Το Παρίσι είναι η πόλη που αγαπήθηκε περισσότερο από κάθε άλλη πόλη στον κόσμο. Εμείς όλοι που δεν είμαστε Γάλλοι, όταν μιλάμε για το Παρίσι, μιλάμε για τη Γαλλία× και όταν πάλι μιλάμε για τη Γαλλία , ουσιαστικά μιλάμε για το Παρίσι. Αυτό βέβαια το έχουν καταλάβει οι Γάλλοι και προσπαθούν, με βιβλία και τουριστικές διαφημίσεις, να πείσουν τους ξένους, που επισκέπτονται τον τόπο τους, ότι η Γαλλία δεν είναι μόνο Παρίσι. Παρά την πειστική, ομολογουμένως, επιχειρηματολογία τους, ο κόσμος εξακολουθεί να θεωρεί τη Γαλλία Παρίσι. Και αυτό ακόμα και σήμερα που τα μέσα μαζικής μεταφοράς έχουν εκμηδενίσει τις αποστάσεις και ο κόσμος που ταξιδεύει σ’αυτή τη χώρα έχει τη δυνατότητα, στις μέρες του ταξιδιού του, να γνωρίσει και άλλες περιοχές της Γαλλίας, περιοχές που έχουν όχι μόνο ένα δικό τους κεφάλαιο στην πολιτική ιστορία αυτού του τόπου, αλλά και στην πνευματική ζωή του ακόμα. Όσα, όμως, κι αν πούμε γι’ αυτό το θέμα, η κατάσταση δεν φαίνεται ν’ αλλάζει: στο Παρίσι όχι μόνο χτυπάει και θα χτυπάει η καρδιά της Γαλλίας, αλλά και της Ευρώπης ακόμα. Η άποψη αυτή για το Παρίσι δεν είναι κάτι που ισχύει μόνο σήμερα. Έτσι ήταν τα πράγματα και πριν από διακόσια χρόνια. Θυμηθείτε, για παράδειγμα, τον Ανδρέα Κάλβο και τις πρώτες είκοσι ωδές του, τη Λύρα, που δημοσιεύτηκε το 1824.
Ιδιαίτερα θυμηθείτε την πρώτη ωδή που επιγράφεται «Ο φιλόπατρις». Στη δωδέκατη στροφή, ο ποιητής απευθύνει χαιρετισμό σε τρεις ευρωπαϊκές χώρες, που θεωρούνται σημαντικές για τον πολιτισμό τους, την Ιταλία, την Αγγλία και τη Γαλλία:
Χαίρε Αυσονία, χαίρε
και συ Αλβιών, χαιρέτωσαν
τα ένδοξα Παρίσια.
Οι δυο πρώτες χώρες, Ιταλία και Αγγλία, αναφέρονται από τον ποιητή με τα μυθικά τους ονόματα, Αυσονία και Αλβιών αντίστοιχα. Για τη Γαλλία όμως χρησιμοποιεί το όνομα της γαλλικής πρωτεύουσας και όχι μόνο. Το συνοδεύει και με ένα επίθετο που δίκαια τη χαρακτηρίζει: «τα ένδοξα Παρίσια». Δεν είναι υπερβολικός εδώ ο Ζακύνθιος βάρδος. Θυμηθείτε σήμερα τα πρωτοσέλιδα άρθρα και τις φωτογραφίες στις εφημερίδες όλου του κόσμου, όταν κάηκε η στέγη της Παναγίας των Παρισίων, για να καταλάβετε πόσο καλά ο ποιητής ζύγισε τη σημασία αυτού του επιθέτου, πριν το χρησιμοποιήσει στον εν λόγω στίχο.
*
Εκμεταλλευόμενος τον ελεύθερο χρόνο που μπορεί να έχει ένας εκπαιδευτικός, που βγήκε στη σύνταξη μετά από 35 χρόνια στη δημόσια εκπαίδευση, ξαναδιάβασα τα βιβλία (όσα έχω βέβαια στη βιβλιοθήκη μου) ενός Γάλλου συγγραφέα που γεννήθηκε στο Παρίσι, έζησε στο Παρίσι και έγραψε για το Παρίσι μερικές σελίδες από τις καλύτερες που έχουν γραφτεί γι’ αυτή την πόλη. Πράγματι. ο Ανατόλ Φρανς (1844-1924) – γιατί γι’ αυτόν πρόκειται – είναι, θα έλεγε κανείς, ο κατεξοχήν συγγραφέας που μίλησε στα βιβλία του για τις γέφυρες, τις προκυμαίες, τα μέγαρα, τις εκκλησίες και τα άλλα μνημεία της γαλλικής πρωτεύουσας× είναι ο συγγραφέας που έκανε γνωστούς σε όλο τον κόσμο τους bouquinistes, τους υπαίθριους βιβλιοπώλες στις προκυμαίες του Σηκουάνα. Οι σελίδες του, με το ανεπανάληπτο ύφος του, συναγωνίζονται τις παρισινές καρτ ποστάλ που εξάπτουν τη φαντασία σου και σε κάνουν ν’ αγαπήσεις αυτή την πόλη, πριν ακόμη την επισκεφτείς και τη γνωρίσεις. Εκείνοι, πάντως, που είχαν στην κυριολεξία τρελαθεί με αυτή την πόλη είναι οι Αμερικανοί. Στα τέλη του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ου διέσχιζαν τον Ατλαντικό, για να πάνε να γνωρίσουν το Παρίσι της Belle Ėpoque, κουβαλώντας στη μνήμη τους, αν όχι και το βιβλίο του στη βαλίτσα τους, στιλπνές εικόνες του Παρισιού που είχαν διαβάσει σε ένα από τα καλύτερα βιβλία του Ανατόλ Φρανς, Το έγκλημα του Σιλβέστρου Μπονάρ, που είδε το φως της δημοσιότητας το 1881. Ήταν τότε τόσο πλατιά γνωστή αυτή η τρέλα των Αμερικανών για το Παρίσι, ώστε και αυτός ο Όσκαρ Ουάιλντ δεν μπόρεσε να μην κάνει λόγο στο φημισμένο και πολυδιαβασμένο βιβλίο του Το πορτρέτο του Ντόριαν Γκρέι ( 1891 ). Εκεί μεταξύ άλλων λέει: “Οι καλοί Αμερικανοί, όταν πεθάνουν, πηγαίνουν στο Παρίσι.’’ Και στην ερώτηση που πάνε οι κακοί Αμερικανοί, ο φοβερός για το χιούμορ του και το σπινθηροβόλο πνεύμα του Ιρλανδός συγγραφέας δεν δίστασε να γράψει: “ They go to America”.
Aυτές τις λίγες σκέψεις έκανα, διαβάζοντας ένα βράδυ αυτό το απόσπασμα από βιβλίο του Ανατόλ Φρανς που δίνω πιο κάτω σε μετάφραση και που με γύρισε πίσω στα μαθητικά χρόνια και σε μια εποχή που κι εγώ, όπως τόσος κόσμος, γνώρισα και αγάπησα αυτή τη Σειρήνα – Πόλη, όπως την αποκαλώ σε άλλο κείμενό μου με θέμα το Παρίσι. «Οι προκυμαίες του Παρισιού» επιγράφεται το κεφάλαιο από το οποίο είναι το απόσπασμα που μεταφράζω. «Αν εγώ» λέει ο Γάλλος συγγραφέας «αισθάνθηκα αυτή την έντονη ευχαρίστηση, ότι γεννήθηκα στην πόλη των μεγάλων ιδεών, αυτό οφείλεται στο ότι περπατώντας κανείς στις παρισινές προκυμαίες, από το Παλαί-Μπουρμπόν ως την Εκκλησία της Παναγίας, ακούει τις πέτρες να διηγούνται μια από τις πιο ωραίες, ανθρώπινες περιπέτειες, την ιστορία της αρχαίας και της νεότερης Γαλλίας.
Βλέπει κανείς εκεί το Λούβρο λαξευμένο περίτεχνα σαν ένα κόσμημα× τη Νέα Γέφυρα, που επάνω στη γερή της ράχη, την άλλοτε τρομερά κυρτή, κράτησε τρεις ολόκληρους αιώνες τα πλήθη των Παρισινών, που χάζευαν τους υπαίθριους ταχυδακτυλουργούς, εντυπωσιασμένα από τα διάφορα κόλπα τους. Βλέπει ακόμα κανείς την περίφημη πλατεία Dauphine με τα χτισμένα με τούβλα σπίτια της× βλέπει το παλαιό μέγαρο της Δικαιοσύνης, το αποκαταστημένο βέλος στο Ιερό Παρεκκλήσι, το Δημαρχείο της πόλης και τους αγέρωχους πύργους την Εκκλησίας της Παναγίας. Εκεί, λοιπόν, στις προκυμαίες αντιλαμβάνεται κανείς καλύτερα τα επιτεύγματα των γενεών, την ασταμάτητη πρόοδο των εποχών, την ιστορική διάρκεια ενός λαού, την ιερότητα των έργων που άφησαν πίσω τους οι πρόγονοι, στους οποίους οφείλουμε την ελευθερία και αυτές τις σημερινές, μελετημένες ανέσεις» (Pierre Nojière). Όλα αυτά κι ακόμη άλλα τα είδα και τα θαύμασα μια φορά και έναν καιρό τις μέρες που έζησα στο Παρίσι. Ό,τι απομένει τώρα από τις αξέχαστες αυτές παρισινές μέρες είναι λίγοι στίχοι που τις θυμίζουν με κάποια αιχμηρή νοσταλγία :
Θυμήσου κάποια κάμαρα μες στο Καρτιέ Λατέν,
Που ξένοιαστοι καπνίζαμε το χρόνο της σπουδής μας,
Διαβάζοντας στο λιόγερμα τα Άνθη του Μπωντλαίρ
Μ’ ορθάνοιχτη την πόρτα μας στ’ άγχος της εποχής μας.
*
Ελεύθεροι και ξάλαφροι από θεσμούς ανθρώπων
Την κάμαρη αρματώναμε καράβι του Καιρού
Κι επαναστάτες ήμασταν του κάθε καθεστώτος
Εμείς οι αλαφροΐσκιωτοι Μάη παρισινού.
Είναι όμως αλήθεια ότι, αν κοιτάξω μέσα μου, δεν θα βρω μόνο το Παρίσι. Υπάρχουν και άλλες πόλεις αυτής της όμορφης ευρωπαϊκής χώρας, τις οποίες γνώρισα και περπάτησα στους δρόμους τους και οι οποίες τώρα, χωρίς να το θέλω, έρχονται μία-μία στη σκέψη μου: Νάντη, Λυών, Αμιένη, Αβινιόν, Τουλούζη, Μασσαλία, Μπεζανσόν, πλειάδα που λες ότι κατέβηκε απ’ τον ουρανό να στολίσει τη χώρα των Γάλλων.
Μπορεί να μην έχουν τη λάμψη του Παρισιού, έχουν όμως το δικό τους χρώμα, το δικό τους κοίταγμα ζωής ή κάτι που δεν το βρίσκεις αλλού. Στη Μασσαλία, για παράδειγμα, οι ντόπιοι έχουν μεγάλη ιδέα για την πόλη τους και αν τους κάνεις λόγο για την ομορφιά του Παρισιού, θα σου πουν πως το Παρίσι είναι «μια μικρή Μασσαλία». Θα έλεγα ακόμη ότι κανένας ξένος δεν περπατάει στην Canebière – τον πιο μεγάλο και πιο κεντρικό δρόμο της Μασσαλίας, που ο Σταντάλ τον βρήκε πιο φαρδύ και από τη rue de la Paix του Παρισιού (Cette rue de la Canebière, plus large que la rue de la Paix à Paris) – με την εθνική υπερηφάνεια, για τη γλώσσα του και τη χώρα του, που περπατάει εκεί ο Έλληνας. Και αυτό όχι μόνο γιατί η Μασσαλία ήταν κάποτε αρχαία ελληνική αποικία, αλλά και γιατί η περίφημη Canebière έλκει το όνομά της από την ελληνική λέξη “κάνναβις’’ και όχι από τη γαλλική “ chanvre ” που έχει την ίδια σημασία. Ο λόγος που πήρε αυτή την ονομασία ο δρόμος, όπως πάλι λέει ο Σταντάλ, είναι γιατί εκεί υπήρχαν παλιότερα φυτείες με κάνναβη (dans la magnifique rue nommée Canebière, autrefois il y avait là des champs plantés des chanvres ).
Με όσα είπα για τη γαλλική πρωτεύουσα, την κατατρομαγμένη και κατασφαγμένη σήμερα από τα χτυπήματα των τζιχαντιστών, δεν θέλω να πω ότι το Παρίσι έγινε γνωστό και αγαπήθηκε από τα βιβλία ενός ανθρώπου. Απλώς την εποχή που ο Ανατόλ Φρανς ήταν στο μεσουράνημα της δόξας του και τα βιβλία του διαβάζονταν σε όλο τον κόσμο, όσοι δεν είχαν πάει στο Παρίσι το γνώριζαν και το αγαπούσαν, όπως είπα πιο πάνω, μέσα από τις σελίδες των βιβλίων του. Δεν υπήρχε τότε τηλεόραση να σ’ το φέρει μέσα στο σπίτι σου. Επιπλέον η γαλλική γλώσσα ήταν όπως είναι σήμερα η αγγλική και οι μορφωμένοι στην Ευρώπη και στην Αμερική τον διάβαζαν στο πρωτότυπο. Πολλοί άνθρωποι που αγάπησαν αυτή την πολιτεία και την έζησαν έντονα, όπως ο Μπωντλαίρ, αναφώνησαν με το ίδιο πάθος που αναφώνησε και ο Γάλλος ποιητής:
Πρόστυχη πρωτεύουσα, πόσο σ’ αγαπώ!
( Je t’ aime, ô capital infame ! )
*
Η φήμη, όμως, της ομορφιάς του Παρισιού τρέχει πολύ πίσω στο παρελθόν. Είχε απλώσει τα φτερά της απο την εποχή του Μεσαίωνα. Τόσο οι Γάλλοι όσο και οι ξένοι, που το είχαν επισκεφτεί, τη σκοτεινή εκείνη εποχή, πίστευαν ότι άλλη πόλη σαν το Παρίσι δεν υπήρχε, κι ας μην είχε ακόμα υποκύψει στους Οθωμανούς η βασιλίδα των πόλεων, η Κωνσταντινούπολη. Ένας από τους μεσαιωνικούς ποιητές της Γαλλίας , ο Eustache Dechamps, μας το λέει ξεκάθαρα σε μια στροφή της περίφημης μπαλάντας του που επιγράφεται “Ballade sur Paris.’’ Παραθέτω τη στροφή αυτή σε δική μου απόδοση:
Όλοι οι ξένοι τ’ αγαπούν και θα τ’ αγαπούν,
Γιατί για διασκεδάσεις και ευθυμία
Ποτέ μιαν άλλη πόλη δε θα βρουν:
Σαν το Παρίσι άλλη πόλη καμία.
Παραθέτω αυτούς τους στίχους στη μετάφραση της Jacqueline Cerquiglini, γιατί τα μεσαιωνικά γαλλικά είναι σαν τα δικά μας αρχαία ελληνικά, non leguntur (δεν διαβάζονται), όπως έλεγαν, λατινιστί, οι σχολιαστές του Μεσαίωνα, που δεν ήξεραν τη γλώσσα του Ισοκράτη και του Δημοσθένη:
Τous les étrangers l’ aiment et l’ aimeront,
Car pour les distractions et la gaieté,
Jamais ils ne trouverons telle Cité:
Rien ne se peut comparer à Paris.
——————————-