You are currently viewing Φάνης Κωστόπουλος: Ο  ΣΚΑΣΙΑΡΧΗΣ

Φάνης Κωστόπουλος: Ο  ΣΚΑΣΙΑΡΧΗΣ

  Η παιδική και εφηβική μου «σχολική επανάσταση», αν μπορώ ν’ αποκαλέσω έτσι τις μικρές και μεγάλες αταξίες μου στα τρυφερά εκείνα χρόνια των εγκύκλιων σπουδών μου, είχε, θα έλεγα, δυο φάσεις: εκείνη που το σχολείο ήταν για μένα ένας παιδότοπος και τίποτα περισσότερο× και η άλλη, όταν έκανα τη μεγάλη στροφή από τους αθηναϊκούς δρόμους στα βιβλία και οι μαθητικές μου επιδόσεις στα φιλολογικά κυρίως μαθήματα άγγιξαν εκείνες των άριστων μαθητών. Πράγματι, όταν έγινε αυτή η μεγάλη στροφή, οι πνευματικές μου ανησυχίες μαζί με την αλαζονεία της εφηβικής ηλικίας είχαν για στόχο τους καθηγητές των φιλολογικών μαθημάτων και τον καθηγητή των Θρησκευτικών. Εκεί, δηλαδή, που ένιωθα δυνατός. Προσπαθούσα, θα έλεγα πιο απλά και πιο συγκεκριμένα,  να εκτονωθώ, φέρνοντας τους καθηγητές σε δύσκολη θέση με το προσεκτικό διάβασμα των σχολικών και των εξωσχολικών βιβλίων, και κυρίως με τις τάχα απορίες-παγίδες που «έστηνα» στο μάθημα  της ημέρας. Με άλλα λόγια, μαθητής του Διαβόλου. Και όταν λέω του «Διαβόλου» το εννοούσα και το πίστευα τότε, γιατί μόλις έβρισκα «απορία-παγίδα» και κατάστρωνα το σχέδιο ερωτήσεων και επιχειρημάτων, άναβα κερί και παρακαλούσα τον Θεό ν’ αφήσει τον Εωσφόρο να συμβάλει στην « κατεδάφιση » της σχολικής έδρας… Χωρίς, λοιπόν, αυτό το διαβολικό «παιχνίδι» με τους διδάσκοντες καθηγητές, το σχολείο ήταν για μένα δεσμωτήριο και όχι εκπαιδευτήριο. Όταν, όμως , δεν έβρισκα τέτοιες απορίες και στη σχολική τάξη ο χρόνος έτρεχε χωρίς ενδιαφέρον, το δραστικό φάρμακο για τη σχολική αυτή πλήξη ήταν το σκασιαρχείο. Μάλιστα, για να μην υπερβώ το όριο των απουσιών, τις έγραφα προνοητικά σε τετράδιο. Όπως καταλαβαίνετε, στη φαρμακευτική αυτή αγωγή για την πλήξη, ήμουν Προμηθέας και όχι Επιμηθέας, όπως οι συμμαθητές μου σκασιάρχες. Πάντως, από τόσα και τόσα σκασιαρχεία που έκανα στη σχολική μου ζωή, αυτό που θα αφηγηθώ τώρα είναι το πιο ενδιαφέρον, ίσως και αυτό που με διαμόρφωσε ως άνθρωπο.

*

Ήταν Δευτέρα, τσαγκαροδευτέρα, όπως συνηθίζει να λέει  ο λαός, και ο ουρανός συννεφιασμένος, έτοιμος για βροχή. Τέτοια μέρα και με τέτοιο καιρό, στα γυμνασιακά μου χρόνια, δεν θυμάμαι ποτέ να είχα όρεξη για σχολείο — είχα δεν είχα διαβάσει. Έφυγα από το σπίτι με τη σχολική σάκα, όπως κάθε πρωί. Στη σκέψη μου δεν είχα τα μαθήματα, αλλά τις ταινίες που παίζονταν στους δυο χειμερινούς κινηματογράφους στην αρχή της οδού Πατησίων, το Ροζικλέρ και την Αλάσκα.  Εκείνη την εποχή τηλεόραση δεν υπήρχε και ο κινηματογράφος ήταν η πιο φτηνή κι η πιο ευχάριστη διασκέδαση. Όσο για μας τους σκασιάρχες μαθητές, ήταν ακριβώς αυτό που λέει ο νομπελίστας ποιητής:

                 Για  τα κακά σημάδια υπάρχουν τα καλά λημέρια.

Έφτασα στην αυλή του σχολείου δέκα  λεπτά περίπου πριν χτυπήσει το κουδούνι, για να μπουν οι μαθητές στις τάξεις. Στο λίγο αυτό χρονικό διάστημα προσπάθησα να βρω, να ψαρέψω, θα ‘λεγα πιο σωστά, κανένα συμμαθητή για παρέα. Μάταιος κόπος, βέβαια, γιατί κανένας, ούτε κι απ’ αυτούς τους τακτικούς σκασιάρχες δεν ήθελε να το σκάσει μαζί μου για σινεμά.  Το Β΄Γυμνάσιον  Αρρένων Αθηνών,  στο οποίο φοιτούσα τότε ως μαθητής, ήταν και είναι ακόμα ένα παλιό, διώροφο, νεοκλασικό κτίριο στη γωνία των οδών Χέυδεν και Αχαρνών. Οι δυο  πόρτες του σχολείου, εκείνη η ψηλή και μεγαλόπρεπη του κτιρίου και η άλλη η σιδερένια της αυλής έβλεπαν και βλέπουν ακόμα στην οδό Χέυδεν. Μόλις χτύπησε το κουδούνι και οι μαθητές άρχισαν να μπαίνουν στη γραμμή κατά τάξεις, εγώ ξεγλίστρησα σαν ίσκιος ανάμεσά τους και πριν κλείσει η πόρτα της αυλής, βγήκα και ανηφόριζα τη Χέυδεν για να φτάσω στην Πατησίων. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή, που δεν περίμενα κανένα εμπόδιο στο δρόμο μου, κατέβαινε τον ίδιο δρόμο και το ίδιο πεζοδρόμιο ο φιλόλογος της τάξης μου, ένας άνθρωπος που με βοήθησε να κάνω τη μεγάλη στροφή και στάθηκε, για να ‘μαι ειλικρινής, σε κάθε σχολική μου τρέλα πάντα δίπλα μου. Όταν φτάσαμε κοντά και σταθήκαμε ενώπιος ενωπίω, εκείνος, με το γνωστό, ήρεμο και επιβλητικό συνάμα ύφος του, μίλησε πρώτος : « Έχω την εντύπωση ότι προσπέρασες το σχολείο ή κάνω λάθος;». Εκείνη τη στιγμή, δεν ξέρω γιατί, ένιωσα πιο πολύ ντροπή να γυρίσω μαζί του πίσω, παρά αν συνέχιζα τον δρόμο μου, και βρήκα το θάρρος να δώσω αυτή την απάντηση: « Δεν κάνατε λάθος, αλλά η ψυχική μου κατάσταση αυτή τη στιγμή  είναι τέτοια, που μόνο με μια βόλτα στο Πεδίον του Άρεως θα μπορούσα να συνέλθω». Περίμενα πως θ’ αντιδρούσε δασκαλίστικα και θα με έσερνε πίσω στο σχολείο, αλλά εκείνος προτίμησε την έκπληξη, που είναι πιο αποτελεσματική σε τέτοιες περιπτώσεις, και μου είπε αυτά τα λόγια που δεν τα ξέχασα ποτέ: «Κατανοώ την άσχημη ψυχολογική κατάσταση που βρίσκεσαι και γι’ αυτό δε χρειάζεται να φέρεις σημείωμα από το σπίτι σου για τη σημερινή απουσία σου. Ξέρω, άλλωστε, τι ήσουν άλλοτε ως μαθητής και τι είσαι τώρα× και ξέρω ακόμη πως δε φεύγεις για το μάθημα, αλλά γιατί έτσι είναι η φύση σου, να θες ένα περιβάλλον αποδεκτό  στην ψυχολογική κατάσταση που βρίσκεσαι τώρα. Ίσως είμαι ο μόνος που σε έχει καταλάβει και όσο για την αλήθεια — θέλουν δε θέλουν οι άλλοι — μια μέρα θα λάμψει. Κακό παιδί δεν είσαι!». Αυτά είπε και παραμέρισε να περάσω. Όσο για τη λέξη « άλλοι », ξέρω καλά πως εννοούσε τους συναδέλφους του, που δε μου είχαν  συμπάθεια, γιατί όπως λέει ο πάλι Ελύτης:   Το  ελάχιστο θέλησα και με τιμώρησαν για το πολύ. Ο χρόνος όμως που κύλησε έδειξε ξεκάθαρα πως η πλειοψηφία δεν έχει πάντα δίκιο.

Την άλλη μέρα ο επιμελητής και απουσιολόγος της τάξης, που ένα από τα καθήκοντά του ήταν να μαζεύει τα φακελάκια με τα δικαιολογητικά των απουσιών, έδωσε στον καθηγητή ένα μόνο φακελάκι, το δικό μου. Και αυτό γιατί τη χθεσινή μέρα μόνο εγώ έλειπα. Δεν ήθελα, ύστερα  από τη στάση που κράτησε απέναντί μου, να καταλάβουν οι συμμαθητές μου

πως ο φιλόλογός μας έκανε εξαίρεση για μένα. Με το φακελάκι αυτό ο καθηγητής έβγαινε από τη δύσκολη θέση να δώσει εξηγήσεις στην τάξη, αφού όλοι οι μαθητές θα έβλεπαν ότι δεν έδωσα δικαιολογητικό για την απουσία μου και ότι ο καθηγητής δεν το ζήτησε. Άρχισε το μάθημα χωρίς ν’ ανοίξει το φακελάκι. Θα διάβαζε, όπως κατάλαβα, το σημείωμα για τη δικαιολόγηση της απουσίας στο γραφείο των καθηγητών, ένα σημείωμα όπου έλεγα, σε έμμετρο λόγο, τα ακόλουθα και απρόσμενα για μια τέτοια στιγμή:

ΤΟ  ΚΑΚΟ  ΠΑΙΔΙ  

                     « Αν και παιδί φανατικό για γράμματα,

                     φιλί της Αγωγής δεν έχει πάρει

                    κι η Οίηση στο βλέμμα του τρανή.

                    Τ’ αγκάθια του αγρού ( μόνη του χάρη )

                   στη γλώσσα του θα βρεις τη μητρική.

                   Κι όμως δεν ειν’ αδέσποτο σκυλί

                   το ιταμό κι ατίθασο βλαστάρι.

                  Από μεγάλη πόρτα έρχεται

                  και στο κορμί της φοινικιάς η χάρη.

                 Δεν ξέρει δρόμους της Ευγένειας×

                ταπείνωση δεν ξέρει, μητ’ ανέχεται.

                Χαλί η ζωή και την πατάει

               και με ανθρώπους όταν κάθεται,

              ψωμί μαζί τους δε θα φάει».

                                   *

           « Μη βιάζεσαι! Το πράγμα θέλει υπομονή.

             Ένα παιδί ειν΄ακόμα. Ντροπή!

            Και τ΄άσχημο φέρσιμο μη μετρήσεις!

               Δεν ήρθ’ ακόμη εκείνη η στιγμή

               ακριβοδίκαια να τον ζυγίσεις».

                          —————–

  

 

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.