Είναι αλήθεια ότι μερικοί ιστορικοί και κριτικοί της λογοτεχνίας μας είχαν στο παρελθόν αμφισβητήσει την αξία του ποιητικού του έργου. Παρόλα αυτά σήμερα ο Καρυωτάκης θεωρείται μία από τις σημαντικότερες μορφές της ελληνικής ποίησης. Σημαντικό, όμως, θεωρείται και το μεταφραστικό του έργο. Πράγματι, δεν είναι λίγοι εκείνοι που υποστηρίζουν ότι οι μεταφράσεις του είναι από τις καλύτερες στη γλώσσα μας. Ένας μάλιστα από τους υποστηριχτές αυτής της άποψης, ο Τίμος Μαλάνος, φτάνει στο σημείο να πει ότι « ο τίτλος του ποιητή θα του ανήκε κι αν ακόμη δεν έγραφε δικά του ποιήματα».1
Ένας άλλος, ο Τέλλος Άγρας, που κατέχει σημαντική θέση τόσο στην ελληνική ποίηση όσο και στη λογοτεχνική κριτική, υποστηρίζει ότι «την ποιητική του τέχνη τού την εδίδαξαν οι ξένοι».2 Και για να στηρίξει τη γνώμη του αυτή, επικαλείται τις μεταφράσεις του Καρυωτάκη που τις χαρακτηρίζει «άριστες» και « δημιουργικές».3
Να λοιπόν που οι μεταφράσεις του Καρυωτάκη είναι όχι μόνο από τις καλύτερες που έγιναν στη γλώσσα μας, αλλά και έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην πορεία της ποιητικής του εξέλιξης. Βέβαια το θέμα μας δεν είναι αυτό. Ό,τι μας ενδιαφέρει εδώ είναι η μετάφραση της Μπαλάντας των κυριών του παλιού καιρού , που θεωρείται μάλιστα μία από τις πιο ωραίες και πιο δημιουργικές που έκανε. Αυτό τουλάχιστον αφήνουν να εννοηθεί τα όσα λέει ο Τίμος Μαλάνος γι’ αυτή τη μπαλάντα στο ίδιο κριτικό δοκίμιο που αναφέραμε πιο πάνω. « Ο Καρυωτάκης» λέει μεταξύ άλλων « ως μεταφραστής προκαλεί αληθινή κατάπληξη και εμπνέει τον θαυμασμό. Και τούτο γιατί δεν διστάζει σε καμία δυσκολία. Πιάνει λ.χ. την περίφημη Μπαλάντα των κυριών του παλιού καιρού του Βιγιόν και τη χύνει, με τον πιο άνετο τρόπο, σε νεοελληνικούς στίχους, κρατώντας τα περισσότερα που θα μπορούσε να κρατήσει απ’ το πρωτότυπο, και προπαντός χωρίς να θυσιάζει τίποτα απ’ τη νοσταλγία και το αίσθημα του ποιήματος».4 Θα μπορούσαμε να προσθέσουμε και άλλους που εκφράζουν το θαυμασμό τους για τις μεταφράσεις του Καρυωτάκη, αλλά δεν νομίζω ότι θα είχαν να προσθέσουν τίποτα σ’ αυτά που ειπώθηκαν.
Η μπαλάντα των κυριών του παλιού καιρού είναι μια από τις δημοφιλέστερες , για πολλούς μάλιστα η δημοφιλέστερη, που έγραψε ο Βιγιόν. Ο ποιητής κάνοντας μια αναδρομή στο παρελθόν ανακαλεί, με νοσταλγική διάθεση, στη μνήμη του μερικές από τις πιο φημισμένες καλλονές της μυθολογίας και της ιστορίας, δηλαδή της αρχαιότητας και του μεσαίωνα, ενώ σύγκαιρα θέτει και το αναπάντητο φιλοσοφικό ερώτημα: που να ‘ναι τώρα αυτές; Και είναι αλήθεια ότι αυτή η ανάκληση των γυναικείων ονομάτων μαζί με το ερώτημα δίνει τη δυνατότητα στον ποιητή να εκφράσει με λυρικό τρόπο τη ματαιότητα των ανθρωπίνων πραγμάτων, που είναι ένα θέμα καθαρά βιβλικό και στον μεσαίωνα αναφέρονταν συχνά σ’ αυτό. Ιδιαίτερα εδώ ο ποιητής θέλει να τονίσει πόσο εύθραυστο πράγμα είναι η γυναικεία ομορφιά και πόσο αμείλικτος ο χρόνος στο πέρασμά του. Πρέπει ακόμη να πούμε ότι ο τίτλος με τον οποίο μας είναι γνωστή σήμερα αυτή η μπαλάντα είναι δοσμένος από τον Clement Marot, oοποίος αναλαμβάνοντας την έκδοση της ποίησης του Βιγιόν το 1533, έβαλε τίτλους στις μπαλάντες της Διαθήκης.5 Και , όπως είναι γνωστό, η μπαλάντα που μετάφρασε στη γλώσσα μας ο Καρυωτάκης είναι μια απ’ αυτές. Τέλος η μπαλάντα αυτή έγινε πλατύτερα γνωστή στο γαλλικό κοινό , όταν την μελοποίησε και την τραγούδησε ο Géorges Brassens.
Ύστερα λοιπόν από όσα είπαμε γι’ αυτή την ωραία μπαλάντα του Βιγιόν, θεωρείται, νομίζω, απαραίτητο να παραθέσουμε τη μετάφραση του Καρυωτάκη, για να μπορεί ο αναγνώστης να ανατρέχει στο κείμενο της μπαλάντας κάθε φορά που το κρίνει αναγκαίο.
ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΤΩΝ ΚΥΡΙΩΝ ΤΟΥ ΠΑΛΙΟΥ ΚΑΙΡΟΥ
Πέστε μου πού, σε ποιο μέρος της γης,
είναι η Φλώρα, η ωραία από τη Ρώμη,
η Αλκιβιάδα, κι ύστερα η Θαϊς,
η εξαδέλφη της με τη χρυσή κόμη:
Ηχώ απαλή, σκιά σε λίμνη, τρόμοι
των φύλλων, ροδοσύννεφα πρωινά,
η ομορφιά τους δεν έδυσεν ακόμη.
Μα πού ‘ναι τα χιόνια τ’ αλλοτινά;
*
Πού ‘ναι η αγνή και φρόνιμη Ελοϊς;
Γι’ αυτήν είχε τότε καλογερέψει
ο Πέτρος Αμπαγιάρ. Άλλος κανείς
όμοια στον έρωτα δε θα δουλέψει.
Κι η βασίλισσα που έκαμε τη σκέψη
κι έριξε στο Σηκουάνα, αληθινά,
το σοφό Μπουριντάν για να μουσκέψει;
Μα πού ‘ναι τα χιόνια τ’ αλλοτινά;
*
Η ρήγισσα Λευκή, ρόδον αυγής,
με τη φωνή της τη γλυκά ακουσμένη,
η Βέρθα, η Βεατρίκη, η Αρεμβουργίς
του Μαιν , η Σπαρτιάτισσα η Ελένη, 6
και η καλή Ιωάννα από τη Λορραίνη,
όλες ανοίξεως όνειρα τερπνά,
η ανάμνησή τους ζωηρή απομένει.
Μα πού ‘ναι τα χιόνια τ’ αλλοτινά;
*
Πρίγκιπα, αν τις αναζητείτε τώρα,
Τάχα θα τις έβρετε πουθενά,
τάχα θα υπάρχουν σε καμιά χώρα;
Μα πού ΄ναι τα χιόνια τ’ αλλοτινά;
Παρόλο που έχουμε να κάνουμε με μια μετάφραση πολύ ελεύθερη, πιο ελεύθερη δεν γίνεται, δεν εφαρμόζονται πέρα για πέρα οι κανονισμοί της Μπαλάντας. Η ρίμα, επί παραδείγματι, δεν επαναλαμβάνεται η ίδια σε κάθε στροφή. Το ότι αυτό δεν έγινε από άγνοια αλλά από γλωσσικές δυσκολίες ανυπέρβλητες φαίνεται πρώτα από τη δική του μπαλάντα,7 όπου ο κανονισμός αυτός τηρείται στο ακέραιο, και έπειτα από μια προσπάθεια να διατηρήσει τη ρίμα ίδια στις οχτάστιχες στροφές: γης και Θαϊς, Ελοϊς και κανείς, αυγής και Αρεμβουργίς. Μια τέτοια όμως παράλειψη — χώρια που θεωρείται λογική σε μια μετάφραση — δεν εμποδίζει την προσπάθεια να φτάσει σε ένα τέλειο αποτέλεσμα. Όσο για την υπογράμμισή του εδώ, έγινε μόνο και μόνο για να καταλάβουν όσοι δεν γνωρίζουν τους κανονισμούς της μπαλάντας πόσο δύσκολη είναιη ποιητική αυτή μορφή. Γι’ αυτό είναι και σπάνια αυτή η ποιητική μορφή στη δική μας ποίηση.
Στην πρώτη στροφή, ενώ ο Ποιητής φέρνει στη μνήμη του τέσσερις ωραίες γυναίκες της μυθολογίας και της αρχαιότητας, ο Καρυωτάκης αναφέρει τις τρεις πρώτες και παραλείπει την τελευταία, την Ηχώ, τη γνωστή από τη μυθολογία νύμφη, που αγάπησε χωρίς ανταπόκριση τον Νάρκισσο και της οποίας την ερωτική ιστορία ο Βιγιόν είχε διαβάσει στο Μυθιστόρημα του ρόδου του Guillaume de Lorris. Ο Καρυωτάκης χρησιμοποιεί το όνομα της νύμφης ως προσηγορικό ουσιαστικό, είτε γιατί δεν κατάλαβε τι έλεγε ο Ποιητής, είτε γιατί η παράλειψη αυτή του έδινε τη δυνατότητα για μια λυρική έξαρση, που δεν συνηθίζει κανείς να βρίσκει με τέτοια εκφραστική δύναμη σε μεταφράσεις. Έτσι παρόλο που μεταφράζει ελεύθερα τον 5ο, τον 6ο και τον 7ο στίχο, μένει κοντά στο πνεύμα του ποιήματος και δεν υπάρχει κανένας λόγος να απορρίψει κανείς αυτή τη θετική παρέμβαση.
Στη δεύτερη στροφή όμως τα πράγματα δεν εξελίσσονται με τον ίδιο τρόπο, παρόλο που ο Καρυωτάκης εφαρμόζει την ίδια τακτική: επιλέγει δηλαδή ποιες λέξεις θα μεταφράσει και ποιες θα παραλείψει. Και δεν εξελίσσονται καλά τα πράγματα, γιατί, ενώ στην πρώτη στροφή έχει κατανοήσει σωστά το νόημα των στίχων και δεν απομακρύνεται από το πνεύμα του ποιήματος, στη δεύτερη στροφή όμως δεν μπορεί να καταλάβει σωστά τι λέει το ποίημα και έτσι φτάνουμε στο σημείο άλλα να λέει το πρωτότυπο και άλλα η μετάφραση. Και αυτό δεν συμβαίνει μόνο γιατί δεν μεταφράζει σωστά τα μεσαιωνικά γαλλικά, αλλά και γιατί δεν ήταν γνώστης των θεμάτων για τα οποία γίνεται λόγος σ’ αυτή τη στροφή. Για να γίνει όμως πιο αντιληπτό αυτό, θα παραθέσουμε τους τέσσερις πρώτους στίχους αυτής της στροφής.
Πού είναι η αγνή και συνετή Ελοϊς;
Γι’ αυτήν είχε καλογερέψει
ο Πέτρος Αμπαγιάρ. Άλλος κανείς
όμοια στον έρωτα δε θα δουλέψει.
Αυτό που καταλαβαίνει κανείς εδώ είναι ότι επειδή η «αγνή και φρόνιμη Ελοϊς» δεν ανταποκρίθηκε στον έρωτά του, ο Πέτρος Αμπαγιάρ απογοητεύτηκε και κλείστηκε σε μοναστήρι. Στην πραγματικότητα όμως όχι μόνο ανταποκρίθηκε, αλλά και την παντρεύτηκε μυστικά από τους συγγενείς της. Γι’ αυτό πριν δούμε τι λέει ο Βιγιόν στη μπαλάντα του, ας πούμε πρώτα δυο λόγια για την ιστορία αυτών των δύο ερωτευμένων.
Ο Πέτρος Αμπαγιάρ ή Εμπαγιάρ (πιο γνωστός σε μας ως Πέτρος Αβελάρδος) γεννήθηκε το 1079 στο χωριό Παλέ κοντά στη Νάντη. Από τον πατέρα του πήρε τη στοιχειώδη μόρφωση και έπειτα πήγε στο Παρίσι, όπου σπούδασε φιλοσοφία και φιλολογία. Εκεί γρήγορα αναδείχτηκε και δοξάστηκε ως θεολόγος και σχολαστικός φιλόσοφος, και ίδρυσε δική του σχολή. Τότε ακριβώς γνωρίζει και ερωτεύεται την όμορφη και εξαιρετικά μορφωμένη μαθήτριά του Ελοϊς που ήταν ανιψιά ενός ιερέα. Την παντρεύτηκε κρυφά απ’ τον θείο της. Και τούτο γιατί η Ελοϊς δεν ήθελε ο γάμος τους να σταθεί εμπόδιο στη λαμπρή θεολογική του καριέρα. Όταν όμως ο θείος της έμαθε την ερωτική τους σχέση, χωρίς να ξέρει ότι είχαν παντρευτεί, έγινε έξω φρενών και για να εκδικηθεί την προσβολή της οικογενειακής του τιμής, μπήκε μαζί με άλλους συγγενείς στο υπνοδωμάτιο του Αμπαγιάρ και τον ευνούχισαν. Ύστερα απ’ αυτή τη συμφορά ο δυστυχισμένος Αμπαγιάρ κλείστηκε σε μοναστήρι. Το ίδιο έκανε και η Ελοϊς. Έκτοτε επικοινωνούσαν με επιστολές.8
Να λοιπόν η ιστορία των δύο ερωτευμένων, που ο μεταφραστής Καρυωτάκης δεν είχε υπόψη του και γι΄αυτό δεν μπόρεσε να καταλάβει το νόημα των στίχων του Βιγιόν. Και δεν ήταν δυνατό να την έχει υπόψη του γιατί, όπως λέει ο Κλέων Παράσχος που τον γνώριζε καλά, ο Καρυωτάκης «τίποτε άλλο δεν διάβαζε από ποιήματα».9 Ας δούμε τώρα τι λένε οι στίχοι του Βιγιόν σε αυτή τη στροφή:
Où est la très sage Helloys
Pour qui chastré fut et puis moyne
Pierre Esbaillartὰ Saint Denis ?
Pour son amour ot ceste essoyne.
Mεταφράζοντας κανείς αυτά τα μεσαιωνικά γαλλικά έχει το ακόλουθο τετράστιχο:
Πού είναι η πολύ σοφή Ελοϊς,
Για την οποία υπέστη ευνουχισμό ο Πέτρος Εμπαγιάρ
Κι έγινε ύστερα μοναχός στο Saint Denis;
Για τον έρωτά του αυτό έπαθε αυτή τη συμφορά.
Όπως βλέπουμε εδώ, η Ελοϊς ήταν πολύ σοφή λόγω της μόρφωσης και όχι «αγνή» και «συνετή», επειδή δεν την είχε αγγίξει άντρας. Αν ο Καρυωτάκης γνώριζε την ιστορία των δυο ερωτευμένων, θα καταλάβαινε τι λέει ο ποιητής και δεν θα μας έλεγε ότι ήταν «αγνή» και «φρόνιμη». Στη συνέχεια ο Εμπαγιάρ πήρε το δρόμο για το μοναστήρι επειδή τον ευνούχισαν και όχι από ερωτική απογοήτευση όπως αφήνει να εννοηθεί ο Καρυωτάκης. Να κάνεις ελεύθερη μετάφραση, αλλά να είσαι κοντά στο πνεύμα του ποιητή που μεταφράζεις και όχι να λέει άλλα αυτός και άλλα εσύ.
Κάτι ανάλογο συμβαίνει και στους τρεις επόμενους στίχους αυτής της στροφής. Και εδώ ο ποιητής αναφέρεται σε άλλο θέμα που ο Καρυωτάκης πάλι δεν είχε υπόψη του. Ας δούμε πρώτα τι λέει ο Καρυωτάκης:
Και η βασίλισσα που έκανε τη σκέψη
κι έριξε στο Σηκουάνα, αληθινά,
το σοφό Μπουριντάν για να μουσκέψει;
Διαβάζοντας κανείς αυτούς τους στίχους καταλαβαίνει πως εδώ ο Γάλλος ποιητής ρωτάει να μάθει τι έγινε η Βασίλισσα εκείνη που — έτσι γι’ αστείο — έριξε στον ποταμό τον σοφό Μπουριντάν «για να μουσκέψει». Στην πραγματικότητα βέβαια ούτε η παράδοση λέει τέτοιο πράγμα, ούτε και ο Γάλλος ποιητής που τη χρησιμοποίησε. Η παράδοση αυτή — που την εποχή του Βιγιόν κυκλοφορούσε από στόμα σε στόμα ανάμεσα στους φοιτητές του Καρτιέ Λατέν — λέει πως η βασίλισσα, που έζησε στα χρόνια του σοφού Μπουριντάν (1300 – 1372 περίπου), συνήθιζε να παίρνει τα βράδια για εραστές φοιτητές τού πανεπιστημίου του Παρισιού και μετά, για να κρατήσει κρυφή την ερωτική της αυτή απόλαυση, έδινε διαταγή να τους ρίχνουν από το παράθυρο του πύργου στον Σηκουάνα, δεμένους μέσα σ’ ένα σακί για να πνιγούν. Ένας απ’ αυτούς που νοστιμεύτηκε ήταν και ο Μπουριντάν, ο οποίος ξέροντας τι τον περίμενε, είχε φέρει προνοητικά κάτω απ’το παράθυρο του πύργου του Νελ, που χρησίμευε για ερωτική φωλιά και ήταν δίπλα στο Σηκουάνα, ένα πλοιάριο φορτωμένο σανό και σώθηκε. Αυτή ήταν η παράδοση που κανείς βέβαια δεν την πίστευε, ενώ οι φοιτητές την ανάφεραν μέσα στις ταβέρνες όταν αστειεύονταν. Αυτή την παράδοση θυμήθηκε ο Βιγιόν και τη χρησιμοποίησε για να συμπληρώσει τη δεύτερη στροφή λέγοντας τα εξής:
Semblablement, où est la royne
Qui commanda que Buridan
Fust getéen ung sac en Saine?
Μεταφράζω όσο πιο πιστά γίνεται :
Όμοια ( ρωτώ ) πού είναι η βασίλισσα
Που έδωσε διαταγή και ρίχτηκε ο Μπουριντάν
Μέσα σ’ ένα σακί στον Σηκουάνα;
Ο Καρυωτάκης, όπως δείχνει η μετάφρασή του, δεν ήξερε την παράδοση αυτή για τη βασίλισσα και γι’ αυτό δεν φαντάστηκε πως τον έριξε στον Σηκουάνα για να τον πνίξει. Νομίζω όμως ότι ακόμη και ένας που δεν γνωρίζει αυτή την παράδοση θα μπορούσε τουλάχιστον να καταλάβει ότι δεν κλείνουμε έναν άνθρωπο σε ένα σακί και τον ρίχνουμε στο ποτάμι «για να μουσκέψει», όπως λέει ο Καρυωτάκης για να φτιάξει όπως όπως τη ρίμα που θέλει. Αυτός είναι και ο λόγος που δεν μεταφράζει τη λέξη σακί ( sac ), γιατί του χάλαγε το νόημα που ήθελε αυτός και όχι ο Γάλλος ποιητής να δώσει.
Η τρίτη στροφή είναι, ίσως, αυτή που μετάφρασε καλύτερα απ΄ όλες τις άλλες ο Καρυωτάκης.Και εδώ βέβαια παρέλειψε λέξεις και άλλαξε κάποιες λεπτομέρειες, αλλά αυτό δεν ενοχλεί καθόλου, αφού δεν αλλοιώνει το νόημα των γαλλικών στίχων. Έτσι, ό,τι γίνεται εδώ γίνεται προς κέρδος της ποίησης. Όσο για την προσθήκη της «Σπαρτιάτισσας Ελένης», μπορεί να θεωρηθεί όχι μόνο ως θετική παρέμβαση, αλλά και ως κάτι σημαντικό που δεν έπρεπε να λείπει απ’ το πρωτότυπο. Και το λέω αυτό γιατί η Σπαρτιάτισσα Ελένη δεν λείπει από τις μπαλάντες που έγραψαν με το ίδιο θέμα, όχι όμως και με την ίδια ευαισθησία ο Ευστάθιος Deschamps και ο Κάρολος της Ορλεάνης.11 Η τέταρτη στροφή της μπαλάντας, το envoi, μεταφράζεται και αυτή ελεύθερα, αλλά κοντά στο πνεύμα του ποιητή.
Άφησα τελευταίο το φημισμένο ρεφρέν της μπαλάντας, τον στίχο δηλαδή που επαναλαμβάνεται στο τέλος κάθε στροφής. Ο στίχος αυτός είναι σημαντικός όχι μόνο γι’ αυτή τη μπαλάντα, αλλά για κάθε μπαλάντα. Και τούτο γιατί σ’ αυτόν εμπεριέχεται η κεντρική ιδέα του ποιήματος, αφού αυτός επηρεάζει το νόημα της κάθε στροφής και αυτός θα βάλει, με το δικό του νόημα, τελεία και παύλα στο envoiκαι στη μπαλάντα.Στη μπαλάντα όμως που μετάφρασε ο Καρυωτάκης έπρεπε κοντά στο ρεφρέν, «Μα που ‘ναι τα χιόνια τ’ αλλοτινά», να προσεχτεί ιδιαίτερα και η επικεφαλίδα. Ο Καρυωτάκης πράγματι πρόσεξε την επικεφαλίδα και τη μετάφρασε σωστά: Μπαλάντα των κυριών του Παλιού Καιρού. Το ρεφρέν της μπαλάντας όμως δεν το πρόσεξε. Έτσι δεν μας επιτρέπει η μετάφρασή του να διακρίνουμε τη χρονική αντίθεση που διαμορφώνεται ανάμεσα στο ρεφρέν και την επικεφαλίδα, ανάμεσα δηλαδή στο Mais où sont les neiges d’ antan? και στοLes Dames du Temps jadis.Πράγματι, με το d’ αntan του ρεφρέν και το du temps jadis της επικεφαλίδας αντιπαραβάλλονται τα πρόσφατα περσινά χιόνια με τις κυρίες του παλιού καιρού και τονίζεται έτσι μια χρονική αντίθεση ανάμεσα στο πρόσφατο, το κοντινό δηλαδή παρελθόν, και στο μακρινό των άλλων εποχών των κυριών.
Επιπλέον, το αntan είναι μια λέξη που προέρχεται από τον συνδυασμό δυο λατινικών λέξεων: την πρόθεση ante που σημαίνει «προ», και το ουσιαστικό annus που σημαίνει «χρόνος». Προ έτους λοιπόν∙ άρα πέρυσι και όχι χρόνια και αιώνες που σημαίνει το «αλλοτινά» του Καρυωτάκη. Την ίδια γνώμη έχουν και οι Γάλλοι σχολιαστές. Στη σειρά Poésies Choisies των εκδόσεων Larousse, o Marcel Desportes λέει για τη σημασία της λέξης αntan πως σημαίνει de l’ anpassé, της περασμένης χρονιάς. 12 Επιπλέον, στο περιεχόμενο των τριών πρώτων στροφών που είναι γεμάτες από ονόματα των κυριών του παλιού καιρού, ο στίχος του ρεφραίν τονίζει τη χρονική αυτή αντίθεση και με τον αντιθετικό σύνδεσμο με τον οποίο αρχίζει: μα ή mais.
Όσα ειπώθηκαν δείχνουν, με τον πιο ανάγλυφο τρόπο, πως η ποιητική ιδέα στηρίζεται σε αυτή τη χρονική αντίθεση και είναι σαν να απαντάει ο ποιητής στα αλλεπάλληλα ερωτήματα για τις κυρίες του παλιού καιρού: « Πρίγκιπα, τι ρωτάτε για τις κυρίες που ζήσανε χρόνια και ζαμάνια πριν από μας, αφού δεν ξέρουμε τι γίνανε τα χιόνια της χρονιάς που μόλις μας πέρασε;» Επομένως, η μετάφραση του Καρυωτάκη ή πρέπει, παρά τα εγκώμια τόσων και τόσων λαμπρών μελετητών και κριτικών της λογοτεχνίας μας,να θεωρηθεί μια ανακριβής μετάφραση ή , και αυτό είναι το πιο σωστό, να την προσθέσουμε στο ποιητικό του corpus ως καθαρά δικό του ποίημα. Ας μην κλείνουμε πια τα μάτια για χάρη του ποιητικού του κύρους…
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
-
Κ. Γ. ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ : Ποιήματα και πεζά ( επιμελ. Γ.Π.Σαββιδης) εκδ. ΕΡΜΗΣ, Αθήνα , 1972, σ. 244.
-
Ό. π. σ. 196.
-
Ό. π. σ.197.
-
Ό.π. σ. 243-244.
-
Jacqueline Cerquigini, Poétes du Moyen, é Labrairie Génerale Française, Paris , 1987, p. 171.
-
Ό. π. Καρυωτάκης, εκδ. ΕΡΜΗΣ. σ. 131=132.
-
Μπαλάντα στους Άδοξους Ποιητές των αιώνων.
-
Ο ίδιος ο Αβελάρδος, σε μακροσκελή επιστολή του σε φίλο του, διηγείται τη ζωή του και συμφορά που τον βρήκε. Εκεί μεταξύ άλλων λέει για το πάθημά του το εξής: «Με εκδικήθηκαν με τον πιο βάρβαρο και αισχρό τρόπο και άφησαν τον κόσμο, μόλις μαθεύτηκε, κατάπληκτο: μου έκοψαν τα μέρη του σώματος με τα οποία εγώ είχα διαπράξει αυτό για το οποίο αυτοί με κατηγορούσαν, και έπειτα έφυγαν.» Βλ. Lettres Complétesd’ Avélard et d’ Héloise( trad. Par M. Greard ), é Garnier Fréres , Paris, p . 19.
-
Ό. π. Καρυωτάκης, εκδ. ΕΡΜΗΣ, σ. 196.
-
Χρησιμοποίησα για τα αποσπάσματα στα γαλλικά το βιβλίο François Villon, PoésiesChoisies, éd. Nouve aux Classiques Larousse, Paris, 1983, p. 70-71.
-
Ό.π. Poétes du Moyen Age, 172.
-
Ό.π. Françiois Villon, é Nouveaux Classique Larousse, p. 70.
‘