Την άνοιξη του 1854 ο Βίκτορ Ουγκό – ο γνωστός στον τόπο μας Γάλλος συγγραφέας από το πολυδιαβασμένο του μυθιστόρημα Οι Άθλιοι, αλλά άγνωστος ως ποιητής – ήταν αυτοεξόριστος για πολιτικούς λόγους. Εκεί, στην εξορία, θυμόταν με νοσταλγία την όμορφη πατρίδα του και τα αγαπημένα του πρόσωπα, τα οποία έχασε κατά τη διάρκεια της μακρόχρονης ζωής του – κυρίως την όμορφη, πρωτότοκη κόρη του, τη Léopoldine, που στα πιο δροσερά της νιάτα πνίγηκε στον Σηκουάνα, τον ποταμό που γοητευμένος από την ομορφιά της και τις χάρες της, δεν μπόρεσε να συγκρατήσει το ερωτικό του πάθος και, μπατάροντας τη βάρκα της, την άρπαξε, όπως ο κένταυρος την Ιπποδάμεια, μέσα στην υγρή αγκαλιά του, για να την κάνει για πάντα μια Νηρηίδα δική του. Ο Ουγκό, όταν συνέβη αυτό το περιστατικό, ήταν στην Ισπανία και πληροφορήθηκε τον θάνατό της λίγες μέρες μετά το συμβάν από τις εφημερίδες.
Παρά τα χρόνια που πέρασαν και τα ποιήματα που έγραψε για την αγαπημένη του κόρη, δεν μπόρεσε ποτέ να ξεπεράσει τον πρόωρο και άδικο θάνατό της. Του ήταν αδύνατο να τη βγάλει από τη σκέψη του και έφτασε, μάλιστα, στο σημείο να νιώθει τον ίσκιο της δίπλα του και να κουβεντιάζει μαζί της, όπως τότε που ήταν μικρό κοριτσάκι και ερχόταν κάθε πρωί στο υπνοδωμάτιο του πατέρα της, ο οποίος καθιστός στο κρεβάτι του συνήθιζε, τις πρωινές ώρες, να καταγίνεται με κάποιο έργο του, για να τον καλημερίσει και να μιλήσει λίγο μαζί του, ανακατεύοντας συνάμα και τα χαρτιά του. Σε ένα από αυτά τα ποιήματα που έγραψε για τον άδικο χαμό της φαίνεται καθαρά τι έλεγαν μεταξύ τους πατέρας και κόρη στις «μυστικές» εκείνες συνομιλίες τους. Αυτή – όπως μας λέει ο δύστυχος πατέρας – τον καλεί κοντά της και τον περιμένει. Και αυτός, από τη μεριά του, θέλει να είναι πιστός στο ραντεβού του μαζί της στο μικρό κοιμητήρι που δεσπόζει στον Σηκουάνα. Στο ποίημα αυτό, που επιγράφεται «Αύριο την αυγή», ο απαρηγόρητος πατέρας λέει σε δική μου απόδοση:
Αύριο, μόλις χαράξει εδώ στην εξοχή,
Θα φύγω. Ναι, ξέρω καλά πως μένα περιμένεις.
Πρώτα απ’ το δάσος και μετά απ’ τη βουνοκορφή
Θα έρθω. Δεν μπορώ τόσο μακριά από με να μένεις.
*
Θα περπατώ με τη ματιά στης σκέψης τα λημέρια,
Χωρίς να βλέπω τίποτα, χωρίς ν’ ακούω κάτι.
Μονάχος, άγνωστος, σκυφτός, με σταυρωτά τα χέρια,
Θα ‘ναι η μέρα μου νυχτιά κι η θλίψη μου γινάτι.
. *
Δε θα κοιτάζω τ’ άλικο το δειλινό που σβήνει,
Ούτε μακριά, εκεί στ΄Ανφλέρ, πανάκια π’ αρμενίζουν.
Κι απά στο μνήμα, σα θα ‘ρθω, θά ‘χεις την ώρα κείνη
Ρείκια, πουρνάρι πράσινο, τον τάφο να στολίζουν.
Στην τελευταία στροφή, ο ποιητής, για τον στολισμό του τάφου της, θα μαζέψει ό,τι φυτρώνει γύρω από το μνήμα της, ρείκια και πράσινα φύλλα από πουρνάρι – φυτά δηλαδή που της κρατάνε συντροφιά και είναι γειτονιά της.
Η εποχή λοιπόν της άνοιξης και η ομορφιά της φύσης τον βρίσκουν στον ξένο τόπο, όπου ζει αυτοεξόριστος, βαθιά κι απαρηγόρητα θλιμμένο. Η μόνη διέξοδος ήταν το γράψιμο. Πήρε λοιπόν την πένα και έγραψε ένα τραγούδι για την όμορφη αυτή εποχή που επιγράφεται Chanson και ανήκει στην ποιητική συλλογή Le Livre Lyrique.

Σε αυτό το πολύστιχο ποίημα πλέκεται ένα στεφάνι από μαραμένα φύλλα της μακρόχρονης ζωής του και υπέροχες εικόνες από την ομορφιά της ανθισμένης φύσης. Oι δυο στροφές, που παραθέτω εδώ όσο γίνεται πιο πιστά στη γλώσσα μας, είναι, νομίζω, αρκετές για να καταλάβει κανείς από τη μια πλευρά την άσχημη ψυχική κατάσταση στην οποία βρίσκεται ο ποιητής και από την άλλη την όμορφη, ανοιξιάτικη φύση που τον περιβάλλει. Και αυτό γιατί δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι πέρα από την ξενιτειά που τον θλίβει, υπάρχει και η σκληρή μοναξιά που τον συντρίβει. Λίγοι είναι εκείνοι που ξέρουν ότι όσο απέραντη ήταν η δόξα του, άλλο τόσο απέραντη ήταν και η δυστυχία του.
Η σκέψη μου πάει, με νοσταλγία,
στα μάτια που έκλεισα, τ’ αγαπημένα.
Ο μήνας του Μάη χωρίς τη Γαλλία
Δεν είναι πια μήνας του Μάη για μένα.
*
Εξόριστε, κοίταξε αυτά τα κλαριά,
Κλαριά όπου κρύβονται φωλιές των πουλιών:
Ο Μάης τις γέμισε με άσπρα φτερά
κι ατέλειωτους ήχους γλυκών στεναγμών.
( Je pense
Aux yeux chers que je fermai.
Le mois de mai sans la France,
Ce n’est pas le moi de mai.
Proscrit, regarde les branches,
Les branches où sont les nids:
Mai les remplit d’ ailes blanches
Et de souprits infinis. )
Στη δεύτερη στροφή, ο ποιητής που είναι, όπως είπα πιο πάνω, αυτοεξόριστος, απευθύνεται στον εαυτό του και τον παρακινεί να κοιτάξει τα κλαριά των δέντρων, όπου τα πουλιά έχουν χτίσει τις φωλιές τους και που τώρα τον Μάη είναι γεμάτες νεοσσούς. Και αυτή η προτροπή, θα ‘λεγε κανείς, γίνεται για να θυμηθεί τη δική του οικογένεια που δεν υπάρχει πια: τα τέσσερα παιδιά του, που κάποτε γέμιζαν με χαρά και ζωή το σπίτι του, προτού η μοίρα, ζηλεύοντας την πέρα από τα σύνορα της πατρίδας του λογοτεχνική του δόξα και την οικογενειακή του ευτυχία, τον χτυπήσει όσο το δυνατό πιο σκληρά: τρία παιδιά στον τάφο και ένα στο φρενοκομείο.
Ακόμα και ο μεγάλος έρωτας της ζωής του, η Juliette Drouet (μια γυναίκα που θυσίασε τη θεατρική της καριέρα για ν’ αφοσιωθεί στην ερωτική της σχέση με τον Ουγκό) έφυγε από τη ζωή δυο χρόνια πριν από τον δικό του θάνατο, αν και ήταν τέσσερα χρόνια νεότερη απ’ αυτόν.
———————–