You are currently viewing Φάνης Κωστόπουλος:  Η παράδοση θέλει τον Όμηρο τυφλό και  κάπου-κάπου να κοιμάται

Φάνης Κωστόπουλος:  Η παράδοση θέλει τον Όμηρο τυφλό και  κάπου-κάπου να κοιμάται

  

Όταν άκουσα, πρώτη φορά, να λένε ότι ο Όμηρος ήταν τυφλός, ήμουν παιδί στο δημοτικό σχολείο και η σκέψη μου πήγε αμέσως σ΄έναν τυφλό επαίτη που γύριζε τότε στις αθηναϊκές γειτονιές, παίζοντας ακορντεόν και τραγουδώντας. Ήταν νέος άνθρωπος, γύρω στα 45 με 50, και είχε ωραία φωνή. Φορούσε ένα στρατιωτικό χιτώνιο για να ρίχνουν οι σπλαχνικοί χριστιανοί ( περισσότερο γυναίκες ) τον οβολό τους στις εξωτερικές του τσέπες. Στη δική μου γειτονιά,  συνέβαινε συχνά να βγαίνουν μερικές κυρίες στην εξώπορτα του σπιτιού τους για να τον ακούσουν και να δώσουν την ελεημοσύνη τους. Πέρασαν από τότε κάμποσα χρόνια και ήμουν  φοιτητής όταν τον ξαναθυμήθηκα.  Ήταν τότε που είδα πρώτη φορά τον πίνακα του Καμίγ  Κορό Ο Όμηρος και τα βοσκόπουλα ( Homère et Bergers, Salon de 1845 ). Στον πίνακα αυτό ο Όμηρος εικονίζεται καθιστός και τυφλός  να ψάλλει στίχους από τα έπη του, κρούοντας τις χορδές της λύρας που κρατάει , ενώ τον έχουν πλησιάσει τρία βοσκόπουλα, μαγεμένα από το τραγούδι του. Ο πίνακας είναι εμπνευσμένος από αυτούς τους στίχους του Αντρέ  Σενιέ, που σε δική μου απόδοση λένε : 

                     Γεια σας, παιδιά, που είσαστε σταλμένα από τον Δία.

                    Ευτυχισμένοι είν’ οι γονείς που τέτοιους σας γεννήσαν !

                    Κοπιάστε δω, τα χέρια μου ζητούν να σας γνωρίσουν.

                   Θαρρώ πως έχω μάτια εγώ. Είστε κι οι τρεις ωραίοι.

                   Το πρόσωπό σας είν’ γλυκό, γιατί γλυκιά η φωνή σας.

                   Αξιαγάπητη η αρετή που τη στολίζει η χάρη !

                   Σαν της Λητώς τη φοινικιά είστε και σεις βλαστάρια,

                   Που είδα, όταν έβλεπα, σε κάποιο μου ταξίδι,

                  Καθώς το πλοίο πλεύριζε την ιερή τη Δήλο,

                  Είδα κοντά στον πέτρινο τ’ Απόλλωνα βωμό

                 Μια φοινικιά, δώρο θεού κι απά στη γη ένα θάμα.

                                Ο τυφλός ( Laveugle )

     Τόσο λοιπόν ο ποιητής όσο κι ο καλλιτέχνης δημιουργούν το έργο τους, μένοντας πιστοί στην παράδοση που θέλει τον Όμηρο τυφλό. Συμβάλλει σ’αυτό και η λαϊκή ετυμολογία που θέλει το όνομα παρετυμολογημένο από το « ο  μη ορών », ενώ ο ίδιος, υποτίθεται , στον Ύμνο στον Απόλλωνα ,  δηλώνει « τυφλός ανήρ » :

Είναι τυφλός και κατοικεί στη βραχόσπαρτη Χίο×

                    τα τραγούδια του στο μέλλον πρώτα στον κόσμο θα’ναι.

Οι μεταγενέστεροι ποιητές, ιδιαίτερα οι επιγραμματοποιοί, αναφερόμενοι στον ομότεχνό τους, που στάθηκε «α γ ή ρ α τ ο ν  σ τ ό μ α   κ ό σ μ ου», παίζουν συχνά με το φως, τον ήλιο και τ’αστέρια, όπως. για παράδειγμα, ο Αντίπατρος ο Σιδώνιος, που τον ονομάζει «δεύτερον αέλιον» ( ήλιο ) και «Μουσών φέγγος». Άλλοι τον θέλουν «λαμπρότατον των Μουσών φέγγος» (Λεωνίδας ο Ταραντίνος) και «Μουσάων αστέρα  και Χαρίτων»  (Αλκαίος ο Μεσσήνιος). Η ελληνική παράδοση θέλει ακόμα και τον μάντη τυφλό, ενώ στη λατινική γλώσσα η λέξη vates (μάντης) σημαίνει και ποιητής. Πολλοί θα θυμούνται από τα μαθητικά τους χρόνια τον Οιδίποδα, που  στον φερώνυμο Τύραννο  εκτοξεύει ενάντια στον τυφλό μάντη Τειρεσία  εκείνη τη φημισμένη, αλλά σκληρή  παρήχηση: «Τυφλός τα τ’ώτα, τον τε  νουν τα τ’ όμματ’ ει» (είσαι τυφλός στ’αφτιά, στο μυαλό και στα μάτια), ενώ στην πραγματικότητα ο ίδιος είναι τυφλός, που δεν γνωρίζει ότι σκότωσε τον πατέρα του και ότι είχε συνευρεθεί με τη μάνα του.

Αλλά και στη νεότερη λογοτεχνία υπάρχουν μερικοί   ξένοι ομότεχνοί του που τον επικαλούνται τυφλό, όπως για παράδειγμα ο Κρίστοφερ  Μάρλοου που βάζει τον Doctor Faustus   ν’ αναρωτιέται: « Have I not Made blind Ηomer sing to me ?». Ή ακόμα ο James Elroy Flecker ( 1884-1915 ): «Και ο τυφλός Μαιονίδης ( Όμηρος ) το είπε τρεις χιλιάδες χρόνια πριν». Από τους Νεοέλληνες ποιητές τυφλός ήταν ο θεωρούμενος  και ως τελευταίος  Φαναριώτης, ο Ηλίας Τανταλίδης ( 1818-1876 ), με την ιδιάζουσα χρήση της κωνσταντινουπολίτικης  καθαρεύουσας και τις δυο του συλλογές, τα Παίγνια και  τα Ιδιωτικά στιχουργήματα.  Το πιο σπουδαίο σ’ αυτόν – για μένα τουλάχιστον – είναι το γεγονός ότι στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης  είχε μαθητή τον Γεώργιο Βιζυηνό, τον οποίο όχι μόνο   παρώθησε στα γράμματα, αλλά και επηρέασε στην ποίηση.

Φαίνεται, πάντως, πως δεν είναι μόνο η αρχαία ελληνική αντίληψη που ήθελε τυφλό τον μεγάλο ποιητή  Όμηρο, αλλά και η ίδια η Παγκόσμια ιστορία της λογοτεχνίας. Και αυτό γιατί, εκτός από τον Όμηρο της παράδοσης, τυφλοί υπήρξαν πραγματικά ο Μίλτον, ο Σαρτρ (στην τελευταία φάση της ζωής του και της δημιουργίας του) και ο Μπόρχες (σχεδόν εντελώς τυφλός τα τελευταία τριάντα χρόνια).  Ό τελευταίος –πού μαζί με τον Μαρκές, τον Νερούντα, τον Αμάντο και μερικούς άλλους μετατόπισαν, για ένα φεγγάρι , το κέντρο βάρους της λογοτεχνίας του 20ου αιώνα στη Λατινική Αμερική – προσπάθησε να διδάξει στους μαθητές του «πώς ν’ αγαπήσουν τη λογοτεχνία, πώς να τη δουν σαν μια μορφή ευτυχίας» , ενώ, για την απώλεια της όρασής του,  αξίζει, νομίζω, να θυμάται  κανείς τα λόγια που είπε:

Α υ τ ό  τ ο  α ρ γ ό  χ ά σ ι μ ο  τ η ς  ό ρ α σ η ς …

ξ ε κ ί ν η σ ε  ό τ α ν  άρ χ ι σ α  ν α  β λ έ π ω.

 

Αλλά αυτός που θα ξεπεράσει όλους – αρχαίους και νέους –  σε ποιητική έξαρση της ομηρικής τυφλότητας είναι ο μεγάλος ρομαντικός ποιητής  John  Κeats ( 1795-1821 ). Γι’ αυτόν τον ποιητή,  που έφυγε από τη ζωή τόσο πρόωρα, ισχύει η μονόστιχη γνώμη του Μένανδρου : «ον οι θεοί φιλούσιν αποθνήσκει νέος». Ο   Κeats, λοιπόν,  στην περίφημη Ωδή στον Όμηρο, λέει θαυμάζοντας τον ποιητή της Ιλιάδας:

Και στην οξύτητα της τύφλας όραση τριπλή.

There is a triple sight in  blindness keen.

Ο εθνικισμός των Άγγλων – που δεν αντέχει την ποιητική δόξα του Ομήρου-  έγινε αιτία να ειπωθεί κάτι πικάντικο  για τον δικό τους τυφλό ποιητή, τον Μίλτον. Ο William Cowper (1731- 1800),  σε μια από τις ωδές του,  ξεσπάει σε μια πατριωτική γραμματολογία: διακηρύσσει ότι για να ισοφαρίσει κανείς τη δόξα του  Μίλτον, θα χρειαστεί   όχι μόνο η  φήμη του Ομήρου, αλλά και  αυτή του Βιργίλιου. Ο μεγάλος ποιητής του 19ου αιώνα, ο Άλφρεντ Τέννυσον ( 1809- 1902 ) θα υμνήσει τον Μίλτον χωρίς αστείες συγκρίσεις και θα τον ονομάσει «θεόδοτο όργανο – φωνή της Αγγλίας». Όσο για το πειραχτήρι της αγγλικής γραμματολογίας, τον λόρδο  Μπάιρον εννοώ, θα τον τοποθετήσει στη σωστή του θέση :

Ο Μίλτον είν’ ο πρίγκιπας των ποιητών – έτσι λέμε.

λίγο  βαρύς, αλλ’ όχι λιγότερο θείος.

Ο  Edward Young  (1683- 1765) δεν τον βρίσκει καθόλου   ‘βαρύ’.   Σ’  ένα επίγραμμά του για τον Βολταίρο αποκαλεί τον Γάλλο στοχαστή «πνευματώδη, άσωτο και λεπτό», που τον κάνει να σκέφτεται «τον Μίλτον, τον θάνατο και την αμαρτία». Τέλος, ο σκοτεινός William Blake  (1757- 1827) σε μια υποσημείωση αναφέρει ότι «ο λόγος που ο Μίλτον έγραφε με χειροπέδες όταν έγραφε για τους Αγγέλους και τον Θεό, και χωρίς χειροπέδες όταν έγραφε για τους Δαίμονες  και την Κόλαση, είναι επειδή ήταν αληθινός ποιητής και, χωρίς να το ξέρει, ανήκε στο Κόμμα του Δαίμονα» ( τα κεφαλαία γράμματα δικά του).  Το ότι έχει δίκιο ο Μπλέικ φαίνεται καθαρά από τούτο τον στίχο του Μίλτον: Κάλλιο  να βασιλεύεις στην Κόλαση /  παρά να ‘σαι δούλος στον Oυρανό.

              (  Βetter to reign in Hell than serve in Heaven. )

                                       Paradise Lost, A, 263

      Ο λόρδος Μπάιρον, ο Έλληνας, όπως τον θέλει ο Ουγκώ, και όχι

ο φιλέλληνας, θυμάται τον στίχο του  Οράτιου   που λέει :

Αγανακτώ κάθε φορά που ο καλός ο  Όμηρος κοιμάται.

Indignor quandoque bonus dormitat Homerus  )

 

και θέλει να πειράξει τον συμπατριώτη και σύγχρονό του  ποιητή William Wordsworth, ‘παίζοντας’ όχι με την τυφλότητα του ποιητή, αλλά με το ανεπίτρεπτο γεγονός ότι  «ακόμη και ο Όμηρος κάποτε κοιμάται», και λέει για τον ομότεχνό του : «Έμαθα απ΄ τον Οράτιο ότι ‘κι ο Όμηρος κοιμάται κάπου-κάπου’. Εγώ από την πλευρά μου νιώθω πως κι ο Wordsworth  ξυπνάει κάπου-κάπου». Δεν έχουν λοιπόν άδικο  εκείνοι που τον αποκάλεσαν, όπως είπα και πιο πάνω, «π ε ι ρ α χ τ ή ρ ι  τ η ς   α γ γ λ ι κ ή ς   γ ρ α μ μ α τ ο λ ο γ ί α ς».

Θα κλείσω αυτό το κείμενο με έναν από τους κορυφαίους ποιητές ( για πολλούς μάλιστα  ο κορυφαίος ) του 18ου αιώνα, τον  Alexander  Pope , ο οποίος όχι μόνο θαύμαζε και διάβαζε τα ομηρικά έπη, αλλά και μετάφρασε, με μέτρο και με ρίμα, την  Ιλιάδα, μια μετάφραση που για πολλά χρόνια διδασκόταν στα εγγλέζικα σχολεία και ήταν τόσο  αγαπητή στους μικρούς μαθητές, ώστε αργότερα,  σε μεγάλη ηλικία, θυμόνταν στίχους της Ιλιάδας σε μετάφραση του Αλεξάντερ Πόπ, που διάβαζαν παιδιά. Στο έργο του  Τhe Essay on Criticism  δίνει σε έμμετρο λόγο τούτη τη συμβουλή :

            Kάνε τα έργα του Ομήρου μελέτη  και ευχαρίστησή σου×

             διάβαζέ τα την ημέρα και σκέψου τα τη νύχτα.

 

Be Homer’s works your study  and your delight;

             Read them by day, and meditate by night.

                                 ——————-

 

 

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.