You are currently viewing Φάνης Κωστόπουλος: Ο  Καβάφης  όπως τον βλέπουν και τον διαβάζουν οι ξένοι

Φάνης Κωστόπουλος: Ο  Καβάφης  όπως τον βλέπουν και τον διαβάζουν οι ξένοι

             

    Οι ελαφροί ας με λέγουν ελαφρόν.

                                  Στα σοβαρά πράγματα ήμουν πάντοτε

                                  επιμελέστατος.

                                              Κ.Π.Καβάφης

   

  Ελάχιστοι είναι οι ποιητές των οποίων το έργο μελετήθηκε, σχολιάστηκε, ερμηνεύτηκε και συχνά  παρερμηνεύτηκε, όσο το έργο του Κ.Π.Καβάφη. Και αυτό γιατί το μικρό σε ποσότητα έργο  του αποτελεί ένα διαρκές κέντρισμα, που προκαλεί  τους κριτικούς, αλλά και τον κάθε επαρκή αναγνώστη του να επιχειρήσει την  αποκρυπτογράφησή του. Όσο ζούσε ο ποιητής, λίγοι ήταν εκείνοι που είχαν καταλάβει ότι η ποίησή του έφερνε κάτι καινοφανές στα λογοτεχνικά μας πράγματα. Αλλά και αυτοί ακόμα δεν φαντάστηκαν ποτέ  ότι θα ερχόταν μια μέρα που η ποίηση του Καβάφη θα γνώριζε την παγκόσμια αποδοχή. Ακόμα και ο Σεφέρης, ένας άνθρωπος με το θείο ταλέντο της ποίησης και την σπάνια πνευματική καλλιέργεια,  πίστευε, ως το 1950 τουλάχιστον, ότι η ποίηση του Καβάφη ήταν λίγες αναλαμπές και τίποτα περισσότερο. Πράγματι, στις 12 του Απρίλη 1950, γράφει για τον Αλεξανδρινό ποιητή: «Τον περασμένο Γενάρη, το θέμα Καβάφη έκλεισε οριστικά – για μένα. Σήμερα τ’ αποχαιρέτησα. Ύστερα από το ’46 έδωσε λίγες αναλαμπές  και καταποντίστηκε» (Μέρες του 1945-1951, εκδ.  Ίκαρος, Αθήνα,  1973 σ.156).  Στο τελευταίο ταξίδι του Καβάφη στην Αθήνα, την πόλη που θαύμαζε και διάβαζε τότε  Παλαμά, το μόνο σπίτι που ήταν ανοιχτό και  δέχτηκε τον ποιητή της Αλεξάνδρειας ήταν του Κώστα και της Ελένης Ουράνη στην πλατεία Συντάγματος («Είχαμε την τιμή να φιλοξενήσουμε στην πρωτεύουσα  έναν Έλληνα της ξενιτιάς, που είναι η  α υ θ ε ν τ ι κ ό τ ε ρ η  δ ό ξ α   τ ω ν  ε λ λ η ν ι κ ώ ν   σ ή μ ε ρ α   γ ρ α μ μ ά τ ω ν», γράφει σε κείμενό του ο Ουράνης το 1932 , όταν ο Καβάφης ήταν ακόμη στη ζωή).  Η υπογράμμιση δική μου. Και αυτό γιατί ο ποιητής των  Νοσταλγιών ήταν ένας από τους λίγους που κατάλαβαν τότε  ότι η ποίηση του Καβάφη «θα βρει θερμούς υποστηρικτάς και έξω από τα δικά μας σύνορα, σε ξένες χώρες».  Ο ίδιος ποιητής λέει το 1947 στο Δικοί μας και ξένοι (τ.II ) εκδ. ΕΣΤΙΑ :  «Ας πάρουμε για παράδειγμα μερικούς δικούς μας ποιητές: τον Πορφύρα, τον Γρυπάρη, τον Μαλακάση. Συγκριτικά με ό,τι συνέβαινε  τον καιρό που ζούσαν, πόσοι τους διαβάζουν σήμερα, πόσος λόγος γίνεται γι’ αυτούς;  Αυτός ακόμα ο Παλαμάς  περνάει από μια έκλειψη, δεν έχει ούτε το αναγνωστικό κοινό, ούτε τους θαυμαστές που είχε στη ζωή του. Εξαίρεση παρουσιάζει μόνον ο Καβάφης.  Το έργο του Αλεξανδρινού ποιητή δεν έπεσε σ’ αυτόν το λήθαργο. Το εναντίο μάλιστα. Από τότε που ο Καβάφης πέθανε, γίνεται ευρύτερος και συχνότερος ο λόγος γι’ αυτό. Διαβάζεται, κρίνεται, αναλύεται, ερμηνεύεται συνεχώς  και οι μεταφράσεις ποιημάτων του διαδέχονται η μία την άλλη». Θα έλεγα ακόμη   ότι ο Αλεξανδρινός δογμάτισε σωστά, όταν ο ίδιος προσδιόρισε τη θέση του στο χώρο της ποίησης: «ποιητής υπερμοντέρνος, ποιητής των μελλουσών γενεών».

Στην τελευταία φράση του Ουράνη θα ‘θελα να προσθέσω ότι δεν είναι μόνο οι μελέτες και οι αναλύσεις του έργου του× είναι – και αυτό, νομίζω, είναι το πιο σημαντικό – ότι αρκετοί ξένοι και μεγάλοι ποιητές επηρεάστηκαν από το έργο του. Ας πάρουμε, για παράδειγμα , τον άγγλο ποιητή Γουίνστον Χιου Όντεν (1907-1973),  που το 1939 έφυγε από τη χώρα του για την Αμερική και εγκαταστάθηκε στο Μανχάταν της Νέας  Υόρκης. Εκεί πέρασε την υπόλοιπη ζωή του, πραγματοποιώντας σε μεγάλο βαθμό την επιθυμία του να γίνει «ένας μικρός Γκαίτε του Ατλαντικού». Από τις εκατοντάδες ποιήματα που έγραψε δέκα τουλάχιστον ανήκουν στη μεγάλη ποίηση του 20ου αιώνα. Ανάμεσά τους είναι : Η Ασπίδα του Αχιλλέα, Η θάλασσα και ο καθρέφτης, Στη μνήμη του Γουίλιαμ Μπάτλερ Γέιτς, Ατλαντίδα, 1η Σεπτεμβρίου 1939, Τιμή στην Κλειώ. Όπως ο Καβάφης, έτσι και ο Όντεν ήταν ποιητής της πόλης και της ιστορίας.  Και όχι μόνο αυτό. Θα πρόσθετα ακόμη ότι ήταν ποιητές από την ίδια στόφα: αντιρομαντικοί, στοχαστικοί και προπαντός ειρωνικοί. Την τεχνική του Όντεν πολλοί ποιητές προσπάθησαν να μιμηθούν, ελάχιστοι όμως είναι εκείνοι που το κατόρθωσαν. Ούτε καν ο Γιόζεφ Μπρόνσκι, ο πιο παθιασμένος μιμητής του. Μίλησα κάπως αναλυτικά για τον Όντεν, για να φανεί τι μεγάλοι ποιητές πρόσεξαν  και επηρεάστηκαν από το έργο του αλεξανδρινού ποιητή. Ο Όντεν είναι έντιμος και ομολογεί την επίδραση του Καβάφη στο έργο του λέγοντας ότι αν δεν υπήρχε ο  Αλεξανδρινός, η πορεία του δικού του  έργου θα ήταν διαφορετική. Και αυτό γιατί εξαιτίας αυτής της επίδρασης άφησε, μεταπολεμικά, το νεανικό του έργο, που ήταν πλησιέστερα στον Μπρεχτ, και προσέγγισε τη στοχαστική περιοχή της καβαφικής ιστορικής μνήμης.

Στο ξεκίνημα της νέας χιλιετίας  είχα αρχίσει να πιστεύω ότι το ενδιαφέρον για την ποίηση του  Καβάφη είχε εξασθενίσει και ότι αυτό που έδωσε η ποίησή του ήταν  αρκετό για να καλύψει τον αιώνα στον οποίο έζησε και δημιούργησε. Και ακόμα κάτι: Αν για την Έρημη χώρα του Έλιοτ ειπώθηκε ότι ήταν το μόνο ποιητικό βιβλίο  του 20ου αιώνα που δημιούργησε, παγκοσμίως, μια αίσθηση αντίστοιχη μ’ εκείνη των  Ανθέων του Κακού του Κάρολου Μπωντλαίρ, ο Καβάφης κατάφερε κάτι ακόμα πιο δύσκολο: η φήμη του να λειτουργεί πολλαπλασιαστικά όσο περνούν τα χρόνια, σε τέτοιο μάλιστα βαθμό που ασφαλώς θα εξέπληττε ακόμα και τον ίδιο, αν ήταν στη ζωή. Τα πράγματα όμως έδειξαν ότι δεν ήταν όπως τα φανταζόμουν. Το 2009, στο παγκόσμιο λογοτεχνικό προσκήνιο, έκαναν την εμφάνισή τους δυο βιβλία με νέες αγγλικές μεταφράσεις και μάλιστα το δεύτερο  για τα  ημιτελή  του ποιήματα: C.P.CAVAFY: Collected Poems. Translated by Daniel  Mendelsohn, ed. Alfred A. Knopf, 2009, το ένα βιβλίο και C.P.CAVAFY: The Unfinished Pοems. Translated by Daniel Mendelsohn, ed. Alfred Α. Knopf, 2009, το άλλο. «Όλοι οι ποιητές χάνουν στη μετάφραση, ο Καβάφης όμως όχι μόνο δεν χάνει, αλλά κερδίζει κιόλας», ισχυρίζεται ο ρώσος νομπελίστας ποιητής Γιόζεφ Μπρόντσκι. Αυτό ανταποκρίνεται στην αντίληψη που επικρατούσε και διεθνώς και στην Ελλάδα, ότι ένα από τα κυριότερα γνωρίσματα του καβαφικού έργου είναι ο πεζολογικός του χαρακτήρας, δηλαδή ότι ο Καβάφης δεν ήταν «ωδικό πτηνό». Εύλογα λοιπόν αναρωτιέται κανείς: όταν υπάρχουν τόσες πολλές και καλές μεταφράσεις των καβαφικών ποιημάτων στα αγγλικά, των Έντμουντ  Κίλι και Φίλιπ Σέραρντ, του Πίτερ Μάκριτζ, της Ρέι Ντάλβιντ, του Τζον Μαυροκορδάτου ή του Στρατή Χαβιαρά, τι ήταν εκείνο που ώθησε τον Μέντελσον – πέραν του ενθουσιασμού και της αγάπης για το έργο του Καβάφη –  να μεταφράσει και αυτός έναν ποιητή που είχε τόσες φορές μεταφραστεί στο παρελθόν; Σύμφωνα με τις δηλώσεις του ίδιου του Μέντελσον, σκοπός του ήταν, πέραν των άλλων, να αποδείξει ότι τα περί πεζολογικού χαρακτήρα της καβαφικής ποίησης δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα. Προσπάθησε να βρει στην αγγλική γλώσσα αντιστοιχίες που θα έδιναν στο αγγλόφωνο κοινό μια καλύτερη – και πλησιέστερη στο γλωσσικό του αίσθημα – ιδέα της καβαφικής προσωδίας. Το έργο αυτό του πήρε δέκα χρόνια και το αποτέλεσμα θεωρήθηκε εξαιρετικό, αν λάβουμε υπόψη μας τους ύμνους με τους οποίους υποδέχτηκαν τα δυο βιβλία τόσο οι αμερικανοί συγγραφείς και ποιητές όσο και οι κριτικοί στα μεγάλα αμερικανικά έντυπα. Η καβαφική προσωδία, όπως τη γνωρίζουμε, και η οποία κάποτε παραγνωρίζεται και αντιμετωπίζεται ως υφολογικό απλώς στοιχείο, αναπτύσσεται στη φάση της ωριμότητας του αλεξανδρινού ποιητή, ο οποίος ως τα 40 του χρόνια είχε αφοσιωθεί στην αυστηρότερη ποιητική φόρμα, το σονέτο.

Ο Καβάφης επέλεξε, όπως είναι γνωστό,  από τις εννέα  μούσες  την  Κλειώ, ένα υποκατάστατο και, σύμφωνα με τους ρομαντικούς, έγκλημα καθοσιώσεως. Αυτός, άλλωστε ,είναι ο λόγος που ο Χάρολντ Μπλουμ, ένας φλογερός υποστηρικτής των ρομαντικών ποιητών, δεν τοποθετεί τον Καβάφη, έναν ποιητή φύσει και θέσει αντιρομαντικό, στην πρώτη γραμμή των μεγάλων ποιητών του 20ου αιώνα, μολονότι αναγνωρίζει την αξία του  έργου του. Δεν τον θεωρεί,  για παράδειγμα, ισάξιο του Γουάλας Στίβενς. Ευεξήγητο βέβαια, αφού ο Καβάφης δεν ταιριάξει στη θεωρία του Μπλουμ «περί προγόνων και απογόνων». Και αυτό γιατί ο Καβάφης μοιάζει να μην έχει προγόνους, ούτε και τους ποιητές της Παλατινής ανθολογίας, παρά το πάθος του για τα επιγράμματα, ενώ οι μιμητές και οι επίγονοί του δεν κατόρθωσαν να γράψουν ποιήματα συγκρίσιμα με τα δικά του. Ο Μπλουμ φαίνεται να προτιμά τον Πεσόα από τον Καβάφη. Οι δυο ποιητές όμως, παρά τις προσπάθειες σύγκρισης, δεν έχουν τίποτε άλλο κοινό εκτός από την ομοφυλοφιλία τους. Αυτό όμως στην τέχνη δεν συνιστά εκλεκτική συγγένεια. Τα προσωπεία του Πεσόα μπορεί να  τα συγκρίνει κανείς με τις μάσκες του Γέιτς, όχι όμως και με το θέατρο της ζωής και της ιστορίας που στήνει η καβαφική ποίηση. Πάντως, εκείνο που έχει  μεγάλη σημασία είναι όχι μόνο η αντοχή που παρουσιάζει το έργο του Αλεξανδρινού, αλλά και η διεύρυνση της επίδρασής του σε ξένους ποιητές – κυρίως αυτό το τελευταίο.

Θα κλείσω  με ένα  ακόμη απόσπασμα από το κείμενο για τον Καβάφη, που   έγραψε ο Κώστας Ουράνης το 1932, ένας από τους πιο ευγενικούς ελάσσονες ποιητές μας, που, ωστόσο, το ποιητικό του έργο εισήγαγε  στην ελληνική ποίηση το Spleen   και το κοσμοπολιτικό στοιχείο. Aυτόν τον κοσμοπολίτη  ποιητή, εδώ και μερικές δεκαετίες, βάλθηκαν να τον θάψουν για πολιτικούς λόγους, κι ας μην έγραψε ποτέ όχι ποίημα, άλλα ούτε στίχο πολιτικό. Λέει λοιπόν ακόμα για τον Καβάφη ο Ουράνης: «Ο Καβάφης μάς αφήνει σε λίγες μέρες, γυρνώντας στην πολυτραγουδημένη του Αλεξάνδρεια. Φεύγει ευχαριστημένος, γιατί στην Αθήνα καλυτέρευσε  η υγεία του, που για χάρη της  αυτός ο αμετακίνητος είχε επί τέλους αποφασίσει να ταξιδεύσει.[…..]

Ο Καβάφης (όμως) αγνοήθηκε από το Κράτος, σαν τον τελευταίο περαστικό από την Αθήνα Έλληνα του Εξωτερικού.  Βέβαια ο Καβάφης δεν έχει ανάγκη – για να υπάρξει –  από μετάλλια, παράσημα  και ¨άλλα ηχηρά παρόμοια¨, όπως θα ‘λεγε ο ίδιος. Το κράτος όμως θα τιμούσε τον εαυτό του τιμώντας τον Καβάφη» (Δικοί μας και Ξένοι, τ. II, εκδ, ΕΣΤΙΑ, σ. 140).

————————-

 

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.