Πρέπει να ήμουν στη δευτέρα ή τρίτη Γυμνασίου, όταν, στη δεκαετία του ’50, διάβασα πρώτη φορά το όνομά της. Όσο για τον Φλομπέρ, μου ήταν τελείως άγνωστος. Εκείνη την εποχή – που η φτώχεια και το πένθος, ύστερα από έναν Παγκόσμιο και έναν Εμφύλιο Πόλεμο, μπαινόβγαιναν σχεδόν από κάθε σπίτι – η κοσμοπολίτικη ποίηση του Κώστα Ουράνη σε μας τα 15χρονα όχι μόνο άνοιγε τις πόρτες της Ευρώπης, αλλά και κέντριζε το ενδιαφέρον για την ξένη λογοτεχνία, κάτι που το σχολείο τότε δεν μπορούσε να μας δώσει. Εκεί, λοιπόν, στην ποίηση του Ουράνη, διάβασα ένα ποίημα που έχει τίτλο «Οι νέες των επαρχιών». Παιδί της επαρχίας ο ίδιος ο ποιητής ήξερε καλά την αφόρητη και πληκτική ζωή που ζούσαν εκεί οι νέες κοπέλες στις αρχές του 20ου αιώνα:
Τις νέες συλλογίζομαι στις απομακρυσμένες
τις επαρχίες, τα χλωμά και κρύα δειλινά,
όταν πίσω απ’ το τζάμι τους κοιτάν στηλά το δρόμο
κι αναστενάζουνε γιατί κανένας δεν περνά…
Ο ίδιος ο Φλομπέρ, θα ‘λεγα ακόμη, συμφωνεί με τον Έλληνα ποιητή και λέει γι’ αυτό το «παράθυρο» των κοριτσιών της επαρχίας: «Στην επαρχία το παράθυρο αντικαθιστά το θέατρο και τους περιπάτους». Επίσης, αρχίζοντας το 4ο κεφάλαιο του βιβλίου του λέει για την Έμμα: «Καθισμένη στην πολυθρόνα της, πλάι στο παράθυρο, κοίταζε τους ανθρώπους του χωριού να περνούν στο πεζοδρόμιο ». Στην ίδια ακριβώς στάση με τις «νέες των επαρχιών» του Ουράνη η Έμμα περνάει την ώρα της κοιτάζοντας απ’ το παράθυρό της τους περαστικούς του δρόμου της. Ήταν, θα λέγαμε με τα σημερινά δεδομένα, το «παράθυρο» η τηλεόραση της εποχής τους ..Επίσης δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι ο υπότιτλος αυτού του μυθιστορήματος είναι: Ήθη της επαρχίας (Moeurs de provence). Σε μια άλλη στροφή αυτού του ποιήματος θυμάται ο ποιητής (δεν μπορούσε να γίνει αλλιώς και να μην τη θυμηθεί) την ηρωίδα του Φλομπέρ και λέει:
Εγώ τις συλλογίζομαι αυτές τις νέες που είναι
της Έμμας Μποβαρύ αδερφές – και πάντα καρτεράνε
το Νέο το ρομαντικό, τον πλούσιο, τον ωραίο,
που θα τους δώσει τη λαμπρή ζωή που λαχταράνε…
Σ’ αυτούς τους στίχους διάβασα, πρώτη φορά, το όνομα της ηρωίδας του Φλομπέρ, ενώ όπως ο Οδυσσέας Ελύτης είναι, στην ποίησή μας, ο μόνος ποιητής που θυμάται τη Μaria Alcaforado ( Τρία ποιήματα με σημαία ευκαιρίας ), την προδομένη ερωτικά Πορτογαλίδα μοναχή, της οποίας οι ερωτικές επιστολές διαβάζονταν και συγκλόνιζαν τους θαμώνες των φιλολογικών σαλονιών στις Βερσαλίες και στο Παρίσι, έτσι και ο Κώστας Ουράνης είναι ο μόνος ποιητής που θυμάται τη Έμμα Μποβαρύ, μια γυναίκα απογοητευμένη και ξεγελασμένη από τον εραστή της, στον οποίο πετάει κατάμουτρα την πικρή αλήθεια που διαπίστωσε: «Δεν με αγάπησες ποτέ! Δεν αξίζεις πιο πολύ απ΄τους άλλους!».
Η Έμμα Μποβαρύ είναι για τους ψυχαναλυτές το alter ego, αν όχι το υπερεγώ του συγγραφέα, κάτι που και ο ίδιος ο Φλομπέρ ομολόγησε ξεκάθαρα: «η Μποβαρύ είμαι εγώ», και για τις φεμινίστριες – που θεωρούν την Έμμα Μποβαρύ και την Άννα Καρένινα ως τις μεγάλες ηρωίδες του φεμινισμού – τρανή απόδειξη του πώς βλέπουν οι άντρες τη γυναίκα. Πιο συγκεκριμένα, θα έλεγε κανείς ότι η Έμμα Μποβαρύ είναι ακόμα μια ευφάνταστη, ευσυγκίνητη, ζωντανή και ονειροπαρμένη γυναίκα, που βρίσκεται σε αδυναμία να συμβιβάσει τις λαχτάρες και τις επιθυμίες της με την ανούσια, ανάλατη και πεζή πραγματικότητα της ζωής που της έχει οριστεί να ζήσει στην επαρχία. Είναι ακόμα η νέα γυναίκα που κυνηγά τη χίμαιρα, τον μεγάλο έρωτα, με αποτέλεσμα να είναι άτυχη στις σχέσεις της με τους άντρες, στους οποίους είχε επενδύσει τους κραδασμούς της ψυχής της και όλες τις προσδοκίες και τα όνειρά της. Και όταν η απογοήτευση έρχεται, γιατί πάντα έρχεται, η Έμμα Μποβαρύ – προδομένη, εγκαταλελειμμένη και περιπαιγμένη -αρνείται να δεχτεί στωικά τη μοίρα της …
Στη Μαντάμ Μποβαρύ παρελαύνει όλη η κοινωνική γκάμα: αριστοκράτες, αστοί, χωρικοί, σύζυγοι και εραστές, παπάδες, φαρμακοποιοί, γνωστοί και συγγενείς. Η κοινωνία λοιπόν μπορεί να έχει δομικό χαρακτήρα, πάσχει όμως από ανίατη ασθένεια – την ανθρώπινη βλακεία. Όλο το έργο του Φλομπέρ αυτό τον αγώνα εκφράζει: την καταρράκωση αυτής τη βλακείας. Όσο για τον θεσμό του γάμου (κάτι που μας απασχολεί πολύ αυτές τις μέρες ) αν τύχει να είναι αταίριαστος, είναι σωστό δεσμωτήριο και ο χωρισμός η μόνη λύτρωση. Εκείνη την εποχή όμως ο χωρισμός για ένα παντρεμένο ζευγάρι αποτελούσε κοινωνικό στίγμα και η αποφυγή του οδηγούσε, αναγκαστικά, σε μια οικογενειακή κόλαση ή πιο συχνά στη μοιχεία. Αυτός είναι ο λόγος που η Έμμα – μια γυναίκα που παρέβη την «έκτη εντολή» ενός θεού που δεν θέλησε να λάβει ποτέ υπόψη του την κόλαση που υπάρχει συχνά σ’αυτό τον δεσμό, και το πρόβλημα έμεινε για να το λύσουν οι άνθρωποι – «έλεγε και ξανάλεγε στον εαυτό της: ‘ Έχω εραστή! έχω εραστή!’ και αναγάλλιαζε με την ιδέα αυτή σαν να της είχε έρθει δεύτερη εφηβεία». Δεν άργησε όμως να καταλάβει, με τις αναποδιές που φέρνει η ζωή, ότι και «η μοιχεία μπορούσε να είναι εξίσου βαρετή με τον γάμο».
Η Έμμα Μποβαρύ, όσο κι αν αυτό ακούγεται παράλογο, υπήρξε πραγματικό πρόσωπο, του οποίου η ιστορία ήταν λίγο πολύ ίδια μ’ εκείνη της ηρωίδας του Φλομπέρ. Πρόκειται για τη Ντελφίν Ντελαμάρ, η οποία πέρασε τις ίδιες περιπέτειες με την Έμμα Μποβαρύ, καταλήγοντας στο τέλος να αυτοκτονήσει, όπως η Έμμα. Και ακόμα κάτι: η μητέρα της Ντελαμάρ ήταν φίλη της μητέρας του Φλομπέρ. Και γεννιέται το ερώτημα: Αν δεν υπήρχε η Ντελφίν Νταλαμάρ, θα μπορούσε ο Φλομπέρ να δημιουργήσει μια ηρωίδα σαν την Έμμα Μποβαρύ; Η απάντηση, όπως πιστεύουν πολλοί, είναι ότι θα μπορούσε μέσα από μια άλλη ηρωίδα να δημιουργήσει το πορτρέτο της Έμμας. Μπορεί να ήταν μια άλλη εξ ίσου εμβληματική, γοητευτική και μοιραία συνάμα γυναίκα. Μήπως, μια τέτοια γυναίκα δεν είναι και η Μαρί Αρνού (προβολή, θα λέγαμε, της μαντάμ Μποβαρύ σε μεγαλύτερη ηλικία) στο επίσης σημαντικό έργο του Φλομπέρ Η αισθηματική αγωγή;
Δεν θα ήταν υπερβολή, αν λέγαμε ότι το μείζον μυθιστόρημα Μαντάμ Μποβαρύ του Γκυστάβ Φλομπέρ προοικονομεί όλο τον μοντερνισμό του 20ου αιώνα από τον Τόμας Μαν ως τον Κούντερα και τον Φίλιπ Ροθ. Το βιβλίο αυτό πρωτοδημοσιεύτηκε το 1856 σε συνέχειες στη Revue de Paris και την επόμενη χρονιά κυκλοφόρησε σε βιβλίο, κάνοντας απίστευτη εντύπωση και προκαλώντας τόσο τη Δικαιοσύνη όσο και την Εκκλησία. Το ελληνικό παράλληλο εκείνη την εποχή είναι αναμφισβήτητα η Πάπισσα Ιωάννα του Εμμανουήλ Ροΐδη, που κυκλοφόρησε βέβαια δέκα χρόνια αργότερα, κάνοντας ανάλογο θόρυβο τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό.
Δεν πρέπει επίσης να περάσει απαρατήρητο ότι με τον Φλομπέρ και τη Μαντάμ Μποβαρύ, καθώς και με το ποιητικό της ανάλογο Τα άνθη του κακού του Σαρλ Μποντλαίρ, η λογοτεχνία προσγειώνεται στο έδαφος της πικρής αλήθειας της καθημερινής ζωής, που βιώνεται γύρω μας και μέσα μας. Ο Φλομπέρ είναι, με το έργο αυτό, ο απαράμιλλος παρατηρητής της απαισιόδοξης όψης της ζωής, ο βάρδος της διαρκούς αποτυχίας κάθε προσπάθειας, για να ξεφύγει ο άνθρωπος από τη δυσπραγία αυτού του κόσμου. Έτσι η Έμμα βουλιάζει συνεχώς στην ευαισθησία της και στις επιθυμίες της, που λειτουργούν σαν καθρέφτης και προέκταση του περιβάλλοντος, μέσα στο οποίο την ανάγκασε να ζει η οικογένειά της – και κυρίως ο πατέρας της.
Το πόσο ρεαλιστής, εκτός από στυλίστας της γραφής, ήταν ο Φλομπέρ παραμένει ακόμα και σήμερα ερώτημα για το οποίο έχουν δοθεί πολλές απαντήσεις. Αλλά ένας ρεαλισμός σαν του Φλομπέρ, που εμπλουτίζεται και με εξωτικά στοιχεία, όπως, για παράδειγμα, στη νουβέλα του Ηρωδιάδα, είναι ένας άλλος ρεαλισμός, που η μετά βίας κρυμμένη αγωνία του Φλομπέρ για το ύφος της γραφής τον καθιστά διαφορετικό από τον αντίστοιχο ρεαλισμό, ας πούμε, του Μπαλζάκ. Συμπερασματικά θα λέγαμε ακόμη ότι η Μαντάμ Μποβαρύ, ύστερα από 167 χρόνια μετά την πρώτη της έκδοση το 1857, παραμένει ακόμη ένα μείζον μυθιστόρημα, που εξακολουθεί να διαβάζεται, να συγκινεί και να συναρπάζει εκατομμύρια αναγνώστες σε όλο τον κόσμο. Δεν είναι αυτονόητο, αν σκεφτεί κανείς πως τίποτε δεν μένει αλώβητο στο πέρασμα του χρόνου. Και αν το αναγνωστικό κοινό της εποχής εκείνης εκστασιάστηκε με ένα βιβλίο που ανέτρεπε τα κοινωνικά, αισθητικά και αναγνωστικά δεδομένα της εποχής, οι σύγχρονοι αναγνώστες διαπιστώνουν πως ο μεγάλος αυτός συγγραφέας κατόρθωσε το αδιανόητο: να καταστήσει μια συνηθισμένη γυναίκα της επαρχίας των ημερών του παγκόσμιο και διαχρονικό σύμβολο, και να πετύχει αυτό που άλλοι ομότεχνοί του δεν τόλμησαν ούτε καν να ονειρευτούν: τη νίκη της τέχνης στη μάχη της ενάντια στην κοινωνία που περιγράφει».
————————-