You are currently viewing Φάνης Κωστόπουλος: Ουράνης, Καββαδίας, Κόντογλου

Φάνης Κωστόπουλος: Ουράνης, Καββαδίας, Κόντογλου

          Μια λανθάνουσα σχέση στο έργο τους

Ο  Κώστας  Ουράνης  είναι – θέλουν δε θέλουν  μερικοί σήμερα – ένας από τους πιο  αντιπροσωπευτικούς ποιητές του  Μεσοπολέμου και πιο συγκεκριμένα της δεκαετίας του 1920. Και το λέω αυτό γιατί στο δεύτερο μισό του 20ου αιώνα και μετά τον θάνατο του ποιητή το 1953 παρουσιάστηκαν κάποιοι που για πολιτικούς λόγους, αφού άλλη αιτία δεν έχει λογική βάση, επεδίωξαν, μεθοδικά και αθόρυβα, να παραμεριστεί και ν’ αποσιωπηθεί το ποιητικό  του έργο ακόμα και από τα σχολικά βιβλία, όπως έγινε στα  Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας της Β΄ Λυκείου , που διδάχτηκαν στη δεκαετία το 1980. Το εχθρικό αυτό κλίμα γύρω από τον ποιητή των Νοσταλγιών  επιβεβαιώνεται ακόμα μια φορά στο βιβλίο του Μένη Κουμανταρέα Το show   είναι των Ελλήνων. Στο βιβλίο αυτό, ο κατεξοχήν συγγραφέας της Αθήνας  – που, αν και ήταν γέννημα-θρέμμα της,  έφυγε απ’ τη ζωή, χωρίς να μπορεί να ξεχωρίσει στην τριλογία των Χάνσεν   ποιο είναι το κτίριο του Πανεπιστημίου Αθηνών και ποιο της Σιναίας Ακαδημίας 1 –   αφηγείται  στο ένα από τα τρία μεγάλα διηγήματα που αποτελούν το βιβλίο του το τελευταίο ταξίδι του Καβάφη στην ελληνική πρωτεύουσα και συγκεκριμένα  τη  επίσκεψη του αλεξανδρινού ποιητή στο σπίτι του  Κώστα και  της  Ελένης  Ουράνη  στην πλατεία Συντάγματος. Στο βιβλίο αυτό ο  συγγραφέας της Κυρίας Κούλας προσπαθεί  να εκφράσει τον κομματικό του πατριωτισμό, κρατώντας μια στάση που μετατρέπει το διήγημα σε  λιβελογράφημα. Η κομματική, δηλαδή, λογοτεχνία σε όλο το μεγαλείο της. Στην πραγματικότητα, το μίσος και ο δηκτικός σαρκασμός του έχουν, πέρα από τα πολιτικά, και μια άλλη αιτία: ο  γάμος του Ουράνη  με την πολύφερνη  Ελένη, που του εξασφάλιζε μια άνετη και χωρίς προβλήματα ζωή. Αυτό το τελευταίο βγαίνει στο φως, όταν σε κάποιο σημείο της αφήγησης πετάει τη μάσκα και λέει απερίφραστα: «Χάρις στην Ελένη και στον ζάπλουτο πατέρα της, που τον στηρίζουν  υλικά και ηθικά,  μπορεί και στέκεται στα πόδια του». 2

Τόσο ο Μένης  όσο και οι σύντροφοι στο Κόμμα δεν του το συγχώρησαν ποτέ. Του το κράτησαν μανιάτικο.

 

Ο  Ουράνης είναι ένας ερωτικός ποιητής, που  στη δεκαετία του 1920 οι Νοσταλγίες του διαβάζονταν παθιασμένα από το ωραίο φύλο. Επιπλέον, πρόκειται  για έναν ποιητή που έφερε με το έργο του στην ελληνική ποίηση το spleen   ( Γ, Π, Σαββίδης ,στο βιβλίο του για τον Καρυωτάκη)  και  το κοσμοπολίτικο στοιχείο (Λίνος Πολίτης, Ιστορία  της Νέας Ελληνικής Λογοτεχνίας) , ενώ για την ταξιδιωτική του πεζογραφία, ένας από τους κορυφαίους της λογοτεχνικής κριτικής, ο Απόστολος  Σαχίνης, δεν διστάζει να μιλήσει για τον Κώστα Ουράνη με τούτα τα λόγια: «Πλάι στον Καζαντζάκη, ως θεμελιωτής και πατέρας της ταξιδιωτικής εντύπωσης στην Ελλάδα και ως πραγματικός αντίποδάς του  στο λογοτεχνικό αυτό είδος,  στέκεται ο Κώστας Ουράνης με τα τέσσερα βιβλία του». 3

Κλείνοντας το θέμα, θα ρωτούσα, αν ήταν στη ζωή, τον σημαντικό αυτό συγγραφέα της Αθήνας –  που ήμασταν κάποτε και γείτονες στην πλατεία Βικτωρίας  –  αν πρέπει να ειρωνευόμαστε και να σαρκάζουμε τον Ρίτσο  για τους σταλινικούς ύμνους που έγραφε  στα νιάτα του… Ο  ποιητής – είτε αρέσει στο Κόμμα  είτε όχι – νομίζω ότι ανήκει στη χώρα του και όχι στα συμφέροντα των πολιτικών παρατάξεων.

                                                                       *

 

Οι μελετητές  της ποίησης του  Καββαδία  αναφέρουν συχνά την επίδραση που  δέχτηκε  από   τον ποιητή των  Νοσταλγιών, ενώ και ο ίδιος ο ποιητής αναγνωρίζει την οφειλή του με την αφιέρωση ενός ποιήματος στον Κώστα Ουράνη στην πρώτη του συλλογή Μαραμπού. Να, λοιπόν, ακόμα κάτι που δεν έχουν ως τώρα προσέξει και πει για τον Ουράνη, ότι είναι ο πρώτος ποιητής στη νεοελληνική ποίηση που έγραψε, πριν από τον Καββαδία,  ποιήματα για τη ναυτική ζωή και τα θαλασσινά ταξίδια, κι ας μην ήταν ο ίδιος ναυτικός:

Μοιάζω τους γέρους ναυτικούς με τις ρυτιδωμένες

                                και τις σφιγγώδεις τις μορφές, που είδα στην Ολλανδία,

                                παράμερα στων λιμανιών τους φάρους καθισμένους,

                                να  βλέπουνε,  αμίλητοι, να φεύγουνε τα πλοία.

                                Τα μάτια τους, που είχανε δει κυκλώνες και ναυάγια,

                                λαχταριστά, νοσταλγικά τα παρακολουθούσαν,

                                καθώς σηκώναν τις βαριές που τρίζαν άγκυρές τους

                                και μπρος στους φάρους ήρεμα, πελώρια περνούσαν. 4

 

Οι μελετητές της ποίησης του Καββαδία τον παραλληλίζουν συνήθως  με τον Ουράνη, γιατί και οι δυο ποιητές αναφέρονται στην ποίησή τους  στη θάλασσα  και στα θαλασσινά ταξίδια. Κι όμως, ο Ουράνης πιο πολύ πρέπει να συσχετίζεται  με τον Κόντογλου, κι ας είναι πεζογράφος και όχι ποιητής, παρά με τον Καββαδία. Να το πούμε απλά και καθαρά: Ο  Καββαδίας είναι  ναυτικός του βαποριού και της εποχής μας, ενώ ο Ουράνης κι ο Κόντογλου αγαπούν  το θαλασσινό ταξίδι άλλων εποχών που γινόντουσαν με ιστιοφόρα.  Ο Καββαδίας είναι στην ποίησή του ό,τι ήταν και στη ζωή του – ναυτικός σε βαπόρι.

                           Στο ημερολόγιο γράψαμε: « Κυκλών και Καταιγίς».

                          Εστείλαμε το ς.ο.ς. μακριά σε άλλα καράβια,

                                  κ’ εγώ κοιτάζοντας χλωμός τον άγριο Ινδικό

                                 πολύ αμφιβάλλω αν φτάσουμε μια μέρα στη Μπατάγια. 5

Ο  Ουράνης, τελείως αντίθετα από τον Καββαδία, παρουσιάζεται γοητευμένος από τις καραβέλες των θαλασσοπόρων και την εποχή των Ανακαλύψεων.  Σε μια συνέντευξη που έδωσε το 1940 και αναφέρεται στο βιβλίο του Αποχρώσεις, λέει μεταξύ άλλων: «Θα μου άρεσε να ‘χα ζήσει την εποχή που οι θαλασσοπόροι, ταξιδεύοντας σε θάλασσες  ‘nunca d’ antes navigados’, όπως λέει ο Καμόενς , ‘εύρισκαν απρόσμενες Αμερικές στο δρόμο’».  Στο ίδιο  βιβλίο λέει ακόμα για το ίδιο θέμα: «Ω, τι γοητεία είναι εκείνη, όταν  στο λιμάνι της μικρής βενετσιάνικης πολιτείας  της Πελοποννήσου, όπου μαθήτευα, έβλεπα να φθάνουν από μακρινές ξενιτιές φορτία ξυλείας, αλλά για μένα ξεφόρτωναν ένα φορτίο ποίησης μεθυστικής: μου έφερναν στα μεγάλα τους πανιά τον αέρα άγνωστων ωκεανών,  τη νοσταλγία ξωτικών ηπείρων, το θάμπος και την περιπέτεια των  πολύκαιρων ταξιδιών. Για μέρες η ζωή μου, η σκέψη μου, η φαντασία μου πετούσαν σαν γλάροι γύρω τους» 6 .

Ύστερα από όσα αναφέρθηκαν, ήταν αδύνατο ο Ουράνης  να μιλάει στην ποίησή του για βαπόρια όπως ο Καββαδίας. Σε ένα από τα ωραιότερα ποιήματα των Αποδημιών που επιγράφεται «Πότε θ’ ανοίξουμε πανιά» ο κοσμοπολίτης ποιητής λέει:

                                       Πότε θ’ ανοίξουμε πανιά για τα Νησιά του Νότου,

                                         πότε το ρου θ’ ανέβουμε του ποταμού Αμαζόνα;

                                        Καιρός μας πια να πάψουμε να βλέπουμε μπροστά μας

                                        των ίδιων πάντα λιμανιών τη νυσταγμένη εικόνα.

                                           Ας σβήσει η νέα μας ορμή ( σα βήματα στην άμμο 

                                          από το κύμα )  την παλιάν, ασάλευτη ζωή μας:!

                                         Σημαία υψώστε την ψυχή στο πιο ψηλό κατάρτι:

                                        δεν είναι αλήθεια ότι ήρθαμε αργά στην εποχή μας!

                                        Μπορούμε ακόμα μια ζωή να ζήσουμε καινούργια,

                                        αντίς  να μαραζώνουμε σαν τον κομμένο δυόσμο:

                                       φτάνει να κάνουμε πανιά σαν τους Θαλασσοπόρους

                                       που μια πατρίδα αφήνοντας – έβρισκαν έναν κόσμο! 7

Αυτό  το ωραίο ποίημα δεν το διάβασε ποτέ μαθητής σε σχολικό βιβλίο. Γιατί; Γιατί έτσι γίνεται πάντα όταν μπαίνει στο σχολείο η πολιτική.

*

Το ίδιο πνεύμα, την ίδια αγάπη και την ίδια νοσταλγία βρίσκουμε για τα ιστιοφόρα και τα μακρινά θαλασσινά ταξίδια σε παλιές εποχές, τότε που οι κίνδυνοι ήταν μεγαλύτεροι και η ζωή του ναυτικού πιο κοπιαστική και σκληρή, θα δούμε και στην πεζογραφία του Φώτη Κόντογλου, ο οποίος  δεν ήταν, όπως κι ο Ουράνης,  ναυτικός. Μιλώντας για τα βιβλία στο κείμενο που προτάσσει ως πρόλογο στο αριστούργημά του Πέδρο Καζάς, το βιβλίο που τον καθιέρωσε στα ελληνικά γράμματα, λέει μεταξύ άλλων:  «Στ’ αλήθεια, ένα βιβλίο μού   αρέσει, μπορώ να πω, όσο  ένα ταξίδι με πανιά σε αφρισμένη θάλασσα». 8

Δεν είναι βέβαια η μόνη φορά που ο Κόντογλου εκφράζει την αγάπη του για τα μακρινά, τα  θαλασσινά και τα επικίνδυνα ταξίδια με ιστιοφόρο. Σε ένα άλλο βιβλίο του που επιγράφεται  Θάλασσες καΐκια και καραβοκύρηδες, λέει αυτός ο μάστορας της πένας και του χρωστήρα για το ίδιο θέμα: « Για μένα όμως τα καλά ταξίδια είναι τα μακρινά, τα θαλασσινά, και  τα επικίνδυνα. [….]  Αλλά τέτοια ταξίδια που είπα, θαρρώ πως δε γίνονται σήμερα, και επειδή από τα μικρά μου χρόνια είχα μεγάλο πόθο να γίνω ταξιδευτής  και διάβαζα ολοένα τον Ροβινσώνα  Κρούσο και τον Σεβάχ τον Θαλασσινό, και άλλες τέτοιες ιστορίες, για τούτο αγαπώ  και  κείνα τα χρόνια, κι ήθελα να ζω σε κείνον τον καιρό». Δεν νομίζω ότι ο Ουράνης μας είπε  πιο  πάνω τίποτα διαφορετικό. Στο ίδιο κείμενο και σε άλλη σελίδα του βιβλίου λέει ο Κόντογλου για τα βαπόρια και τα ιστιοφόρα: «Μα όσοι αγαπάνε αληθινά τη θάλασσα, θλίβονται σαν τη βλέπουνε έρημη από τα πανιά, που ήταν το στολίδι της, και που τη δείχνανε σα να γιόρταζε   ολοένα,   και ξεχωρίζουνε κάπου-κάπου κανένα μαύρο παπόρι, δίχως φτερά, ξυλάρμενο, μαδημένο». 9

Αν το «παπόρι, που αναφέρει σ’ αυτό το απόσπασμα  ο Κόντογλου, συμβολίζει την ποίηση που έζησε και  τραγούδησε ο Νίκος Καββαδίας, καταλαβαίνει κανείς πόσο διαφορετική ήταν η ναυτική ζωή και τα θαλασσινά ταξίδια άλλων εποχών που αγάπησαν ο Ουράνης και ο Κόντογλου. Κι όμως,,  αυτή η τόσο, ευδιάκριτα,  διαφορετική ναυτική ζωή ανάμεσα στα βαπόρια και τα ιστιοφόρα που χώριζε τον Καββαδία από τον Ουράνη και τον Κόντογλου ήταν – απ’ όσο γνωρίζω  τουλάχιστον – απαρατήρητη ως τώρα και κανείς δεν είχε κάνει λόγο γι’ αυτή.

Θα κλείσω το κείμενο με κάτι από την προσωπική μου ζωή, αλλά όχι άσχετο με το θέμα του κειμένου. Τα βιβλία με θαλασσινές ιστορίες τ’ αγάπαγα παιδί πολύ. Δεν είχα μάτια παρά μόνο γι’αυτά. Τα διάβαζα και τα ζούσα στη σκέψη μου για μέρες, καμιά φορά και για μήνες – χωρίς υπερβολή ταξίδευα μαζί τους. Αν τώρα, στο σούρουπο της ζωής,  θυμηθώ κάτι απ’ όσα μου έχουν πει για τη  Θ ά λ α σ σ α   οι Στίβενσον, Κόντογλου, Ουγκό, Βερν, Ντιφόου, Κίπλινγκ, Βάσερμαν, Μέλβιλ, Φένιμον Κούπερ, Ραφαέλ Σαμπατίνι και τόσοι άλλοι που δεν μου ‘ρχονται τώρα στη μνήμη, δεν λέω ότι το διάβασα, αλλά ότι το έζησα. Κι αν οι μέρες μου δεν είναι τώρα λίγες και γεράσω πιο βαθιά, η μνήμη μου – που δεν θα είναι τότε Πηνελόπη, αλλά Τυνδαρίδα – θα με κάνει όχι να λέω, αλλά να πιστεύω ότι ήμουν κι εγώ ένας από το   τσούρμο του Κολόμβου ή του Μόργκαν του πειρατή.

——————————

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1 Μένης Κουμανταρέας, Δυο φορές Έλληνας, εκδ. Κέδρος, Αθήνα, 2001, σ. 178.
2 Μένης Κουμανταρέας, Το show   ήταν των Ελλήνων , εκδ. Κέδρος, Αθήνα, 2008, σ. 67.
3 Απόστολος Σαχίνης, Η σύγχρονη πεζογραφία μας, εκδ. Γαλαξίας, Αθήνα, 1971, σ. 83.
4 Κώστας Ουράνης , Ποιήματα, ( εκδ. Άπαντα ( ποιητ. συλλογή Νοσταλγίες), ΕΣΤ ΙΑ, Αθήνα, 1953.
5 Νίκος Καββαδίας, Μαραμπού, ( Ένας  δόκιμος στη γέφυρα εν ώρα κινδύνου )  εκδ. Γαλαξίας.
 6  Κώστας Ουράνης, Αποχρώσεις, εκδ. ΕΣΤΙΑ, Αθήνα, 1953. σ. 351- 352
 7 Κώστας  Ουράνης,  ο. π. ( συλλογή Αποδημίες ).
 8 Φώτης  Κόντογλου, Πέδρο Καζάς , εκδ. ΑΣΤΗΡ  , Αθήνα, 1967, σ. 9.
  9 Φώτης Κόνντογλου, Θάλασσες, καΐκια και καραβοκύρηδες,  , εκδ. ΕΣΤΙΑΣ, σ. 146 και 148.

Αφήστε μια απάντηση

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.