Η ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΤΟΥ ΥΠΕΡΒΑΣΗ
Εμείς δεν τραγουδάμε για να ξεχωρίσουμε, αδελφέ μου, απ’ τον κόσμο
εμείς τραγουδάμε για να σμίξουμε τον κόσμο.
(ΚΑΠΝΙΣΜΕΝΟ ΤΣΟΥΚΑΛΙ)
ΠΑΙΔΙ έτσι ήξερα τον Γιάννη Ρίτσο: παντιέρα και σάλπιγγα της Αριστεράς, την οποία ο Λένιν θεωρούσε παιδική ασθένεια του Κομμουνισμού. Δεν πρέπει να έπεσα πολύ έξω, τώρα που αφουγκράζομαι τον ίδιο:
Την πρώτη και την τελευταία σου λέξη
την είπαν ο έρωτας και η επανάσταση.
Και όταν λέει «επανάσταση», δεν εννοεί μόνο εκείνη που ύμνησε ο Μαγιακόφσκι, ο βάρδος της Οκτωβριανής Επανάστασης, αλλά κυρίως ετούτη του καιρού του. (Ο Ρώσος ποιητής ήταν από τους ομότεχνους που ο Ρίτσος αγαπούσε και ταίριαζαν στην ποιητική του ιδιοσυγκρασία. Την αγάπη του γι’ αυτό τον ποιητή την έκανε το 1964 πράξη: Εκδίδονται τα Ποιήματα του Μπλαντιμίρ Μαγιακόβσκι με πρόλογο και απόδοση Γιάννη Ρίτσου). Η θέση που κατέχει η λέξη « επανάσταση » στην ποίηση του Γιάννη Ρίτσου είναι – θέλουμε δε θέλουμε – κυρίαρχη. Και γίνεται μοναδική, αν συνυπολογίσουμε το πλήθος των ποιημάτων που συνδιαλέγονται με την ιδεολογία. Γιατί όπως ο έρωτας ανιχνεύεται σχεδόν παντού στα ποιήματά του, έτσι και η ιδεολογία διαποτίζει όλη την ώριμη ποίησή του. Και κάτι ακόμα: Το ότι η ελληνική Αριστερά ευτύχησε να βρει στο πρόσωπό του τον μεγάλο της βάρδο δεν σημαίνει ότι ο Ρίτσος και χωρίς αυτή δεν θα ήταν μείζων ποιητής και ίσως νομπελίστας, αφού είναι τοις πάσι γνωστό ότι για τις πολιτικές του πεποιθήσεις δεν τιμήθηκε με αυτό το βραβείο. Θα έλεγα ακόμη ότι δεν πρέπει να μπερδεύουμε την ιδεολογία του ποιητή γενικά με τους στόχους των πολιτικών παρατάξεων και των σκοτεινών συμφερόντων. Ο ποιητής δεν θέλει να βλέπει τον κόσμο μισό κόκκινο και μισό μαύρο και ούτε είπε ποτέ για τη χώρα του πως «αυτό το χώμα» είναι μ ό ν ο δικό μας. Και αυτό γιατί όταν οι άνθρωποι «σφίγγουν το χέρι ο ήλιος είναι βέβαιος για τον κόσμο». Πάντως, το βάθος και το ποιόν της ιδεολογικής επίδρασης είναι διαφορετικά σε κάθε ποιητή. Όταν ο Ρίτσος εντάχθηκε στο Κομμουνιστικό Κόμμα, αισθάνθηκε ότι του έχει ανατεθεί μια υψηλή αποστολή και ότι είναι όχι μόνο εντολοδόχος, αλλά και οδηγητής λαού. Από τότε, θα ‘λεγε κανείς, είχε, σαν τον Χριστό, για σπίτι του τον κόσμο και τους ανθρώπους αδέρφια του.
Πέρα από το ποιητικό του έργο, ο Ρίτσος ασχολήθηκε και με το θέατρο. Το 1940 τον βρίσκουμε να εργάζεται ως ηθοποιός στο Βασιλικό Θέατρο και ως χορευτής στη Λυρική Σκηνή. Στις πνευματικές του δημιουργίες συμπεριλαμβάνονται και τέσσερα θεατρικά έργα : Μια γυναίκα πλάι στη θάλασσα, Τα ραβδιά των τυφλών, Ο λόφος με το συντριβάνι και το μονόπρακτο Η Αθήνα στ’ άρματα, που αργότερα θα το αναπτύξει σε τρίπρακτο με τίτλο Πέρα απ’ τον ίσκιο των κυπαρισσιών. Το 1977 (δεν πρέπει να κάνω λάθος) του απενεμήθη το Βραβείο Λένιν για την Ειρήνη. Ο ποιητής, μετά την απονομή, είπε ότι θεωρεί αυτό το βραβείο σημαντικότερο από το Νόμπελ. Πόσο ειλικρινής μπορεί να είναι αυτή η δήλωση, όταν είναι γνωστό ότι ο Ρίτσος προτάθηκε εννέα φορές για το βραβείο της Σουηδικής Ακαδημίας; Η δήλωση δείχνει ότι τον έπνιγε το δίκιο του. Πράγματι, πολλοί είναι εκείνοι που τιμήθηκαν με αυτό το βραβείο και ήταν κατώτερο το έργο τους από αυτό του Ρίτσου. Ήταν, όσο ζούσε, πασίγνωστος στις κομμουνιστικές χώρες και μόνο μετά τον θάνατό του πήρε τη θέση που του αξίζει στον υπόλοιπο κόσμο. Εξαίρεση μπορεί ν’ αποτελέσει μόνο η Γαλλία, όπου ο Αραγκόν, επίσης κομμουνιστής όπως ο Ρίτσος, τον είχε χαιρετίσει ως τον μεγαλύτερο εν ζωή ποιητή στον κόσμο. Είναι ακόμα γνωστό ότι η κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης υπήρξε το μεγαλύτερο σοκ που υπέστη ο Ρίτσος, μεγαλύτερο ίσως και από τα οικογενειακά δράματα που έζησε. Όλα αυτά που ειπώθηκαν πιο πάνω οδηγούν σε ένα συμπέρασμα για το έργο του: η ποίησή του υ π ε ρ β α ί ν ε ι, σήμερα, το πολιτικό της περιεχόμενο και η ιδεολογία του είναι, θα ‘λεγε κανείς, απλώς ένα από τα πολλά του γνωρίσματα .
Το 1955 αποτελεί σημαντικό σταθμό για την ποίηση του Γιάννη Ρίτσου, επειδή ο ποιητής ως τότε κινείται σχεδόν πάντοτε πάνω σε θέματα που στηρίζονται στη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα. Από το 1955 όμως και μετά ο ποιητικός δρόμος του Ρίτσου κάνει διχάλα, σχηματίζοντας δύο δρόμους. Στον ένα δρόμο συνεχίζει και πλουτίζει την ποιητική γραμμή που ακολουθούσε ως τότε, και στον άλλο παρατηρούνται θέματα από την ελληνική μυθολογία και την αρχαία ελληνική ιστορία και γραμματεία, κάτι που χαρακτηρίζει και την ποίηση του Σεφέρη ή του Καβάφη. Αυτή η θεματική διεύρυνση δίνει νέα ποιητική πνοή στο έργο του. Έτσι, η ήττα του Εμφυλίου Πολέμου, για παράδειγμα, παραλληλίζεται, στους στίχους που ακολουθούν, με έναν άλλο εμφύλιο, την ήττα της Αθήνας από τη Σπάρτη:
Ύστερα απ’ την πανωλεθρία των Αθηναίων στους Αιγός Ποταμούς,
και λίγο αργότερα μετά την τελική μας ήττα,- πάνε πια οι ελεύθερες κουβέντες μας, πάει
κι η Περίκλεια αίγλη,
η άνθηση των Τεχνών, τα Γυμναστήρια και τα Συμπόσια των σοφών
μας. Τώρα βαριά σιωπή στην Αγορά και κατήφεια, κι η ασυδοσία των Τριάκοντα
Τυράννων.
Τα πάντα ( και τα πιο δικά μας ) γίνονται ερήμην μας, χωρίς καθόλου
τη δυνατότητα μιας κάποιας προσφυγής, μιας υπεράσπισης ή απολογίας, μιας έστω τυπικής διαμαρτυρίας. Στη φωτιά τα χαρτιά και τα βιβλία μας×
κι η τιμή της πατρίδας στα σκουπίδια.
[ …………..]
Κι ίσως μια μέρα να βρεθεί ένας νέος Κίμωνας, μυστικά οδηγημένος
από τον ίδιο αϊτό, να σκάψει και να βρει τη σιδερένια αιχμή απ’ το
δόρυ μας,
σκουριασμένη, λιωμένη κι αυτήν, και να την κουβαλήσει επίσημα
σε πένθιμη ή δοξαστική πομπή, με μουσική και στεφάνια στην Αθήνα.
ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΗΤΤΑ ( Λέρος, 21\III\ 1968 ).
Διαβασμένος καλά ο ποιητής – που γράφει αυτό το ποίημα στα χρόνια της χούντας και στον τόπο της εξορίας – θυμάται τον Κίμωνα που ανακάλυψε και έφερε από τη Σκύρο τα οστά του Θησέα και τα έθαψε με τιμές στον Αγοραίο Κολωνό, κοντά στο Θησείο (ναό του Ηφαίστου και της Αθηνάς Εργάνης). Τα οστά του Θησέα, λοιπόν, είχε στη σκέψη του ο ποιητής, μιλώντας στο ποίημα για την «αιχμή του δόρατος», που υπονοεί, υποθέτω, την αντίσταση των Αριστερών ενάντια στον κατακτητή και όχι τον ένοπλο αγώνα για την εξουσία του Δημοκρατικού Στρατού. Όσο για τους «Τριάκοντα Τυράννους», δεν είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς ότι αποτελούν υπαινιγμό στη χούντα των συνταγματαρχών, αν λάβει υπόψη του την εποχή που γράφεται το ποίημα.
Ο ποιητής γεννήθηκε στη Μονεμβάσια της Λακωνίας την Πρωτομαγιά του 1909. Ήταν το τελευταίο παιδί του Ελευθερίου Ρίτσου, πλούσιου γαιοκτήμονα, και της Ελευθερίας Βουζουναρά, κόρης επίσης εύπορης οικογένειας στο Γύθειο. Η μητέρα του ήταν μια ευαίσθητη και καλλιεργημένη γυναίκα που έτρεφε μεγάλη αδυναμία για τον ποιητή, το στερνοπαίδι της. Το 1924, ο Ρίτσος, δεκαπεντάχρονο αγόρι, δημοσίευσε τα πρώτα του ποιήματα στη Διάπλαση των παίδων με το ψευδώνυμο Ιδανικόν Όραμα. Την επόμενη χρονιά ολοκλήρωσε τις γυμνασιακές του σπουδές στο Γύθειο και έφυγε με την αδελφή του Λούλα για την Αθήνα, αφού είχε προηγηθεί η οικονομική καταστροφή του πατέρα του. Το 1926 προσβάλλεται από φυματίωση και την επόμενη χρονιά μπαίνει για θεραπεία στη Σωτηρία, όπου θα μείνει τρία χρόνια ως ασθενής τρίτης θέσης. Εκεί γνωρίζεται με μαρξιστές και άλλους σημαντικούς διανοούμενους, καθώς και με την ποιήτρια Μαρία Πολυδούρη. Την ίδια χρονιά δημοσιεύονται ποιήματά του στο Φιλολογικό Παράρτημα της Μεγάλης Ελληνικής Εγκυκλοπαίδειας. Επίσης είναι η εποχή που ο ποιητής έχει αποφασίσει για την πολιτική του ιδεολογία που θα αποτελέσει βασικό στοιχείο της ποίησής του. Είναι η στιγμή που μετακινείται από το «εγώ» της αριστοκρατικής του ρίζας στο «εμείς» της επιλογής του. Αυτή η στιγμή της απόφασής του δίνεται σε ωραίους στίχους του ποιητή Γ. Θ. Βαφόπουλου:
…………………..καθώς έτσι ήταν κλειστός
ο δρόμος της καινούργιας «Αρετής», ο άλλος,
«Δεξιά», οδηγούσε τώρα στου « Κακού τη Σκάλα.
Πήρα λοιπόν το μόνο δρόμο που είχε μείνει :
Εκείνον, που έφερνε ίσα στη συνείδησή μου.
( ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ ΕΛΚΟΜΕΝΟΣ: ΜΗΝΥΜΑ ΣΤΟΝ ΓΙΑΝΝΗ ΡΙΤΣΟ )
Το 1934 εκδίδει το πρώτο του βιβλίο, Το τρακτέρ, και την επόμενη χρονιά το δεύτερο, Πυραμίδες. Το 1936 είναι μία από τις μεγάλες στιγμές της ποιητικής του πορείας. Είναι η χρονιά που η Θεσσαλονίκη ταράζεται από τα αιματηρά γεγονότα της μεγάλης απεργίας των καπνεργατών. Την επόμενη μέρα, 10 του Μάη, στην εφημερίδα Ριζοσπάστης, δημοσιεύεται η φωτογραφία μιας μάνας, που θρηνεί, στη μέση του δρόμου, πάνω από τον σκοτωμένο γιο της. Η εικόνα της χαροκαμένης μάνας συγκλονίζει τον ποιητή και γίνεται αφορμή να κλειστεί στη σοφίτα του, στην οδό Μεθώνης, στα Εξάρχεια, και να γράψει τα 14 από τα 20 άσματα του Επιτάφιου, τραγούδια που πέρασαν αργότερα στα χείλη του ελληνικού λαού με τη μελοποίησή τους από τον Μίκη Θεοδωράκη. Λίγες μέρες αργότερα, στις 8 Ιουνίου, κυκλοφορεί ο Επιτάφιος από τις εκδόσεις του Ριζοσπάστη σε 10.000 αντίτυπα. Σε ελάχιστο χρονικό διάστημα, πουλήθηκαν από τα 10,000 αντίτυπα τα 9. 750, ενώ τα υπόλοιπα 250 κάηκαν μαζί με άλλα απαγορευμένα βιβλία από το καθεστώς της 4ης Αυγούστου στους Στύλους του Ολυμπίου Διός, στη φωτιά τα χαρτιά και τα βιβλία μας, όπως λέει ο ποιητής στους στίχους που παρέθεσα πιο πάνω. Τον επόμενο χρόνο και μέσα στη δικτατορία της 4ης Αυγούστου, κυκλοφορεί η ποιητική συλλογή Το τραγούδι της αδελφής μου, που ο Κωστής Παλαμάς χαιρετίζει με το τετράστιχο που καταλήγει : Παραμερίζουμε, ποιητή, για να περάσεις. Την ίδια χρονιά ο ποιητής γίνεται μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών με πρόταση της Έλλης Αλεξίου και της Γαλάτειας Καζαντζάκη. Στο χρονικό διάστημα που κύλησε ως τον Επιτάφιο, η ποίηση του Ρίτσου πέρασε γρήγορα από τον νεορομαντισμό–νεοσυμβολισμό του Μεσοπολέμου στην πολιτικά στρατευμένη υπέρ του Κομμουνισμού ποίηση. Την περίοδο 1945-47 θα γράψει τη Ρωμιοσύνη και την Κυρά των Αμπελιών, που θα αποτελέσουν τα δυο μείζονα ποιήματα της συλλογής Αγρύπνια. Ως ποιητής του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδος έγραψε, το 1952 και την ίδια μέρα της εκτέλεσης, το ποίημα «Ο άνθρωπος με το γαρύφαλλο» για τον Μπελογιάννη και τους τρεις συντρόφους του. Ο τίτλος του ποιήματος θυμίζει σε πολλούς το σκίτσο που έκανε ο Πικάσο για τον κομματικό αυτό ήρωα.
Την επόμενη χρονιά, με αφορμή τον θάνατο του Στάλιν, ο Αραγκόν, φίλος του Πικάσο, θα του ζητήσει να κάνει το σκίτσο του «πατερούλη», που δεν ικανοποίησε όμως το Κομμουνιστικό Κόμμα Γαλλίας και προκάλεσε έντονες αντιδράσεις. Την ίδια χρονιά που εκτελέστηκε ο Μπελογιάννης, ο Ρίτσος απολύεται από τον Άη Στράτη ύστερα από διαμαρτυρίες της παγκόσμιας διανόησης (Αραγκόν, Νερούδα, Πικάσο κλπ.), χωρίς να υπογράψει δήλωση. Συνδέεται αμέσως μετά με τη νεοσύστατη τότε Ενιαία Δημοκρατική Αριστερά και εκλέγεται στη Διοικούσα Επιτροπή του Κόμματος. Η δεκαετία 1956-1966 είναι περίοδος υψηλών εμπνεύσεων που εγκαινιάζεται με τη Σονάτα του Σεληνόφωτος (1956, Α΄Κρατικό Βραβείο Ποίησης), έργο που εισάγει μια καινούργια ποιητική. Ο Λουί Αραγκόν, προλογίζοντας τη Σονάτα στο περιοδικό Lettres Françaises, θα γράψει, γι’ αυτό το ποίημα, ότι τον έκανε να νιώσει το τ ρ ά ν τ α γ μ α τ η ς μ ε γα λ ο φ υ ί α ς. Η ποιητική του υπέρβαση ολοκληρώνεται στα πολύστιχα ποιήματα της Τέταρτης Διάστασης, που είναι δραματικοί μονόλογοι τα περισσότερα. Ο Ρίτσος θα προσπαθήσει ν’ ανιχνεύσει τα σκοτεινά βάθη της ψυχής και θα μιλήσει για τη μοναξιά, την ερωτική στέρηση, τη γήρανση του σώματος και τη φθορά των πραγμάτων, και ακόμα πώς η πραγματική πολιτεία με την ιδανική βρίσκονται αντιμέτωπες στο ποιητικό του έργο και πώς το αρχέγονο παρελθόν σημαδεύει το παρόν. Αρκετοί είναι εκείνοι που όχι μόνο τους κατέπληξε, αλλά και τους απασχόλησε η ποιητική πολυγραφία του Γιάννη Ρίτσου. Και αυτό γιατί η ποιότητα στην ποίησή του είναι αυτή που επιτρέπει η ποσότητα, πράγμα που σε κάνει να καταλάβεις ότι ο Ρίτσος ίσως δεν θα μπορούσε να είχε γράψει τα σημαντικότερα από τα ποιήματά του, αν δεν έγραφε πολύ και ασταμάτητα. Πάντως, τα ποιήματα που θεωρούνται από αισθητικής πλευράς κατώτερα είναι πολύ λιγότερα από όσα θα περίμενε κανείς από έναν πολυγραφότατο ποιητή. Και αυτό, απ’ όσο γνωρίζω τουλάχιστον, μόνο στην ποίηση του Ρίτσου παρατηρείται. Θα έλεγα ακόμα ότι το έργο και η ζωή του Γιάννη Ρίτσου είναι θέμα που δεν εξαντλείται σε ένα λογοτεχνικό άρθρο. Αρκεί να λάβει κανείς υπόψη του ότι ένα μεγάλο μέρος του έργου του μένει ακόμη αδημοσίευτο.
Δεν μπορείς να παραλείψεις κάτι που δεν κρύβεται: Ο Γιάννης Ρίτσος (λίγοι το έχουν προσέξει) ήταν μια πολυτάλαντη προσωπικότητα: ποιητής, θεατρικός συγγραφέας, ηθοποιός, ζωγράφος, χαράκτης, πιανίστας, ακόμη και χορευτής της Λυρικής Σκηνής.
Τέτοιον ωραίο άνθρωπο και η θανατηφόρα ασθένεια της φυματίωσης σεβάστηκε, γιατί όπως λέει η μεγάλη Αμερικανίδα ποιήτρια του 19ου αιώνα Έμιλι Ντίκινσον:
Επειδή δεν μπορούσα να σταματήσω για τον Θάνατο,
σταμάτησε Εκείνος ευγενικά για μένα.
Την ίδια ακριβώς ευγενική συμπεριφορά έδειξε ο Θάνατος και στον Γιάννη Ρίτσο.
————————–