Κάθε καιρός κι ο Στάλιν του.
Οδ. Ελύτης Μαρία Νεφέλη
Ο Στάλιν είναι -μετά τον θάνατο του Λένιν και την εξουδετέρωση (πιο κομψά δεν λέγεται) των πολιτικών του αντιπάλων μέσα στο κόμμα- απόλυτα κυρίαρχος της πολιτικής κατάστασης, που διαμορφώθηκε με την Οκτωβριανή Επανάσταση, και προκαλεί γύρω του θαυμασμό και δέος. Ο μύθος, όμως, του αγροίκου και του αμόρφωτου Στάλιν, αν θέλουμε να είμαστε δίκαιοι, δεν έχει καμία σχέση με την πραγματικότητα. Θυμάμαι τη μεγάλη έκπληξη που ένιωσα ως μαθητής γυμνασίου, όταν διάβασα σε εφημερίδα ένα ποίημα του Στάλιν. Νόμισα στην αρχή ότι επρόκειτο για κάποιον άλλο συνονόματό του – τόσο δύσκολο ήταν να το πιστέψω. Κι όμως, ο ποιητής ήταν ο ίδιος ο «πατερούλης». Ο Στάλιν χρησιμοποιούσε την κομματική γλώσσα, όταν απευθυνόταν σε συγγραφείς που ανήκαν στην κομματική γραφειοκρατία. Ήθελε όμως, από την άλλη πλευρά, να αξιοποιήσει, πότε με την πειθώ και πότε με τον ωμό εξαναγκασμό, το ταλέντο των συγγραφέων πρώτης γραμμής προκειμένου να ισχυροποιήσει το σοβιετικό καθεστώς. Αυτός ήταν ο λόγος που ως τις αρχές της δεκαετίας του 1930 δεν φερόταν σαν σατράπης. Σε επιστολή του της 9ης Νοεμβρίου 1931, γράφει στον ιδρυτή του Θεάτρου Τέχνης στη Μόσχα Κονσταντίν Στανισλάφσκι: «Σε αυτά τα θέματα είμαι ντιλετάντης». Είναι πολύ γνωστή, όμως, η περίπτωση με τον Σοστακόβιτς, ο οποίος ήταν όχι μόνο ένας από τους συνθέτες που άρεσαν στον Στάλιν, αλλά και από τους πιο πιστούς στο Κόμμα. Όταν η όπερά του Λαίδη Μάκβεθ κρίθηκε ελάχιστα προσιτή στα πλήθη των εργατών και προκάλεσε διαμαρτυρίες, στάθηκε αφορμή αυτό το γεγονός να του καταλογιστεί από τον Στάλιν μουσική αναξιότητα και έπεσε, για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, σε δυσμένεια. Τότε ο Στάλιν είχε πάψει, φαίνεται, να είναι «ντιλετάντης». Και συνέβη πράγματι αυτό το γεγονός, μολονότι ο Στάλιν ήθελε έναν σοβιετικό Τολστόι και νόμισε ότι τον βρήκε στον Σολόχοφ, τον συγγραφέα του Ήρεμου Δον, έναν σοβιετικό Πούσκιν στο πρόσωπο του Μαγιακόφσκι και έναν Μπετόβεν στο έργο του Σοστακόβιτς.
Όταν έκρινε ότι οι συνθήκες ήταν ώριμες, ο Στάλιν έθεσε σε εφαρμογή το σχέδιο που κρατούσε στο πίσω μέρος του μυαλού του: τον απόλυτο έλεγχο της κουλτούρας από το κομμουνιστικό κόμμα και τον ίδιο προσωπικά. Θεμελιώδες, από την άποψη αυτή, ήταν το πρώτο συνέδριο της Ένωσης Σοβιετικών Συγγραφέων το 1934. Η έναρξή του σήμανε τη διάλυση όλων των ενώσεων και καταδίκη κάθε τάσης που ήταν αντίθετη στο κυρίαρχο πολιτικό δόγμα που ονομάστηκε σ ο σ ι α λ ι σ τ ι κ ό ς ρ ε α λ ι σ μ ό ς. Σύμμαχος του Στάλιν επί του προκειμένου ήταν ο Μάξιμ Γκόρκι, αλλά οργανωτικός νους και νονός του νέου λογοτεχνικού όρου ήταν ο Ιβάν Μιχαήλοβιτς Γκρόνσκι, αρχισυντάκτης της εφημερίδας Ιζβέστια. Σε μια από τις συναντήσεις του με τον Στάλιν ρωτήθηκε πώς θα έπρεπε να ονομαστεί το λογοτεχνικό ρεύμα που όφειλαν ν’ακολουθήσουν οι συγγραφείς και αυτός απάντησε: «Τι θα έλεγες αν ονομάζαμε τη δημιουργική μέθοδο της σοβιετικής λογοτεχνίας και τέχνης ΄΄σοσιαλιστικός ρεαλισμός΄΄;» Ο όρος εγκρίθηκε, ήταν σύντομος και εύκολα κατανοητός. Το ότι αργότερα ο Γκρόνσκι περιέπεσε σε δυσμένεια και εξορίστηκε στο Γκούλαγκ είναι, όπως θα ‘λεγε ο Κίπλινγ, μια άλλη ιστορία. Όσο για τους « αριστερούς » επικριτές του συνεδρίου, αναγκάστηκαν, με επικεφαλής τον Αλεξάντρ Φαντέγεφ, να συμβιβαστούν με την ιδέα να διαλυθεί η δική τους Ένωση Προλεταρίων Συγγραφέων. Ο ίδιος άνθρωπος, πέντε χρόνια αργότερα, έγινε πρόεδρος της Ένωσης Σοβιετικών Συγγραφέων, θέση που θα διατηρήσει τα επόμενα 15 χρόνια. Θύτης και ταυτόχρονα θύμα των περιστάσεων και των συμβιβασμών που αναγκάστηκε να κάνει, ο Φαντέγεφ είχε τραγικό τέλος. Ο συγγραφέας Ιλια Έρεμπουργκ έλεγε γι’ αυτόν: «Είναι ψυχρός και ανάλγητος». Ελάχιστοι όμως γνωρίζουν πως ο Φαντέγεφ στάθηκε προστάτης για την ποιήτρια Αχμάτοβα. Ο ίδιος άνθρωπος, ενώ απαγόρευσε τη δημοσίευση ποιημάτων του Παστερνάκ, χαρακτηρίζοντάς τα «χυδαία και ερωτικά, στο ύφος της Αχμάτοβα», τα απάγγελλε στους φίλους του σχολιάζοντας: «Δεν είναι πολύ ωραία ;». Μια ακόμη «κομματική ανδραγαθία» του είναι τούτη: Στις 10 Φεβρουαρίου 1940, ο Φαντέγεφ έστειλε στον Στάλιν ένα κατάπτυστο υπόμνημα με τίτλο «Η αντικομματική φράξια στη σοβιετική κριτική». Η εν λόγω «φράξια» ήταν οι υπεύθυνοι και οι συνεργάτες του σημαντικότερου περιοδικού κριτικής της εποχής Λογοτεχνικός κριτικός. Εκεί έγραφαν ο Λούκατς, ο Ερνστ Φίσερ και η Ελενα Ούσεβιτς, τους οποίους δεν διστάζει να λούσει με επίθετα, όπως «κλίκα», «οπορτουνιστές», «απολογητές της παρακμής», «υποστηρικτές αντιδραστικών απόψεων» και άλλους παρόμοιους χαρακτηρισμούς. Τι ζητούσε με αυτό το υπόμνημα ο Φαντέγεφ; Να δοθεί το περιοδικό στην Ένωση Σοβιετικών Συγγραφέων , της οποίας , όπως είπα πιο πάνω, ήταν πρόεδρος, και η Πράβδα να καταδικάσει την «κλίκα» που το εκδίδει και το ελέγχει. Το Πολιτιστικό Γραφείο του κόμματος επέλεξε μια πιο «ριζοσπαστική» λύση: στις 26 Νοεμβρίου της ίδιας χρονιάς έκλεισε το περιοδικό.
Ωστόσο, τα πράγματα για τη σοβιετική λογοτεχνία δεν ήταν καθόλου άσχημα αμέσως μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση. Ακριβώς αυτή την εποχή κομισάριος της κουλτούρας ήταν ένας φωτισμένος άνθρωπος, ο Ανατόλι Λουνατσάρσκι. Γνώριζε μάλιστα έξι ζωντανές γλώσσες και δύο νεκρές, και έγραψε ενδιαφέροντα και ευαίσθητα δοκίμια για τον Μπέρναρ Σο, τον Μαρσέλ Προυστ και τον εθνικό τους ποιητή Αλεξάντρ Πούσκιν, ενώ στο πρόσωπό του οι συγγραφείς και καλλιτέχνες βρήκαν έναν αληθινό φίλο και προστάτη. Με τη βοήθεια της Κρούπσκαγια, χήρας του Λένιν, ανέπτυξε το σύστημα των βιβλιοθηκών στη Ρωσία και απέτρεψε (δυστυχώς εμείς τέτοιον δεν είχαμε στην Αθήνα μετά την Κατοχή και τον Εμφύλιο ) την κατεδάφιση ιστορικών κτισμάτων, που κάποιοι φανατικοί μπολσεβίκοι ήθελαν να εξαφανίσουν ως δείγματα αστικής παρακμής. Ο Λουνατσάρσκι αποδυναμώθηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1920 και του αφαιρέθηκαν τα αξιώματά του. Ήταν τελείως άχρηστος τότε για τα πολιτικά σχέδια του Ιωσήφ Στάλιν. Το 1933, για να τον ξεφορτωθούν, τον διόρισαν πρέσβη στην Ισπανία. Πέθανε στο Μοντόν της Γαλλίας καθ’ οδόν προς τη Μαδρίτη. Σύμφωνα με το ανέκδοτο που κυκλοφορούσε τότε, ότι τάχα της είπε ο Στάλιν: «Συμμορφώσου, γιατί θα διορίσω άλλη χήρα για τον Λένιν», είχε, με τη σειρά της, και η Κρούπσκαγια αποδυναμωθεί.
Λένε ότι σε απόσταση μισής ώρας με το τρένο από το κέντρο της Μόσχας βρίσκεται το Περεντέλκινο, η Μέκκα των ρώσων ποιητών και συγγραφέων, ένα προάστιο στο οποίο ζούσαν κάποτε οι σημαντικότεροι συγγραφείς της σοβιετικής εποχής. Ήταν – θέλουν, δε θέλουν να το πιστέψουν οι Δυτικοί – δημιούργημα του Ιωσήφ Στάλιν, ο οποίος, κατά σύσταση του Γκόρκι, παραχώρησε την περιοχή στην Ένωση Σοβιετικών Συγγραφέων. Εδώ έμειναν για ένα διάστημα ο Σολζενίτσιν, ο Γεφτουσένκο, ο Βοζνεσένσκι και πολλοί άλλοι. Εδώ είχε επίσης το σπίτι του και ο νομπελίστας ποιητής και συγγραφέας Μπορίς Παστερνάκ. Στον ίδιο τόπο, όμως, τη νύχτα της 15ης Μαϊου 1939 συνελήφθη ένας από τους σπουδαιότερους πεζογράφους του 20ου αιώνα, ο Ισαάκ Μπάμπελ και μεταφέρθηκε στις φυλακές της Λουμπιάνκα, όπου βασανίστηκε, όπως την εποχή της Ιεράς Εξέτασης, για να «ομολογήσει» πως ήταν «εχθρός του λαού», και μετά, με συνοπτικές διαδικασίες, εκτελέστηκε – κι ας έγραφε στον Στάλιν ο Γκόρκι το 1933 ότι ο Ισαάκ Μπάμπελ και ο Μιχαήλ Κολτσόφ είναι οι «ευφυέστεροι συγγραφείς μας». Ξεφυλλίζοντας τη συλλογή διηγημάτων Το κόκκινο ιππικό του Ισαάκ Μπάμπελ, βρήκα υπογραμμισμένη με κόκκινο μολύβι, μεταξύ άλλων, τούτη τη φράση :
Όλα είναι θνητά. Μονάχα η μάνα
είναι προορισμένη για την αιώνια ζωή.
Σήμερα η κατάσταση που επικρατεί στη συνοικία συγγραφέων θυμίζει την παροιμιώδη έκφραση που λέει: «ήρθαν τα άγρια να διώξουν τα ήμερα». Πράγματι, στις μέρες του Βλαντιμίρ Πούτιν, το Περεντέλκινο έχει καταληφθεί από τους αποκαλούμενους «ολιγάρχες» της χώρας. Με το χρήμα ή με τον ψυχολογικό εκβιασμό οι νεόπλουτοι κατάφεραν να βάλουν στο χέρι τα σπίτια των συγγραφέων. Για παράδειγμα, αν κάποιος συγγραφέας δεν ήθελε να πουλήσει το σπίτι του, τον απειλούσαν ότι θα του έβαζαν βόμβα. Με τέτοια απειλή ο συγγραφέας, όσο κι αν αγαπούσε το σπίτι του, υπέκυπτε στις απαιτήσεις του ολιγάρχη, αφού η ζωή του θα ήταν εκεί εφιαλτική.
Πάντως, η στάση του Στάλιν για συγγραφείς που έμεναν πιστοί στο κόμμα ήταν τελείως διαφορετική, ακόμη κι αν ο συγγραφέας ή ο ποιητής δεν ήταν στη ζωή, και επομένως δεν ήταν χρήσιμος στο κόμμα. Ο λόγος για τον Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι, τον υμνητή της Οκτωβριανής Επανάστασης, που αυτοκτόνησε το 1930.
Όταν η σύντροφος του ποιητή, Λιλί Μπρικ, έστειλε επιστολή στον Στάλιν, με ημερομηνία 24 Νοεμβρίου 1935, όπου παραπονιέται για την αφάνεια στην οποία είχε περιπέσει το έργο του Μαγιακόφσκι μετά την αυτοκτονία του, ο σοβιετικός ηγέτης την διαβίβασε στον επικεφαλής των μυστικών υπηρεσιών, σημειώνοντας τα ακόλουθα: «Σύντροφε Γεζόφ ! Σου ζητώ να δεις την επιστολή της Μπρικ. Ο Μαγιακόφσκι υπήρξε και παραμένει ο καλύτερος και ο πιο ταλαντούχος ποιητής της σοβιετικής εποχής. Η αδιαφορία για το έργο του και τη μνήμη του είναι έγκλημα» . Τα λόγια αυτά του Στάλιν δημοσιεύτηκαν στη Λιτερατούρναγια Γκαζέτα στις 12 Δεκεμβρίου της ίδιας χρονιάς.