Τα βιβλία με θαλασσινές ιστορίες τ’ αγάπαγα παιδί πολύ. Δεν τα διάβαζα μόνο × τα ζούσα στη σκέψη μου για μέρες, καμιά φορά και για μήνες – χωρίς υπερβολή ταξίδευα μαζί τους. Ήταν τα μόνα βιβλία για τα οποία είχα μάτια. Τα σχολικά, όπως πήγαιναν μες στη σάκα στο σχολείο, έτσι ακριβώς πήγαιναν και την άλλη μέρα – δεν έγραφα, δε διάβαζα. Με τα χρόνια όμως και με όσα μου δίδαξαν οι αθηναϊκοί δρόμοι (φίλοι στεριανοί αυτοί) και ο ορίζοντας της σκέψης πλάταινε, όλο και πιο λίγο τα ήθελα. Κάποτε έπαψα και να τα παίρνω στα χέρια μου. Και αυτό όχι από αχαριστία και περιφρόνηση. Απλώς μπορούμε να πούμε ότι τέλειωσε η αποστολή τους, ό,τι είχαν να δώσουν το έδωσαν. Και αυτό, όσο κι αν φαίνεται παράξενο, στάθηκε αρκετό για να προχωρήσω. Αν τώρα καμιά φορά θυμηθώ τα όσα μου έχουν πει για τη Θ ά λ α σ σ α οι Στίβενσον, Κόντογλου, Ουγκώ, Βερν, Ντιφόου, Κίπλινγκ, Βάσερμαν, Μέλβιλ, Φένιμον Κούπερ, Ραφαέλ Σαμπατίνι και τόσοι άλλοι που δεν μου έρχονται τώρα στη μνήμη, δεν λέω πια ότι τα διάβασα, αλλά ότι τα έζησα.
Και αν οι μέρες μου δεν είναι τώρα λίγες και γεράσω πιο βαθιά, θα πιστεύω, πράγματι, πως ήμουν στο τσούρμο του Κολόμβου, όταν οι καραβέλες του ξεκίνησαν για τον Νέο Κόσμο. Και αυτό γιατί όσο ήμουν παιδί, υπήρχε ελπίδα και χρόνος μπροστά μου να ζήσω κάτι απ΄αυτά που διάβασα. Τώρα στην προχωρημένη ηλικία που είμαι, μόνο η ψευδαίσθηση ότι τα έζησα και ο Θάνατος είναι στις αποσκευές μου. Διάλεξα την πρώτη γιατί είναι η ώρα της. Όσο για τον δεύτερο, δεν θα με ρωτήσει… Θα έρθει μόνος του… Βούτηξα πάλι την πένα στο μελάνι για να ολοκληρώσω αυτή τη γεροντική μου σκέψη:
Βιβλία μου, αδέρφια μου, θαλασσινοί μου φίλοι,
μικρό παιδί τις ώρες μου μαζί σας μοιραζόμουν
κι όσο εγώ μεγάλωνα και ψήλωνε ο νους μου,
πάντα από πάνω ήσασταν ο μέγας ουρανός μου.
————————