Αφορμή για το σημείωμα τούτο στάθηκε η πρώτη πανελλήνια εκτέλεση της Τρίτης Συμφωνίας του Ντιμίτρι Σοστακόβιτς στο Δημοτικό Θέατρο Ολύμπια- Μαρία Κάλλας πριν από είκοσι περίπου μέρες. Η εν λόγω συμφωνία του μεγάλου Ρώσου συνθέτη, που γράφτηκε το 1929, είναι αφιερωμένη στην Πρωτομαγιά, μια μέρα σύμβολο για τους αγώνες της εργατικής τάξης. Όταν παρουσιάστηκε πρώτη φορά από τη Φιλαρμονική Ορχήστρα του Λένιγκραντ, στις 21 Ιανουαρίου του 1930, επέτειο του θανάτου του Λένιν, η κατάσταση στη νεόκοπη τότε Σοβιετική Ένωση ήταν ακόμα ρευστή, αν και είχε αρχίσει να πέφτει η βαριά σκιά του σταλινικού καθεστώτος. Όπως και αρκετοί άλλοι Σοβιετικοί καλλιτέχνες, έτσι και ο Ντιμίτρι Σοστακόβιτς ταλαιπωρήθηκε πολύ από τη σταλινική εξουσία, που το 1936 και το 1948 αποκήρυξε τη μουσική του και απαγόρευσε να παίζονται τα έργα του. Ναι, αυτές οι αποκηρύξεις και απαγορεύσεις δεν συμβαίνουν μόνο στη χώρα μας, στα πέτρινα χρόνια της δικτατορίας των συνταγματαρχών, που συνέλαβαν, φυλάκισαν και εξόρισαν έναν μεγάλο συνθέτη με διεθνή ακτινοβολία, όπως είναι ο Μίκης Θεοδωράκης. Συνέβησαν και αλλού και μάλιστα πολύ πιο πριν από τη χούντα των συνταγματαρχών.
Ο Ντιμίτρι Σοστακόβιτς ( 1906-1975 ) γνώρισε αρκετές φορές για το έργο του την αυστηρότητα της επίσημης λογοκρισίας. Η όπερά του, για παράδειγμα, Η Λαίδη Μάκμπεθ του Μτσενσκ, κρίθηκε ελάχιστα προσιτή στα πλήθη των εργατών, προκάλεσε διαμαρτυρίες και στάθηκε αφορμή για να του καταλογιστεί από τον ίδιο τον Στάλιν μουσική α ν α ξ ι ό τ η τ α, ενώ το νέο καθεστώς ποτέ δεν του συγχώρησε ότι το 1918 είχε συνθέσει εμβατήριο εναντίον των Μπολσεβίκων – Όλα να λέγονται για να μην υπάρχουν σκιές διαφωνίας.
Όταν τέλειωσε η περίοδος της δυσμένειας, ο Σοστακόβιτς ξανάρχισε τις μεγάλες συμφωνίες του, αλλά αναγκάστηκε αυτή τη φορά να γράφει σε ένα πνεύμα δημοτικότερο και πιο ευαίσθητο στις κοινωνικές, πολιτικές και στρατιωτικές συνθήκες της σύγχρονης ιστορίας της χώρας του. Ο Σοστακόβιτς ως το 1953, που πέθανε ο Στάλιν, δεχόταν, χωρίς να τολμάει να διαμαρτυρηθεί, τη δυσφήμιση της Πράβντα η οποία διέδιδε πως πρόκειται για «φορμαλιστή» μουσικό χωρίς αξία. Στον λαό όμως ήταν τόσο δημοφιλής, ώστε, με το πέρασμα του χρόνου, το έργο του έγινε εξαγώγιμο σοβιετικό προϊόν. Οι εκδότες της κομμουνιστικής εφημερίδας δεν είχαν, φαίνεται, διαβάσει τα Χρονικά του Τάκιτου: τα είχαν ίσως πετάξει στο πυρ της ιδεολογίας τους. Διαφορετικά θα ήξεραν πως «όταν το πνεύμα τιμωρείται, αυξάνεται το κύρος του». Με άλλα λόγια, αυτός ο άνθρωπος, με τη μουσική ιδιοφυΐα, έζησε με τον φόβο όχι μόνο της καλλιτεχνικής απόρριψης, αλλά και των συνεχών διώξεων και απειλών ακόμα και για τη ζωή του. Δεν χρειάζεται βαθιά σκέψη για να καταλάβει κανείς ότι ο μεγάλος αυτός συνθέτης της Ρωσίας, αν ζούσε σε χώρα με δημοκρατικό πολίτευμα, θα μας έδινε έργα χωρίς καμία σκιά καταπίεσης που τον υποχρέωνε να χαλιναγωγεί την έμπνευσή του σύμφωνα με τα κελεύσματα του καθεστώτος. Την επιβίωσή του οφείλει όχι μόνο στο γεγονός ότι ο Στάλιν δεν τον θεωρούσε ως έναν από αυτούς που επιδιώκουν την πολιτική του ανατροπή, αλλά και σε άτομα και φίλους που θαύμαζαν το έργο του και τον στήριζαν με τις γνωριμίες που είχαν.
Από τον Σοστακόβιτς έλειπε ο πολιτικός ενθουσιασμός, κάτι που το σταλινικό καθεστώς θεωρούσε πρώτη πολιτική αρετή. Απαιτούσε απ’ αυτόν μια πολιτική στάση, όπως εκείνη του Προκόφιεφ, που ήταν ένας συνθέτης με εξαιρετική προσωπικότητα και δυναμισμό, και για τον οποίο η νεότερη ρωσική σχολή – που προέκυψε από μιμητές του μεγαλοφυούς δημιουργού Ίγκορ Στραβίνσκι, του οποίου η Ιεροτελεστία της Άνοιξης άνοιξε νέες προοπτικές – περηφανεύεται δίκαια.
Ο Σεργκέι Προκόφιεφ ( 1891-1953 ) ανακαλύφτηκε και λανσαρίστηκε από τον Σέργιο Ντιαγκίλεφ, που του παρήγγειλε αρκετές παρτιτούρες μπαλέτων, όπως Ο γελωτοποιός Σουτ, Ο άσωτος υιός, Το βήμα του ατσαλιού και Στον Βορυσθένη, που ανεβάστηκαν από τα ρωσικά μπαλέτα με πολύ μεγάλη επιτυχία. Νεύρο και ευστροφία χαρακτηρίζουν τη μουσική του Προκόφιεφ. Η Κλασική Συμφωνία του είναι ένα αληθινό αριστούργημα χάρης και πνεύματος, ενώ η κωμική όπερα Η αγάπη για τα τρία πορτοκάλια είναι γεμάτη με διασκεδαστικά ευρήματα και λεπτομέρειες, που αποδίδονται με μια ενορχήστρωση πολύ ζωηρά χρωματισμένη. Επίσης η Σκυθική σουίτα του, η Σταχτοπούτα, οι όπερες του Συμεών Κότκο, Ο παίκτης, ο Πύρινος Άγγελος, ο Πόλεμος και Ειρήνη , η καντάτα Αλέξανδρος Νέφσκι, οι εφτά Συμφωνίες του, η μουσική δωματίου του και η άφθονη μουσική του για πιάνο (ήταν και ο ίδιος δεξιοτέχνης πιανίστας), όλα αυτά τα έργα και ακόμα άλλα τον κατατάσσουν στην πρώτη γραμμή των Ρώσων συνθετών.
Αφού ταξίδεψε στην Ευρώπη και εκτιμήθηκε πολύ για το έργο του στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, ιδιαίτερα στο Παρίσι, ο Προκόφιεφ πήρε ξαφνικά την απόφαση και γύρισε στη Μόσχα. Από τη ρωσική πρωτεύουσα, αμέσως μόλις έφτασε, εξακόντισε έναν αφορισμό ενάντια στη Δυτική μουσική που προκάλεσε αίσθηση. Στη συνέχεια αφιέρωσε το μουσικό του ταλέντο στην υπηρεσία της σοβιετικής πολιτικής, γκρεμίζοντας οριστικά και αμετάκλητα τη γέφυρα που τον συνδέει με το ευρωπαϊκό παρελθόν του. Εξομολογήθηκε δημόσια, για να του συγχωρεθούν τα «δυτικά του αμαρτήματα», και ζήτησε από τον ρωσικό λαό να τον βοηθήσει να γράφει από δω και πέρα μια μουσική καθαρά «σταλινική» και απροσμάχητης ορθοδοξίας, όπως το ορατόριό του Ο φρουρός της ειρήνης και η καντάτα του Οκτώβρης. Πάντως τα πράγματα δεν είναι ακριβώς όπως φαίνονται. Ο Προκόφιεφ ήταν πολύ έξυπνος άνθρωπος, για να μην ήξερε τι τον περίμενε στη χώρα του την εποχή του σταλινικού δεσποτισμού.
Ο Σεργκέι Προκόφιεφ, ύστερα από μεγάλο χρονικό διάστημα που έλειψε απ’ τη χώρα του και που έλαμψε, κυριολεκτικά, στην Ευρώπη, νοστάλγησε, φαίνεται, την πατρίδα του. Επιστρέφοντας όμως από την Ευρώπη, ήξερε, από τις ευρωπαϊκές εφημερίδες τουλάχιστον, την πολιτική κατάσταση που επικρατούσε στη χώρα του× ήξερε ακόμα ότι επέστρεφε όχι μόνο με την ευρωπαϊκή αναγνώριση του έργου του, αλλά και από μια Ευρώπη καπιταλιστική, πράγμα που τον καθιστούσε ύποπτο και ασυμπαθή στα τυφλά όργανα του Στάλιν. Ήξερε επίσης πως ό,τι έγραψε και τον δόξασε στην Ευρώπη δεν ήταν αποδεκτό στη χώρα του. Αν ήθελε λοιπόν να επιβιώσει σε αυτό το καθεστώς, έπρεπε, με το που θα πατήσει το πόδι του στη ρωσική γη, να παραδοθεί άνευ όρων και μάλιστα με πειστικό τρόπο: πρώτα να εξακοντίσει τον αφορισμό του ενάντια στη Δυτική μουσική και στην Ευρώπη που είχε εκτιμήσει το έργο του (πολύ σκληρή αυτή η στιγμή για έναν καλλιτέχνη), και ύστερα να ζητήσει δημόσια συγγνώμη από τον ρωσικό λαό για τις «δυτικές του αμαρτίες». Και όλα αυτά για να γίνει αρεστός και πιστευτός στις μυστικές υπηρεσίες του Στάλιν.
Αν δεν είχε πεθάνει την ίδια χρονιά με τον Στάλιν και επέστρεφε στην πατρίδα του στα χρόνια της αποσταλινοποίησης, δεν θα ήταν υποχρεωμένος να πάρει αυτές τις σκληρές αποφάσεις. Δεν πετάει κανείς στον καιάδα ένα έργο στο οποίο υποκλίθηκε όλη η Ευρώπη μόνο και μόνο γιατί έτσι θέλει ένας δικτάτορας.
Και αν αυτό έγινε, έγινε γιατί ήξερε πολύ καλά πως το αποκηρυγμένο έργο του ήταν παγκόσμια γνωστό και δεν θα χανόταν. Δεν ήταν λοιπόν τα πράγματα όπως τα βλέπουν και τα παρουσιάζουν μερικοί.
————————
Όλα τα Ολοκληρωτικά Καθεστώτα είναι αυταρχικά.