Φίλε αναγνώστη, ξέχασε τον Σοπέν, τον Αλφρέ ντε Μισέ και τη σκέψη ότι δεν έχεις διαβάσει κανένα από τα 80 τόσα μυθιστορήματά της, πράγμα που δεν σκοπεύεις βέβαια να το κάνεις, και λάβε μόνο υπόψη σου ότι η ζωή της Ορόρ Ντυπέν, που έγινε αργότερα Βαρόνη Ντυνεβάν και που άλλαξε το όνομά της σε Γεωργία Σάνδη, είναι «η ιστορία της Γαλλίας του 19ου αιώνα». Ενσαρκώνει τον αγώνα των γυναικών για ισότητα με το ισχυρό φύλο και εκφράζει τις σύνθετες ψυχολογικά αντοχές της ανάγκης για λογοτεχνική δημιουργία. Η Γεωργία Σάνδη ήταν μια από τις πιο αξιόλογες συγγραφείς και εκπροσώπους του ρομαντισμού στην Ευρώπη και στις δεκαετίες του 1830 και 1840 πιο διάσημη στην Αγγλία από τον Ουγκώ και τον Μπαλζάκ.
Η Ονόρ Ντυπέν γεννήθηκε στο Παρίσι το 1804 και ήταν κόρη μιας πόρνης και ενός αριστοκράτη, που την υπεραγαπούσε. Πέθανε το 1876 ως Γεωργία Σάνδη και ως εθνικός θησαυρός. Τη σορό της ακολούθησαν ο Πρίγκιπας Βοναπάρτης, ο Γκιστάβ Φλομπέρ και ο Αλέξανδρος Δουμάς (υιός). Υπήρξε η πιο πολυδιαβασμένη συγγραφέας της Γαλλίας μετά τον Ουγκώ, μαχητική δημοσιογράφος και σοσιαλίστρια. Η μητέρα της, που προτιμούσε τα φώτα του Παρισιού, την απέρριψε, μολονότι εμφανιζόταν κατά αραιά διαστήματα, για να εκτελέσει τα μητρικά της καθήκοντα. Μεγάλωσε στο εξοχικό σπίτι της γιαγιάς από τη μεριά του πατέρα της, η οποία, για να την ξεφορτωθεί, την έκλεισε σε ένα αγγλοκαθολικό μοναστήρι στο Παρίσι.
Ο πατέρας της Μωρίς Ντυπέν ντε Φρανσέγ σκοτώθηκε, όταν ήταν μικρή, πέφτοντας από το άλογό του. Η Ορόρ εφηύρε έναν φανταστικό κόσμο όπου ηγεμόνευε ένας ανδρόγυνος θεός, ο Κοραμπέ, ένα πλάσμα, που, καθώς η ίδια έλεγε αργότερα, είναι η αρχή της συγγραφικής της ζωής. Η Μπελίντα Τζακ, καθηγήτρια γαλλικής φολολογίας στην Οξφόρδη, στη βιογραφία Γεωργία Σάνδη που έγραψε το 1999, παρουσιάζει τα παιδικά της χρόνια χωρίς ψυχολογικές φλυαρίες και με διοράσεις που μοιάζουν αληθινές. Υποστηρίζει ακόμη ότι η Γεωργία Σάνδη πάντα αναζητούσε τη μητρική στοργή και αγάπη και ότι επεδίωκε με το γράψιμο και τον έρωτα να ικανοποιήσει την εσωτερική αυτή ανάγκη.
Στα δεκαοχτώ της παντρεύτηκε τον απόστρατο αξιωματικό Καζιμίρ Ντιντεβάν και του γέννησε έναν γιο (που τον λάτρευε) και μια κόρη (ίσως όχι δική του) που την περιφρονούσε όπως η δική της μητέρα εκείνη. Γρήγορα άρχισε να έχει εραστές. Η έλξη που ασκούσε οφειλόταν κυρίως, όπως δείχνει η φωτογραφία της, στα ερεβώδη μαύρα μάτια της. Στα 26 της συνήψε μια συμφωνία με τον άντρα της ότι θα περνούσε κάποιους μήνες στο Παρίσι και έφυγε για την Πόλη του φωτός μαζί με τον 19χρονο εραστή της Ζιλ Σαντό. Το γεγονός ότι στη γαλλική πρωτεύουσα ντυνόταν με ανδρικά ρούχα, κάτι που ήταν μια αποκλίνουσα πρακτική για την εποχή της, της έδινε τη δυνατότητα να κυκλοφορεί πιο άνετα στο Παρίσι και να έχει πρόσβαση σε μέρη που ήταν απαγορευμένα για γυναίκες της κοινωνικής της τάξης. Βλέποντας ότι χρειάζεται εισόδημα έγινε αρθρογράφος στη Φιγκαρό για εφτά φράγκα το κομμάτι. Όταν έγραψε το πρώτο δικό της μυθιστόρημα Ιντιάνα, ο εκδότης τής πρότεινε το λογοτεχνικό ψευδώνυμο George Sand το οποίο δέχτηκε δίχως δεύτερη σκέψη. Για το γράψιμο η μόνη φιλοδοξία που είχε, όπως έλεγε η ίδια, ήταν ο βιοπορισμός της.
Ο κατάλογος των εραστών της είναι προσκλητήριο διανοουμένων και καλλιτεχνών. Συμπεριλαμβάνονται στον κατάλογο αυτό ο Μεριμέ, ο συγγραφέας της Κάρμεν, που τον έστειλε να την παρηγορήσει ο Σεν Μπεβ για τον χωρισμό της από την ηθοποιό Μαρί Ντορβάλ – ναι, η Σάνδη ήταν αμφισεξουαλική, περίπτωση που στις μέρες μας πια δεν σοκάρει.
Ακολούθησαν ο συνθέτης Φρεντερίκ Σοπέν, που για χάρη του διέκοψε μια μακρά σχέση της με τον ευφραδή δικηγόρο Μισέλ ντε Μουρζ,
σειρά είχε μετά ο ρομαντικός ποιητής Αλφρέ ντε Μισέ, του οποίου το θεατρικό έργο Lorenzanccio παίχτηκε στην Αθήνα με τον Δημήτρη Xορν, για να φτάσουμε στον ξανθό Βενετσιάνο γιατρό που την παρηγόρησε για τον αποδημήσαντα εις Κύριον ρομαντικό ποιητή.
Υπήρξαν βέβαια κι άλλοι, που πέρασαν από την κλίνη της, με αποτέλεσμα ο απατημένος σύζυγος να την πάει στο δικαστήριο ως «πόρνη». Σε μια χώρα όμως όπου ο σαρκικός έρωτας θεωρείται «επιούσιος άρτος», αν όχι «εθνικό αγώνισμα», η Σάνδη κέρδισε, θριαμβευτικά, τη δίκη, αποκτώντας οικονομική ανεξαρτησία, το δικαίωμα να βλέπει τα παιδιά της και τη δυνατότητα να ζει μακριά από τον ανυπόφορο, ζηλιάρη σύζυγο. Πάντως, ο διαρκέστερος έρωτάς της υπήρξε ο γλύπτης Αλεξάντρ Μανσό, ο οποίος ήταν μάλιστα 13 χρόνια νεότερός της. Μη με ρωτάτε πώς σαγήνευε τους νεαρούς εραστές της. Απάντηση δεν έχω. Η σχέση της με τον γλύπτη ξεκίνησε όταν αυτή ήταν 46 ετών. Και τότε είπε για την πρόσφατη αυτή ερωτική της κατάκτηση:
«Είμαι ευτυχισμένη… οι γυναίκες κάποιας ηλικίας αγαπιούνται περισσότερο από τις νεαρές ».
Η ζωή της Γεωργίας Σάνδη κύλησε με ιστορικό φόντο την αυτοκρατορία, τη δημοκρατία και την Κομμούνα. Μολονότι ήταν σοσιαλίστρια και υπέρμαχος του δικαιώματος των γυναικών για ισότητα με το ισχυρό φύλο, δεν ήταν δογματική φεμινίστρια και δεν αγωνίστηκε για το δικαίωμα της ψήφου των γυναικών. Πάντως, στα μυθιστορήματά της δεν βρίσκει κανείς μόνο ρομαντικές, ερωτικές περιπέτειες και ειδυλλιακές εικόνες της αγροτικής ζωής, αλλά και ματιές στην κοινωνική και πολιτική ζωή της χώρας της. Για παράδειγμα, στο πιο δημοφιλές από τα μυθιστορήματά της, La Mare au Diable ) – ένα βιβλίο με 130 σελίδες που το έγραψε, όπως δηλώνει η ίδια, σε τέσσερις μέρες ( je le ai fait en quatre jours ) – λέει μεταξύ άλλων : «Οι πότες του Holbein γεμίζουν τις κούπες τους με μανία για ν’ αποδιώξουν την ιδέα του θανάτου, ο οποίος, αόρατος σ’ αυτούς, τους χρησιμεύει για οινοχόος (leur sert d’ échanson)» .
Και παρατηρεί στη συνέχεια κάτι παρόμοιο στους οικονομικά ισχυρούς της εποχής της που είναι ο στόχος της : «Οι φαντασμένοι πλούσιοι σήμερα ζητούν οχυρώσεις και κανόνια για ν’ αποδιώξουν την ιδέα μιας αγροτικής επανάστασης (pour écarter l’ idée d’ une jacquerie)».
Κλείνοντας αυτό το σημείωμα για τη ζωή της Γεωργίας Σάνδη η σκέψη μου πάει ακόμη μια φορά στη Μπελίντα Τζακ, τη βιογράφο της Σάνδης που ανέφερα πιο πάνω. Η καθηγήτρια της Οξφόρδης δίνει στο βιβλίο της για τη Σάνδη μια ικανοποιητική απάντηση στο ερώτημα τί είναι τόσο ενδιαφέρον στη ζωή ενός συγγραφέα. «Αυτό είναι» γράφει «ότι ο συγγραφέας δείχνει δύο ‘εγώ’: το εσωτερικό που γράφει και το εξωτερικό που ζει στην κοινωνία. Ο τρόπος που η Σάνδη χρησιμοποίησε το γράψιμο για να γεφυρώσει το χάσμα ανάμεσα στα δύο ‘ εγώ’, και υπερβαίνοντας την εποχή της, οι νέες διαστάσεις που έδωσε στη γυναικεία ύπαρξη, είναι αυτά που καθιστούν τη ζωή της παραδειγματική ».
————————