Είπαν γι’αυτόν: Ο Πικάσο ποτέ δεν μίλησε για τον Σεζάν
χωρίς τρέμουλο στη φωνή του.
Σε ξαφνιάζει μερικές φορές ο τρόπος που μιλάει ο Σεζάν για τη ζωγραφική, την τέχνη στην οποία δοξάστηκε όσο λίγοι ομότεχνοί του. Το 1886, για παράδειγμα, γράφει σε ένα γράμμα του στον Ζολά, που δεν κατάλαβε ποτέ τη ζωγραφική του φίλου του: «Αρχίζω να ζωγραφίζω, όχι για άλλο λόγο, αλλά επειδή έτσι πλήττω λιγότερο». Την ίδια χρονιά έχουμε ένα σημαντικό γεγονός στη ζωή του Σεζάν: Χάλασε η μακρόχρονη φιλία του με τον Ζολά, μια φιλία που άρχισε το 1852, όταν ο Σεζάν και ο Ζολά φοιτούσαν στο κολέγιο Μπουρμπόν. Αφορμή για να μαραθεί το άνθος αυτής της φιλίας στάθηκε ένα μυθιστόρημα που έγραψε εκείνη την εποχή ο Ζολά, Το Έργο, όπου για να διαμορφώσει την προσωπικότητα του Κλωντ Λοντιέ, του ήρωα του μυθιστορήματός του, πήρε (τόσο μεγάλη άγνοια είχε για το έργο του) τον Σεζάν ως πρότυπο και παρουσιάζει στο βιβλίο του έναν αποτυχημένο ζωγράφο γεμάτο ιδέες, που δεν μπορούσε όμως καμία να πραγματοποιήσει. Τόσο ο Σεζάν όσο και ο Μονέ θύμωσαν μαζί του και διέκοψαν τη σχέση τους με τον συγγραφέα του Ζερμινάλ, ο οποίος, αν θέλουμε να είμαστε δίκαιοι, ήταν ένας από τους πρώτους που υποστήριξαν το έργο τους. Ο Πωλ Σεζάν ανήκει στην ίδια γενιά με τους εμπρεσιονιστές και τους άλλους της ακαδημαϊκής ζωγραφικής που κινούνται γύρω απ’αυτόν. Τα έργα όμως που θα φιλοτεχνήσει όχι μόνο ξεπερνούν τις ζωγραφικές δημιουργίες των σύγχρονων ομοτέχνων του, αλλά και γίνονται καθοριστικά για την τέχνη του μέλλοντος. Και αυτό γιατί με τη ζωγραφική του Σεζάν ολοκληρώνεται η οπτική επανάσταση που ξεκίνησε με τον ρεαλισμό και τον εμπρεσιονισμό και προχωράει σε διατυπώσεις που θα σφραγίσουν όλη την περίοδο που θ’ ακολουθήσει.
Πράγματι, σε κανέναν από τους ζωγράφους της εποχής του δεν βρίσκουμε στο έργο του την ίδια στενή σχέση με την τέχνη του 20ου αιώνα που ανιχνεύουμε στο έργο του Σεζάν. Οι κατακτήσεις της ζωγραφικής του ανοίγουν δρόμους προς κάθε κατεύθυνση: δίνουν βάσεις για νέες αναζητήσεις και προετοιμάζουν το έδαφος τόσο για ολόκληρες σχολές, όσο και για ατομικές προσπάθειες του 20ου αιώνα. Με τον Σεζάν λοιπόν δεν έχουμε μόνο τον σπουδαιότερο ζωγράφο του 19ου αιώνα, αλλά και τον μεγαλύτερο δάσκαλο του εικοστού, έστω κι αν αυτό δεν φαίνεται να ήταν στις προθέσεις του.
Ο Πωλ Σεζάν γεννήθηκε το 1839 στο Αιξ αν Προβάνς (Aix – en -Provence) και πέθανε στην ίδια πόλη, όπου πέρασε τα περισσότερα χρόνια της ζωής του ως πραγματικός ερημίτης, το 1906. Ο πατέρας του, Λουί-Ογκίστ (έμπορος δερμάτων που κατάφερε να πλουτίσει και ν’ ανοίξει ύστερα κατάστημα καπέλων, για να καταλήξει μια μέρα τραπεζίτης), ήθελε να κάνει τον γιο του διάδοχό του στην Τράπεζα Σεζάν, τράπεζα της περιοχής του Αιξ. Έτσι, μετά το δημοτικό σχολείο (1844- 49), βάζει τον γιο του εσωτερικό σε ένα άλλο σχολείο και το 1852 τον γράφει στο περίφημο κολέγιο Μπουρμπόν στο Αιξ. Εκεί ο Σεζάν όχι μόνο θ’ αποκτήσει μια γερή παιδεία, αλλά και θα κάνει μερικές γνωριμίες και φιλίες, όπως η στενή φιλία του με τον Ζολά που ανέφερα πιο πάνω, οι οποίες θα παίξουν καθοριστικό ρόλο στη ζωή του. Η φιλία του με τον Ζολά τον επηρέασε τόσο στην κλίση του για τη ζωγραφική, όσο και στην απόφαση να πάει στο Παρίσι. Το 1856 ο Ζολά φεύγει για το Παρίσι και ο Σεζάν, για να μη δυσαρεστήσει τον πατέρα του, γράφεται, χωρίς τη θέλησή του βέβαια, στη Νομική Σχολή της πατρίδας του, ενώ δυο χρόνια πριν είχε αρχίσει μαθήματα στη Σχολή Καλών Τεχνών του Αίξ. Παρακολουθεί τρία χρόνια τα μαθήματα της Νομικής Σχολής, ενώ ταυτόχρονα προσπαθεί να ξεπεράσει τις αντιρρήσεις του πατέρα του, ο οποίος συνεχώς του τονίζει: «Με τη μεγαλοφυΐα δεν μπορεί να ζήσει κανείς, μόνο με τα χρήματα μπορεί να προχωρήσει στη ζωή». Την επιθυμία του ν’ αφοσιωθεί στη ζωγραφική έρχονται να ενισχύσουν τα γράμματα του Ζολά από το Παρίσι, ο οποίος επιμένει να πάει στην πρωτεύουσα. Με τη βοήθεια τελικά της μητέρας του και της αδελφής του κατορθώνει το 1861 να πείσει τον πατέρα του να τον στείλει στο Παρίσι, όπου γράφεται στην Ελβετική Ακαδημία, για να προετοιμαστεί για τις εξετάσεις στη Σχολή Καλών Τεχνών. Εκείνη την εποχή ο νεαρός Σεζάν συχνάζει στο Λούβρο, όπου ενθουσιάζεται με τη ζωγραφική του Καραβάτζιο και του Βελάσκεθ και ενδιαφέρεται γενικά για τους δασκάλους του παρελθόντος. Στην Ελβετική Ακαδημία γνωρίζεται με τον Pissarro ο οποίος εντυπωσιάζεται από τις προσπάθειες του Σεζάν και του προτείνει να συνεχίσει επίμονα αυτή την καλλιτεχνική πορεία του, γιατί «σίγουρα θα δώσει αργότερα αξιόλογα έργα». Την ίδια χρονιά που πήγε στη Παρίσι θα έχει την ευκαιρία να δει και την επίσημη έκθεση των ακαδημαϊκών ζωγράφων. Ασυνήθιστος όμως καθώς ήταν στη ζωή της πρωτεύουσας, κουράστηκε γρήγορα και ξαναγύρισε στο Αιξ προς μεγάλη ευχαρίστηση του πατέρα του.
Το 1862 ο Σεζάν ξαναγυρίζει στο Παρίσι περισσότερο αποφασισμένος να αφοσιωθεί στη ζωγραφική, αν και δοκιμάζει μια μεγάλη απογοήτευση: Αποτυγχάνει στις εξετάσεις της Σχολής Καλών Τεχνών. Απογοητεύεται, αλλά ευτυχώς βρίσκεται κοντά του ο Πισσαρό, που τον εμψυχώνει και τον συμβουλεύει ότι η αυριανή ζωγραφική δεν έχει σχέση με τη ζωγραφική της Σχολής των Καλών Τεχνών. Το 1863 επισκέπτεται την έκθεση των Απορριφθέντων (Salon de Refusés) και αρχίζει να ενδιαφέρεται περισσότερο για τους ρεαλιστές Κορό και Κουρμπέ. Αναγνωρίζει την αξία του Νταλακρουά, για του οποίου τη χρωματική ελευθερία ο θαυμασμός του δεν θα μειωθεί ποτέ, και ενθουσιάζεται για τα έργα του Μανέ. Τότε γνωρίζεται με τον κύκλο των εμπρεσιονιστών: Μπαζίλ, Μονέ, Ντεγκά, Ρενουάρ, Μανέ και άλλους. Εργάζεται όλο και περισσότερο όχι μόνο με το πινέλο, αλλά και με τη σπάτουλα και το μαχαίρι με αποτελέσματα που πείθουν και τον Πισσαρό ν’ ακολουθήσει μερικές φορές αυτή την πρακτική. Ο Σεζάν άρχισε να μεταχειρίζεται τη σπάτουλα αντί για το πινέλο, όταν κατάλαβε πως το χρώμα που μπαίνει σε παχύτερα στρώματα γίνεται πιο έντονο, πιο φανταχτερό.
Το 1869 γνωρίζεται με τη Μαρί-Ορτάνς Φιγκέ, ένα από τα μοντέλα του, την οποία ερωτεύεται και ζει μαζί της. Αν και από τον δεσμό αυτό αποκτά έναν γιο, δεν την παντρεύεται γιατί φοβάται τον πατέρα του. Εκείνη την εποχή φεύγει και πάει στο Ponτoise, όπου γνωρίζεται με τον γιατρό Paul Ferdinand Gachet, που θα γίνει ένας από τους μεγαλύτερους θαυμαστές του. Την περίοδο αυτή θα παίξουν σημαντικό ρόλο για την καλλιτεχνική δημιουργία του όχι μόνο η φιλία του με τον Πισσαρό, αλλά και οι πολύτιμες συμβουλές αυτού του φίλου. Το 1874 ο Σεζάν παίρνει μέρος στην πρώτη έκθεση των εμπρεσιονιστών με τρία έργα: Τη Νέα Ολυμία, και δυο τοπία, όπου θα προκαλέσει, ιδίως με το πρώτο έργο του, τις λοιδορίες του Louis Lerou, του κριτικού που ειρωνευόμενος τα έργα της έκθεσης έδωσε το όνομα στη νέα αυτή καλλιτεχνική κίνηση: Impression (Εντύπωση), λέξη με την οποία ο Μονέ είχε τιτλοφορήσει έργο του. Στην έκθεση των εμπρεσιονιστών του 1877 ο Σεζάν δεν παίρνει μέρος, αλλά την επόμενη χρονιά έστειλε 16 έργα του, τα οποία και πάλι δεν βρήκαν καμία κατανόηση. Το 1886 πεθαίνει ο πατέρας του, που του αφήνει ένα καλό εισόδημα και το σπίτι κοντά στο Αιξ, που αγαπούσε πολύ, το περίφημο Jas de Bouffan. Την ίδια ακριβώς χρονιά παντρεύεται τη μητέρα του γιου του, αφού ο πατέρας του, που ήταν εμπόδιο, είχε φύγει απ’ τη ζωή. Στις 15 του Οκτώβρη του 1906, ενώ εργάζεται στο ύπαιθρο, χάνει τις αισθήσεις του και πεθαίνει μια βδομάδα αργότερα στις 22 του μηνός.
Το πόσο μπροστά ήταν το έργο του Σεζάν από αυτό των άλλων εμπρεσιονιστών φαίνεται όχι μόνο από το επεισόδιο που ανέφερα πιο πάνω και που είχε σαν αποτέλεσμα να χαλάσει η φιλία του Σεζάν με τον Ζολά, αλλά και από την αλαζονική στάση του Μανέ απέναντι στον Σεζάν και τους άλλους ομοτέχνους του. Το 1874, που οι εμπρεσιονιστές ζωγράφοι αποφάσισαν να κάνουν την πρώτη τους έκθεση, ο Μανέ αρνείται κατηγορηματικά να συμμετάσχει σε αυτή την έκθεση. Και αυτό επειδή είχε γίνει δεκτός στο Σαλόνι ο πίνακάς του Ένα γεμάτο ποτήρι μπίρα και είχε κάποια επιτυχία, παρ’ όλο που δεν είναι από τους καλύτερούς του. Άρχισε τότε να βλέπει αφ’ υψηλού τους λιγότερο τυχερούς συναδέλφους του και δεν καταδέχεται να εκθέσει έργα του δίπλα στα έργα του Σεζάν και του Ρενουάρ. Τον πρώτο θεωρούσε «οικοδόμο που ζωγραφίζει με το μυστρί του» και τον δεύτερο «ανθρωπάκο που έχασε τον δρόμο του μέσα στη ζωγραφική». Και να φανταστεί κανείς πως όταν ο Ζολά ρίχτηκε στην υπεράσπιση της νέας ζωγραφικής και άρχισε να πλέκει το εγκώμιο της ζωγραφικής του Μανέ, αυτός ο θαυμασμός του για τον Μανέ υποκινήθηκε από τον Σεζάν που είχε καταλάβει την αξία και την επαναστατική σημασία έργων του Μανέ όπως το Πρόγευμα στη χλόη ή Η Ολυμπία. Μάλιστα είναι γνωστό ότι ο Σεζάν είχε ως ένα βαθμό επηρεαστεί απ’ αυτά τα έργα του Μανέ όπως δείχνει ο Άνθρωπος με το ψάθινο καπέλο του Μητροπολιτικού Μουσείου της Νέας Υόρκης.
Σήμερα είναι γνωστό πως το έργο του Σεζάν συναποτελούν 8οο ελαιογραφίες, 350 υδατογραφίας και ανάλογος αριθμός σχεδίων του. Στην καλλιτεχνική πορεία του Σεζάν διακρίνονται τρεις κυρίως φάσεις οι οποίες είναι: από το 1860 ως το 1871 η πρώτη, από το 1872 ως το 1887 η δεύτερη, η λεγόμενη Εμπρεσιονιστική, και από το 1888 ως το τέλος της ζωής του η τρίτη, που είναι γνωστή ως Συνθετική . Μερικά έργα από την πρώτη φάση, την πρώιμη δηλαδή καλλιτεχνική του δραστηριότητα, είναι η Προσωπογραφία του πατέρα του με εφημερίδα ( 1866-1868 ), το Μαύρο ρολόι (1870), που ανήκει μάλιστα στη συλλογή του Έλληνα εφοπλιστή Νιάρχου, το Λιώσιμο του χιονιού στο Εstaque (1870 περίπου) και η Αυτοπροσωπογραφία του καλλιτέχνη (1865-66). Σε αυτή τη φάση πρέπει να πούμε ότι η λατρεία του καλλιτέχνη για τον Ντελακρούα (ακόμη και σε ώριμη ηλικία αντέγραφε έργα του), η γνωριμία του με τον ρεαλισμό του Κουρμπέ, η επαφή του με τα έργα του Μανέ και οι αντιγραφές του στο Λούβρο ανιχνεύονται στις πιο σημαντικές του προσπάθειες αυτής της πρώιμης περιόδου. Στο Μαύρο ρολόι, για παράδειγμα, χρησιμοποιούνται στοιχεία που παραπέμπουν στη ζωγραφική του Μανέ, ενώ στο Λιώσιμο του χιονιού στο Estaque φαίνεται η επίδραση του Πισσαρό και των άλλων εμπρεσιονιστών.
Μερικές από τις πιο σημαντικές προσπάθειες της δεύτερης περιόδου, της εμπρεσιονιστικής, είναι: Η μοντέρνα Ολυμπία, 1872-73, (Μusée du Jeu de Paume), To σπίτι του Κρεμασμένου, 1873-74 (Jeu de Paume), Το σπίτι του γιατρού Gachet στο Αuvers, 1873-24, (Λούβρο), η Αυτοπροσωπογραφία, 1875-77, στο Μόναχο, Το μπλε Βάζο, 1883, (Λούβρο), Το βουνό Saint Victoire, 1885-87 (Mητροπολιτικό Μουσείο, Ν. Υόρκη) και Λουόμενες, 1882, (Παρίσι, συλλ. Lecomte). Ο Σεζάν ξεκινάει από τον Εμπρεσιονισμό για να διαταράξει τις παραδοσιακές προοπτικές και να ανανεώσει την αναπαράσταση του χώρου. Στο Βουνό Saint Victoire, που θα ζωγραφίσει περισσότερο από εκατό φορές, βρήκε το απόλυτο θέμα του: μια φόρμα που αυτονομείται και θεωρείται προάγγελος του Κυβισμού και της αφηρημένης ζωγραφικής και που είναι επίσης μια κίνηση προς τον ουρανό και ένας διαταρκής ύμνος στο μεγαλείο της δημιουργίας και του Δημιουργού. Χρειάστηκε, θα λέγαμε, μια ολόκληρη ζωή για ν’ αντικρίσει ο Σεζάν από μακριά, στην τέχνη, «τη γη της επαγγελίας». Η τελευταία φράση θυμίζει τα λόγια του Σεζάν σε επιστολή του προς τον Αmbroise Vollard, τον άνθρωπο που οργάνωσε την πρώτη ατομική του έκθεση: «Δουλεύω με επιμονή, διακρίνω τη γη της επαγγελίας».
Στο σπίτι του κρεμασμένου – που εκτέθηκε το 1874 στην πρώτη εμπρεσιονιστική έκθεση – είναι θαυμάσιος ο συνδυασμός της χρωματικής ευαισθησίας, της προσωπικής οργάνωσης και της μελέτης του θέματος. Στο έργο αυτό τα εμπρεσιονιστικά στοιχεία κερδίζουν μια νέα διάσταση με την τάση του Σεζάν να δώσει και την εσωτερική δομή του θέματος, κάτι που τον φέρνει πολύ πιο πέρα από τις διατυπώσεις των φίλων του, γιατί κοντά στην πλούσια άρθρωση του χώρου και τη μελετημένη χρωματικότητα των μορφών ο καλλιτέχνης φροντίζει να ενισχύσει τη στερεότητα και την ασφάλεια του συνόλου με μια σειρά από αυστηρά γεωμετρικά θέματα. Πάντως, πιο καλά βλέπει κανείς την απόσταση που έχει το έργο του Σεζάν από τον εμπρεσιονισμό, αν συγκρίνει τα έργα του που έχουν το ίδιο θέμα με τις ζωγραφικές δημιουργίες του Πισσαρό. Το σπίτι του κρεμασμένου είναι οργανωμένο με μια σειρά από μορφικές ενότητες: αριστερά τα σπίτια, στο μέσο το πέρασμα προς το βάθος και δεξιά ο λόφος με αποτέλεσμα μια εξαιρετική ισορροπία του συνόλου. Χρωματικά το έργο βρίσκεται στα πλαίσια των εμπρεσιονιστικών αναζητήσεων, αλλά από την πλευρά της σύνθεσης με την έμφαση στη στερεότητα της οργάνωσης ο καλλιτέχνης φτάνει σε μια διατύπωση που πάει πέρα από εκείνες των συναδέλφων του.
Την ολοκλήρωση όλων των κατακτήσεων της ζωγραφικής του Σεζάν την έχουμε με τα έργα της τελευταίας περιόδου, όταν δίνει καθαρά προσπάθειες που γίνονται αφετηρίες για την τέχνη του μέλλοντος. Στα πιο χαρακτηριστικά έργα της τελευταίας περιόδου ανήκουν Οι μεγάλες λουόμενες, 1998-1900 (Φιλαδέλφεια, Μus. of Fine Arts), Το τραπέζι της κουζίνας, 1888-90 (Λούβρο), Οι σειρά Χαρτοπαίκτες, (1890-92), Ο άνθρωπος με την πίπα, 1892 ( Λονδίνο ), Η κυρία Σεζάν σε θερμοκήπιο, 1891-92 ( Ν. Υόρκη ), Νεκρή φύση με μήλα και πορτοκάλια, 1995-1900 (Φιλαδέφεια), Η γυναίκα με την καφετιέρα, 1890-95, (Παρίσι), Ο ωρολογοποιός, 1895-90, (Ν. Υόρκη),για να περιοριστώ σε μερικά από τα βασικά έργα αυτής της περιόδου. Στην πενταετία 1890-95, ο Σεζάν ασχολείται κυρίως με θέματα που έχουν σαν βάση την ανθρώπινη μορφή: Οι χαρτοπαίκτες, Η γυναίκα με την καφετιέρα, Ο άνθρωπος με την πίπα, Νέος με κόκκινο γιλέκο, Προσωπογραφία της γυναίκας του, Ο Ωρολογοποιός και άλλα ανάλογα έργα.
Στην πενταετία αυτή έχουμε όχι μόνο θεματικά την υπέρβαση του εμπρεσιονισμού με την εγκατάλειψη της τοπιογραφίας, αλλά και μια νέα απάντηση στις συμβολικές τάσεις, γιατί εδώ όχι μόνο αποκτά μνημειακό χαρακτήρα η ανθρώπινη μορφή και η ασήμαντη καθημερινή σκηνή, αλλά και παρουσιάζονται νέες διαστάσεις στο ανθρώπινο πρόσωπο. Σε όλη αυτή την ομάδα των έργων του ο Σεζάν φτάνει σε μια συγκλονιστική απόδοση της ανθρώπινης μορφής.
Ιδιαίτερα, στη σειρά Χαρτοπαίκτες, που έχουν ζωγραφιστεί τα χρόνια 1890-92, μπορεί να παρακολουθήσει κανείς όλο τον αγώνα του Σεζάν να φτάσει σε νέες διατυπώσεις που να ολοκληρώνουν τις προθέσεις του και να δίνουν το εσωτερικό περιεχόμενο του θέματος.
Σήμερα, στο Αιξ αν Προβάνς, υπάρχουν τοποθεσίες Σεζάν, λύκειο Σεζάν, οδοί Σεζάν, στα πεζοδρόμια των οποίων έχουν τοποθετηθεί χάλκινες πλάκες με το ομοίωμα του ζωγράφου. Ο τρελός, ο δαιμονισμένος, ο γιος του τραπεζίτη έγινε – ποιος θα το πίστευε;- η δόξα της πόλης. Στο επάνω μέρος της λεωφόρου Μιραμπό, διακρίνεται ακόμη μισοσβησμένη η πινακίδα του καπελάδικου του Σεζάν πατρός πάνω από ένα μαγαζί με δερμάτινα είδη. Ο Σεζάν ξαναδημιούργησε τη ζωγραφική, γιατί οι παλιές φόρμες, τις οποίες σεβόταν περισσότερο από τον καθένα, του ήταν ακατανόητες. Δεν είναι καλός στο χρώμα ή στο σχέδιο, είναι όμως ο Σεζάν. Δεν έχει τη δεξιοτεχνία του Ραφαήλ ή του Πικάσο, είναι όμως ο Σεζάν, όνομα παγκόσμιο, σαν αυτά του Ραφαήλ και του Πικάσο. Έπρεπε ν’ αποσπάσει τα πάντα από την ύλη και τη φύση, για να μπορέσει να είναι απόλυτα ο εαυτός του, ή τουλάχιστον, όπως το λέει ο Ρεμπό, «απόλυτα μοντέρνος».