρισμένο με καλαισθησία σημερινού σεφ. Λουκούλλειο, λοιπόν, γεύμα ή δείπνο — τουλάχιστον στη γλώσσα μας – δεν σημαίνει μόνο πλουσιοπάροχο τραπέζι, αλλά και έργο τέχνης. Κάτι δηλαδή που έστελνε στο διάολο την περίφημη ρ ω μ α ϊ κ ή λ ι τ ό τ η τ α του Κάτωνος του Πρεσβύτερου, και το μεσημεριανό ή βραδινό τραπέζι ήταν, στο μάτι, μια υπέροχη ανθοδέσμη εδεσμάτων. Όσο για τον ίδιο τον Λούκουλλο, θα μπορούσε να πει κανείς, χωρίς καμία υπερβολή, ότι ήταν – τότε, επί ρωμαϊκής δημοκρατίας — για το φαγητό ό,τι ο Ντιόρ στις μέρες μας για τα ρούχα. Ξέφυγα όμως από το μέτρο και το κείμενό μου θα θυμίζει υδροκέφαλο άνθρωπο. Κλείνω λοιπόν, εσπευσμένα, τον πρόλογο με αυτή τη σοφή λατινική ρήση: Πρώτα να ζεις και μετά να φιλοσοφείς ( Primum vivere et deinde philosophari ).
Μη φανταστείτε (επηρεασμένοι από την επικεφαλίδα του κειμένου) ότι κατέχω το μυστικό των φιλοσοφικών εννοιών που κρύβεται στις λέξεις « θεός » και « θάνατος ». Κάθε άλλο παρά αρμόδιος είμαι για να δώσω λύση σε ένα φιλοσοφικό πρόβλημα το οποίο δεν μπόρεσαν να λύσουν τόσες και τόσες φιλοσοφικές διάνοιες στους αιώνες που πέρασαν. Απλώς προσεγγίζω το θέμα ως φιλόλογος και όχι ως φιλόσοφος. Τι θέλω να πω; Αυτό που θέλω να πω είναι ότι, απ’όσο τουλάχιστον γνωρίζω, μόνο στην ελληνική γλώσσα, την κατεξοχήν γλώσσα της φιλοσοφίας, οι δυο αυτές φιλοσοφικές έννοιες « θεός » και « θάνατος » αρχίζουν από το ίδιο γράμμα. Θα έλεγε μάλιστα κανείς ότι το αρχικό γράμμα ( θ ), με το οποίο αρχίζουν οι δυο αυτές λέξεις, αποτελεί όχι μόνο τον κρίκο που τις συνδέει, αλλά και το μ υ σ τ ι κ ό στο οποίο στηρίζονται οι λέξεις ως φιλοσοφικές έννοιες. Το πόσο σημαντικό είναι αυτό το μ υ σ τ ι κ ό φαίνεται και από τα αλλεπάλληλα ερωτήματα του ποιητή για τη μία απ’ τις δύο αυτές φιλοσοφικές έννοιες :
Αηδόνι, αηδόνι, αηδόνι,
τι ‘ναι θεός; τι μη θεός ; και τι τ’ ανάμεσό τους ;
(Σεφέρης, Ελένη).
Και επειδή δεν αντέχω άλλο τη σημερινή κατάσταση στα λογοτεχνικά μας πράγματα: να πατρονάρουν διαρκώς τη σκέψη μας οι νομπελίστες ποιητές, θα επικαλεστώ, για την άλλη φιλοσοφική έννοια, τον Θάνατο, τους στίχους μιας φίλης ποιήτριας, την οποία εγώ αποκαλώ, συνήθως , Σαπφώ των Εξαρχείων. Η ποιητική της αντένα πιάνει τον Θάνατο στη μόνη στιγμή που γίνεται αισθητή η παρουσία του απ’ τον άνθρωπο και που λύνεται, γι’ αυτόν, το μυστήριο, αφού έχει πια περάσει στην απέναντι σκοτεινή όχθη. Το ποίημα, από το οποίο προέρχονται οι στίχοι δεν είναι μεγάλο και επομένως μπορεί να τεθεί ολόκληρο. Επιγράφεται – δεν μπορούσε να γίνει αλλιώς – «Ο Θάνατος»:
Κι αυτό το κάτι γρατζουνά τον ύπνο μου
Τώρα που ξαφνικά όλα τα εννοώ
Και τ’αντέχω.
(Αμέσως τότε, ξημερώνει.
Γίνονται σωροί στάχτης τα βουνά.
Ένας αναίτιος άνεμος σηκώνεται. )
Το θα του θανάτου
Θάλλει στο φως
Καθώς
Ένα Χι
Από ψυχή
Βήχει
Απαρηγόρητα.
Π.Π.
Δεν νομίζω λοιπόν ότι χρειάζεται βαθιά σκέψη για να καταλάβει κανείς ότι άμα ξέρει τι είναι θ ε ό ς, ξέρει ταυτόχρονα και τι είναι θ ά ν α τ ο ς. Κι επίσης άμα ξέρει τι είναι θ ά ν α τ ο ς, ξέρει και τι είναι θ ε ό ς. Επομένως, το μυστήριο που καλύπτει τις δυο αυτές φιλοσοφικές έννοιες στηρίζεται στη συνύπαρξή τους. Αν, δηλαδή, ο πέπλος του μυστηρίου πέσει από τη μία έννοια, παύουν ταυτόχρονα και οι δυο αυτές έννοιες να αποτελούν μυστήριο.
————————–