Oι ομότιμοι, οι επίτιμοι και οι άλλοι, οι «υπότιμοι» ή συνταξιούχοι, όπως είμαστε πιο γνωστοί εμείς οι παρακατιανοί, μπορεί να μην είμαστε όλοι πλούσιοι σε χρήμα, είμαστε, ωστόσο, όλοι πλούσιοι σε χρόνο. Πράγματι, ξυπνάς το πρωί και, αφού πάρεις τα χάπια σου (αν τα έχει βέβαια ανάγκη η υγεία σου), δεν ξέρεις τι να κάνεις για να γεμίσεις τον χρόνο σου. Κι ας λέει ο Ρουσώ, στις Ονειροπολήσεις ενός μοναχικού περιπατητή (Les réveries du promeneur solitaire), ότι «δεν υπάρχει μεγαλύτερη ευχαρίστηση από το να μην κάνεις τίποτα». Για το ίδιο θέμα λέει, με τη γνωστή ειρωνεία του, ο Όσκαρ Ουάιλντ, στο πολύκροτο βιβλίο του Το πορτρέτο του Ντόριαν Γκρέι, ότι ο γιος ενός λόρδου «μελετάει σοβαρά τη μεγάλη αριστοκρατική τέχνη: πώς να μην κάνει απολύτως τίποτα».Τότε όλα τα πράγματα γύρω σου νομίζεις ότι συνωμοτούν εναντίον σου: Τα λουλούδια στη βεράντα είναι ποτισμένα, χαλασμένο κάτι να μαστορέψεις δεν υπάρχει, οι τρέχοντες λογαριασμοί του σπιτιού όλοι πληρωμένοι, το ψυγείο γεμάτο, γιορτή, για να τηλεφωνήσεις σε κάποιον που γιορτάζει, δεν είναι, και η κακοκαιρία έξω μαίνεται και σε υποχρεώνει – θες δε θες – να πιεις τον καφέ σου οίκοι και μόνος.
Τέτοιες μακρόσυρτες ημέρες εμείς, που ζούμε, λόγω προχωρημένης ηλικίας, στο περιθώριο της ζωής και είμαστε στην πρώτη γραμμή επιλογής του χάρου, αντιμετωπίζουμε πολύ συχνά. Γυρίζουμε σαν την τίγρη στο κλουβί του τσίρκου. Ανοίγεις το «χαζοκούτι» και πέφτεις σε πρωινάδικα× παίρνεις τηλέφωνο φίλο ή φίλη και λείπει στη δουλειά× να γράψεις πάλι όπως εχθές και προχθές ένα άρθρο, δεν έχεις θέμα. Και το χειρότερο είναι ότι κοιτάς και ξανακοιτάς τους δείχτες του ρολογιού και όλο την ίδια ώρα δείχνουν. Όπως καταλαβαίνεις, όλα ανάποδα!
Ένας από τους μείζονες ποιητές της Γαλλίας, ο Κάρολος Μπωντλαίρ, στου οποίου την ποίηση ένα από τα θέματα είναι και οι γεμάτες ανία μέρες, λέει σε ένα στίχο του: Τίποτε δε φτάνει σε μάκρος τις μέρες τις κουτσές. (Rien n’ égale en longueur les boiteuses journées). Και, σύμφωνα με ό,τι είπα πιο πάνω, έχει πέρα για πέρα δίκιο. O Aλέξανδρος Δουμάς, ο συγγραφέας των Τριών σωματοφυλάκων, λέει σ΄αυτό το βιβλίο του ότι η πλήξη ήταν η χειρότερη αρρώστια για τον Λουδοβίκο ΙΓ. Συχνά φώναζε κοντά του έναν αυλικό και του έλεγε: «Ελάτε, κύριε, να πλήξουμε μαζί». Με τα δυο αυτά παραδείγματα, του Μπωντλαίρ και του Γάλλου Βασιλιά, η πλήξη, από τον 17ο αιώνα ως τον 19ο , που ο ρυθμός της ζωής ήταν αργός, ήταν ό,τι για μας το άγχος, στον 20ο και 21ο αιώνα, που ο ρυθμός της ζωής έγινε πολύ γρήγορος.
Μια τέτοια πληκτική μέρα ήταν που δεν είχα τι να κάνω και γύριζα από δωμάτιο σε δωμάτιο, λες και ήμουν το φάντασμα του σπιτιού. Κάποια στιγμή τα βήματά μου με έφεραν στην ξενόγλωσση βιβλιοθήκη. Εντελώς τυχαία πήρα στα χέρια μου τους Μύθους του Λα Φονταίν, που, όπως λέει ο ίδιος, ακολούθησε το παράδειγμα του Αισώπου:
Χρησιμοποιώ τα ζώα για να μορφώνω τους ανθρώπους
( je me sers d’ animaux pour instruire les hommes ).
To στυλ του Γάλλου ποιητή είναι ποικίλο, όπως και τα θέματά του. Πράγματι, ο Λα Φονταίν δεν ήταν μόνο αφηγητής μύθων, αλλά και ποιητής. Και μάλιστα ποιητής επικός, λυρικός και σατιρικός. Η γλώσσα του είναι πλούσια όπως αυτή του Μολιέρου, και η στιχουργία του, ευλύγιστη και σταθερή, ακολουθεί όλους τους κυματισμούς της σκέψης του. Δανείστηκε τα θέματά του από την αρχαιότητα και τον μεσαίωνα, με τέτοιο τρόπο, που κανένας δεν μπόρεσε να τον μιμηθεί. Θυμάμαι ένα στίχο του Ioachim du Bellay για τη Ρώμη που λέει:
Μόνο η Ρώμη μπορεί να μοιάζει στη Ρώμη.
( Rome seule pouvoit à Rome ressembler )
Kάτι ανάλογο μπορούμε να πούμε και για τον Λα Φονταίν: Μόνο ο Λα Φονταίν μπορεί να μοιάζει στον Λα Φονταίν. Πρέπει ακόμη να πω ότι αυτός ο Αίσωπος των γαλλικών γραμμάτων, για τον ανθρωπιστικό σκοπό του, δεν έδωσε ανθρώπινη φωνή και λογικό μόνο στα ζώα, αλλά και στους εκπροσώπους του φυτικού βασιλείου. Αυτό στάθηκε αφορμή να διαβάσω τον ωραίο μύθο «Η βελανιδιά και το καλάμι». Ο μύθος του και ο ποιητικός του λόγος με μάγεψαν σαν μικρό παιδί. Πήρα τότε την πένα και άρχισα – μιας και δεν είχα τι να κάνω – να χτίζω σιγά-σιγά το έμμετρο κείμενο του Γάλλου ποιητή στη γλώσσα μας. Είναι κρίμα που η κόρη μου μεγάλωσε πια… (Οι γονείς τα παιδιά τους τα θέλουν μικρά). Δεν μ’ έχει, όπως τότε που ήταν μικρούλα, ανάγκη… Αν θέλει – που δεν θέλει – διαβάζει τώρα τους μύθους του Λα Φονταίν στο πρωτότυπο. Να, λοιπόν, τι μπορεί να βγει από μια μέρα πληκτική ή «κουτσή», όπως λέει ο ποιητής των Ανθέων του Κακού.
Η ΒΕΛΑΝΙΔΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΚΑΛΑΜΙ
Μια μέρα λέει η βελανιδιά στ’ αδύνατο καλάμι:
«Έχεις αιτίες σοβαρές τη φύση να κακίζεις.
Για σένα και μικρό πουλί είναι βαρύ φορτίο.
Η πιο αδύναμη πνοή, που πνέει κατά τύχη
Και του νερού το πρόσωπο ίσα που ρυτιδώνει,
Σε αναγκάζει πάντοτε να σκύβεις το κεφάλι×
Μα το δικό μου μέτωπο, που μοιάζει του Καυκάσου,
Δεν του αρκεί να σταματά του ήλιου τις αχτίδες
Και αψηφά τη θύελλα όσ’ άγρια κι αν είναι.
Ακόμη, εάν φύτρωνες κάτω απ’ τη φυλλωσιά μου,
Εγώ θα σε προστάτευα. Μα συ αγαπάς τις όχθες
Των ποταμών, τις δροσερές, τ’ ανέμου τα βασίλεια.
Πράγματι, η φύση σ’ αδικεί× έτσι εγώ νομίζω».
*
«Η συμπόνια σου», της είπε τ’ αδύνατο καλάμι,
«Βγαίνει από φύση ευγενική× μα διώξε αυτή την έγνοια:
Οι άνεμοι για σένανε πιο επικίνδυνοι είναι.
Εγώ λυγίζω μα δε σπάω× και συ ως τώρα έχεις
Αντέξει τα χτυπήματα τα φοβερά τ’ ανέμου,
Χωρίς να σου’ ναι δυνατό τη ράχη σου να κάμψεις.
Μα ποιο θα ‘ναι το τέλος μας κανείς μας δεν το ξέρει ».
*
Κι ενώ αυτά της έλεγε, κάπου μακριά φυσούσε
Το πιο δεινό, το πιο σφοδρό απ’ όλα ξεροβόρι.
Το δέντρο στέκει ακλόνητο× λυγίζει το καλάμι.
Το ξεροβόρι πείσμωσε και όλο δυναμώνει,
Τόσο πολύ που μπόρεσε με μιας να ξεριζώσει
Αυτή που το κεφάλι της έφτανε στα ουράνια
Και τα ποδάρια ως των νεκρών την αυτοκρατορία.
———————-
Με τη φιλολογική αυτή απασχόληση όχι μόνο πέρασα ευχάριστα και δημιουργικά μια μέρα, που τη νόμιζα αφόρητα πληκτική, αλλά και έμαθα από τότε να προτιμώ τη μοναξιά παρά το καφενείο με τους ποδοσφαιρόφιλους. Το ίδιο, άλλωστε, θα έκανε στη θέση μου και ο Λα Φονταίν, αν κρίνω τη στάση του απ’ αυτό τον στίχο:
Πολύ καλύτερα μονάχος, παρά να έχω συντροφιά ανόητους
. ( Beaucoup mieux seul qu’avec des sots ).
———————