Διδασκόμενος στο σχολείο Ευρωπαϊκή Ιστορία, παρατηρούσα συχνά ότι δεν λαμβάνονταν υπόψη οι αξίες του ευρωπαϊκού πολιτισμού και ότι οι συμμαχίες και οι συμφωνίες μεταξύ των κρατών γίνονταν με κριτήριο τα συμφέροντά τους, όπως, για παράδειγμα , η συμφωνία Μολότωφ και Ρόμπιντροπ, 1938, ανάμεσα στη χιτλερική Γερμανία και τη Σοβιετική Ένωση, για να μοιραστούν, εξ ημισείας , την Πολωνία. Επομένως, δεν πρέπει να μας ξαφνιάζει το γεγονός ότι, εν καιρώ πολέμου, οι συμφωνίες και οι εκεχειρίες υπογράφονταν σύμφωνα με τα συμφέροντα και τις απαιτήσεις του νικητή. Με άλλα λόγια, το γνωστό « δίκαιον του ισχυροτέρου».Τα πράγματα, λοιπόν, δεν μπορούσαν να είναι διαφορετικά, όταν στη Μπολόνια, στις 23 Ιουνίου 1796, οι απεσταλμένοι του Πάπα συνάντησαν τον Ναπολέοντα Βοναπάρτη, που σάρωνε τότε τις κτήσεις του Ποντίφικα, και υπέγραψαν ανακωχή των εχθροπραξιών. Το άρθρο 8 της συμφωνίας όριζε μια ασυνήθιστη υποχρέωση για τον ηττημένο.
Ο Πάπας έπρεπε να παραδώσει στον Ναπολέοντα, ως πολεμική λεία, 100 α ρ ι σ τ ο υ ρ γ ή μ α τ α τ η ς τ έ χ ν η ς. Ο Προκαθήμενος της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας δεν έφερε καμίαν αντίρρηση στον 27χρονο τότε Γάλλο στρατηγό, φοβούμενος ίσως μην πέσει πάλι, όπως λέει η παράδοση, το σπαθί του Βρέννου πάνω στη ζυγαριά με το χρυσάφι, δηλαδή μη θυμώσει ο νεαρός νικητής και ζητήσει περισσότερα έργα, επαναλαμβάνοντας την ιστορική φράση του Γαλάτη ηγεμόνα : «Ουαί τοις ηττημένοις!».
Πάντως η ιδέα για την αφαίρεση των έργων τέχνης από τα μουσεία της Ρώμης δεν ήταν του Ναπολέοντα. Ο Λαοκόων, ο Απόλλων Belvedere , ο Θνήσκων Γαλάτης, ο Αντίνοος έρχονταν να ικανοποιήσουν τις απαιτήσεις της Κρατικής Επιτροπής Προπαγάνδας που ήδη από το 1794 διακήρυττε ότι μεγαλύτερη σημασία από τη νίκη του Ναπολέοντα θα είχε η μεταφορά των έργων τέχνης από τη Ρώμη στο Παρίσι. Τα γλυπτά της παπικής έδρας θα έκαναν τη γαλλική πρωτεύουσα «Νέα Ρώμη» και θα ανάγκαζαν την παλιά Ρώμη να περάσει στο περιθώριο. Άλλοι λοιπόν αποφάσισαν για την επαίσχυντη αυτή πράξη. Το δικό του όμως όνομα φέρνει όλη την ευθύνη και την καταισχύνη γι’ αυτή τη βάρβαρη πράξη, κι ας μην ήταν δική του η ιδέα.
Ένα Συμβούλιο Επιτρόπων, για να μην πω αρχαιοκαπήλων, ανέλαβε να κάνει τον κατάλογο των 100 έργων και να οργανώσει, με ασφάλεια, τη μεταφορά τους. Τα γλυπτά και οι πίνακες ζωγραφικής, όλα επιλεγμένα από ειδικούς της τέχνης, αποσπάσθηκαν από τα παπικά ανάκτορα και τα μουσεία της Ρώμης και φορτώθηκαν σε ειδικά κατασκευασμένα οχήματα που το καθένα έσερναν πέντε ζεύγη βοδιών, για να μεταφερθούν τα έργα αλώβητα στη «Νέα Ρώμη». Χρειάστηκαν πολλές μέρες οι τέσσερις αποστολές για την άφιξή τους στο Λιβόρνο. Εκεί φορτώθηκαν, με προσοχή, σε καράβι, για να φτάσουν μέσω θαλάσσης στη Μασσαλία, απ’ όπου θα συνέχιζαν το ταξίδι τους για το Παρίσι.
Γάλλοι είναι και η γαλλική φινέτσα που τους χαρακτηρίζει λάμπει σε κάθε τους δραστηριότητα. Δεν ήταν, λοιπόν, τυχαίο ότι φρόντισαν να συμπέσει η υποδοχή των καλλιτεχνικών θησαυρών στη γαλλική πρωτεύουσα με την τέταρτη επέτειο της πτώσης του Ροβεσπιέρου. Ήθελαν δηλαδή τη γιορτινή και ιστορική αυτή μέρα να την κάνουν ακόμα πιο λαμπρή με τα ιταλικά «κλοπιμαία». Ο κόσμος του Παρισιού ξεχύθηκε τότε στους δρόμους τραγουδώντας την πτώση της παλιάς Ρώμης και τη δόξα της Πόλης του Φωτός, που θα γινόταν με αυτά τα έργα τέχνης η «Νέα Ρώμη». Το Υπουργείο Εσωτερικών είχε μεριμνήσει, ώστε κάποιοι στιχουργοί να έχουν ήδη γράψει τα τραγούδια που θα τραγουδούσε ο λαός του Παρισιού. Αξίζει πάντως να συγκρατήσει κανείς στη μνήμη του ότι ο Ναπολέων επέβλεψε προσωπικά το στήσιμο των αρχαίων γλυπτών στο Λούβρο. Ήθελε το εν λόγω μουσείο να γίνει το μουσείο της νέας οικουμενικής μητρόπολης. Δεν το λέω αυτό ειρωνικά. Άλλωστε, ο Ναπολέων δεν ήταν αυτό που λέμε «καραβανάς». Και μόνο τη συζήτηση που είχε με τον Γκαίτε να λάβει κανείς υπόψη του αρκεί για να φανεί το επίπεδο της παιδείας του, ενώ δεν πρέπει να παραλείψω τη γνώμη που είχε ο Γκαίτε για τον μεγάλο Κορσικανό: «Μια τέτοια θεία έκλαμψη συνδέεται πάντα με τη νεότητα και την παραγωγικότητα. Και, μα την αλήθεια, ο Ναπολέων ήταν ένας από τους πιο παραγωγικούς άνδρες που έζησαν ποτέ». Ήταν πραγματικά βιβλιόφιλος και είχε πάντα τον Πλούταρχο μαζί του στις εκστρατείες. Λένε, μάλιστα, ότι δεν φυλλομετρούσε απλώς τα βιβλία, αλλά τα διάβαζε με μεγάλη προσοχή. Σώζεται ακόμα μια ολόκληρη σειρά από τετράδια του Ναπολέοντα με σημειώσεις από τα διαβάσματά του. Το περιεχόμενο αυτών των τετραδίων πιάνει – ποιος θα το πίστευε; –τετρακόσιες σελίδες. Πίστευε ότι όποιος επηρεάζει τους ηγέτες είναι απλώς ένας δολοπλόκος. Εκείνος, όμως, που κινεί τις μάζες αλλάζει τη μορφή του κόσμου. Τον πλούτο, λένε, πολλοί μίσησαν. Ο Ναπολέων, όμως, ήταν εγκρατής και το ντύσιμό του, όπως τουλάχιστον φαίνεται στα πορτρέτα του, ήταν σε σύγκριση με εκείνο των στρατηγών του που ήταν φορτωμένο παράσημα, απλό. Επομένως, ούτε μίσησε τον πλούτο, αλλά ούτε και τον λάτρεψε. Ο ίδιος συνήθιζε να λέει: «Η φύση με προίκισε με δυο πολύτιμα χαρίσματα: την ικανότητα να κοιμάμαι όποτε θέλω και την α ν ι κ α ν ό τ η τ α να κάνω καταχρήσεις στο ποτό και στο φαΐ». Όσο για τη δόξα που κανείς δεν μίσησε, είπε: «Η αγάπη για την δόξα είναι σαν τη γέφυρα που ο Σατανάς προσπάθησε να ρίξει πάνω από το χάος για να φτάσει στον Παράδεισο. Η δόξα είναι λοιπόν ένας συνδετικός κρίκος ανάμεσα στο παρελθόν και το μέλλον που τα χωρίζει μια άβυσσος». Για τη γεωγραφική θέση της ιδιαίτερης πατρίδας του είπε: «Η γεωγραφική θέση της Κορσικής ανάμεσα στη Γαλλία και την Ιταλία ήταν η κατάλληλη γενέτειρα για κάποιον που επρόκειτο να κυβερνήσει και τις δυο χώρες». Όσο για τη γνώμη που είχε για τον εαυτό του, θα συμφωνούσαν ακόμα και οι εχθροί του: «Είμαι ο Βρούτος των βασιλιάδων και ο Καίσαρ της δημοκρατίας». Ένας «καραβανάς» δεν μιλάει έτσι.
Τον Νοέμβριο του 1800 επισκέφτηκε το Λούβρο με την Ιωσηφίνα και τοποθέτησε στη βάση του Απόλλωνα Belvedere την αναμνηστική χάλκινη πλάκα. Η πράξη όμως της λεηλασίας των μουσείων της Ρώμης σκίαζε τη δόξα του Λούβρου. Άνθρωποι των γραμμάτων και των τεχνών καυτηρίασαν την αρπαγή του καλλιτεχνικού θησαυρού της Ρώμης, τονίζοντας ότι οι Γάλλοι δεν έκαναν τίποτε διαφορετικό από τους Ρωμαίους στρατηγούς της αρχαιότητας που μετέφεραν θριαμβευτικά στη Ρώμη τους καλλιτεχνικούς θησαυρούς της κλασικής Ελλάδας.
Η ήττα του στο Βατερλό υπήρξε αποφασιστική για την τύχη των ιταλικών έργων τέχνης. Των Ιανουάριο του 1816 ετοιμάστηκε η αποστολή της επιστροφής των έργων κάτω από την πίεση των Άγγλων που ήταν οι νικητές του πολέμου. Με στρατιωτική φρουρά ξαναγύρισαν στη Ρώμη τα γλυπτά των ρωμαϊκών μουσείων που θεωρούνταν τότε τα πιο σημαντικά έργα τέχνης της αρχαιότητας. Την ίδια ακριβώς χρονιά, που με πρωτοβουλία και επιμονή των Άγγλων επέστρεφαν οι καλλιτεχνικοί θησαυροί στη Ρώμη, αγόραζε η Αγγλία από τον Έλγιν τα μάρμαρα του Παρθενώνα, που επί ένα χρόνο το εργατικό προσωπικό του σκοτσέζου αρχαιοκάπηλου τα αποκαθήλωνε από το πιο λαμπρό μνημείο της Αρχαιότητας. Αυτό που είχαν αρνηθεί στους Γάλλους ως νικητές του πολέμου, το επέτρεπαν, δίχως ιδιαίτερες αναστολές, οι Άγγλοι στον εαυτό τους. Έχει δίκιο ο Νίτσε που λέει: «Οι Άγγλοι είναι λαός της πλήρους ψευδολογίας» ( Το λυκόφως των ειδώλων ).
—————————