You are currently viewing Φάνης Κωστόπουλος: ΡΕΒΕΚΚΑ Ένα αριστούργημα της αγγλικής λογοτεχνίας σε ταινία του αμερικανικού κινηματογράφου.

Φάνης Κωστόπουλος: ΡΕΒΕΚΚΑ Ένα αριστούργημα της αγγλικής λογοτεχνίας σε ταινία του αμερικανικού κινηματογράφου.

    Στη δεκαετία του 1940, που ήμουν μαθητής, ή πιο σωστά ταραχοποιός  του δημοτικού σχολείου, το πραγματικό μου σχολείο ήταν ο κινηματογράφος, ο θερινός κυρίως, που ήταν κοντά στο σπίτι μου και μπορούσα να πηγαίνω τρεις φορές την εβδομάδα, όποτε δηλαδή άλλαζε έργο. Πρόκειται για τον παλιό θερινό κινηματογράφο Δελφοί (κοντά στη διασταύρωση των οδών Ηπείρου και Αχαρνών), που λειτουργούσε εκείνη τη δεκαετία  στο  χώρο όπου ήταν άλλοτε η περίφημη Μάντρα του Αττίκ.

Και το λέω αυτό γιατί το μυθιστόρημα Ρεβέκκα της Δάφνης ντι Μοριέ ( Du Maurier ) το είδα μικρό παιδί  σε ταινία και αργότερα ως μαθητής γυμνασίου (λυκείου, θα λέγαμε σήμερα) διάβασα το βιβλίο. Το ίδιο έγινε και με το άλλο δημοφιλές μυθιστόρημα της Αγγλίδας συγγραφέα, την Ταβέρνα της Τζαμάικα, προτού το διαβάσω, το είδα,  την ίδια δεκαετία, σε ταινία  με τον Τσαρλς Λότον. Την ταινία Ρεβέκκα την είδα πάλι, όταν είχα διαβάσει το μυθιστόρημα, και τότε μπόρεσα να τη συγκρίνω με το βιβλίο και να διαπιστώσω ότι ακόμα και ένα ρομαντικό μυθιστόρημα μπορεί να πάρει μια άλλη, εντελώς, διαφορετική διάσταση, όταν πέσει στα χέρια ενός μάγου του σασπένς και της ψυχολογικής έντασης.

Η Ρεβέκκα, όπως είναι γνωστό, είναι μια από τις αριστουργηματικές ταινίες του μεγάλου σκηνοθέτη Άλφρεντ Χίτσκοκ και η μοναδική δημιουργία  του που τιμήθηκε με Όσκαρ καλύτερης ταινίας, κι ας μας άφησε μια σειρά από ταινίες που έχουν σήμερα μια εξέχουσα θέση στην ιστορία του κινηματογράφου. Πράγματι, όποιος διάβασε τη ρομαντική νουβέλα της Ντι Μοριέ, δύσκολα θα φανταζόταν ότι μπορούσε να μετατραπεί σε ένα ψυχολογικό θρίλερ. Ο Άλφρεντ Χίτσκοκ, για την πρώτη του παραγωγή σε αμερικανικό στούντιο, επέλεξε αυτή τη ρομαντική ιστορία και  της έδωσε ένα, εντελώς, άλλο γοτθικό χαρακτήρα.

Είναι αλήθεια ότι, την εποχή που πήγε στο Χόλιγουντ, ετοιμαζόταν, πριν επιλέξει τη νουβέλα της Ντι Μοριέ ,  να κάνει το ντεμπούτο του με μια ταινία που θα είχε θέμα το ναυάγιο του Τιτανικού. Θα είχε πράγματι πολύ ενδιαφέρον να βλέπαμε ποια θα ήταν η άποψή του για το πιο διάσημο ναυάγιο της ιστορίας. Τελικά, όπως είπα πιο πάνω, επέλεξε τη Ρεβέκκα, μια ιστορία για μια ζωή και μια αθώα προσωπικότητα που αισθάνεται να βυθίζεται μέσα σε ξένες και ανεξέλεγκτες  αναμνήσεις.

Η  πρωταγωνίστρια, όπως στο βιβλίο, έτσι και  στην  ταινία, δεν είναι η  Ρεβέκκα του τίτλου.  Ωστόσο, και αυτή, αν και απούσα ως φυσική παρουσία, είναι διαρκώς παρούσα και μόνιμο μέτρο σύγκρισης για τη γυναίκα που τόλμησε να αναμετρηθεί με την ανάμνησή της και να βρεθεί ως δεύτερη σύζυγος στο πλευρό του αριστοκράτη Μαξίμ ντε Γουίντερ. Η νέα κυρία ντε  Γουίντερ είναι μια κοπέλα νέα, ντροπαλή, αθόρυβη, σχεδόν ανύπαρκτη, ενώ το σενάριο τονίζει αδιάκοπα την ασημαντότητα της. Δεν μαθαίνουμε ποτέ το πραγματικό της όνομα, πριν παντρευτεί τον Μαξίμ. Αποκτά υπόσταση όταν είναι δίπλα του και όταν αναγκαστεί να παλέψει έναν άνισο αγώνα με την κυριαρχική παρουσία της νεκρής Ρεβέκκας.

Η γνωριμία της με τον Μαξίμ μάς μεταφέρει στο Μόντε Κάρλο, όπου εκείνη εργάζεται ως συνοδός κυρίας. Εκεί θα τη γνωρίσει ο γοητευτικός χήρος Μαξίμ ντε Γουίντερ, ο οποίος, ένα χρόνο μετά τον θάνατο της γυναίκας του από πνιγμό, δεν έχει ξεπεράσει το τραγικό γεγονός. Ο Μαξίμ γοητεύεται από τη διστακτικότητα που χαρακτηρίζει τη νεαρή κοπέλα και αποφασίζει να την παντρευτεί. Έτσι εκείνη βρίσκεται, ξαφνικά και χωρίς να το καταλάβει, κυρία ντε Γουίντερ και οικοδέσποινα ενός αρχοντικού σπιτιού στην Κορνουάλη, της έπαυλης Μάντερλεϊ. Στην αρχοντική αυτή κατοικία θα βρεθεί αντιμέτωπη με την έντονη προσωπικότητα  της πρώτης κυρίας ντε Γουίντερ, που έχει σημαδέψει όσους τη γνώριζαν. Ο Μαξ δεν μπορεί να  ξεπεράσει τον άδικο θάνατό της και γρήγορα αρχίζει να  συγκρίνει τη νέα του σύζυγο με τη Ρεβέκκα. Και η σύγκριση είναι, όπως καταλαβαίνετε, πάντα  συντριπτική.

Η παρουσία της Ρεβέκκας γίνεται πιο έντονη  με την οικονόμο του σπιτιού, την ανατριχιαστική κυρία Ντάνβερς, η οποία έχει μια παθολογική, σχεδόν ομοερωτική εμμονή με την πρώην κυρία της. Προσπαθεί, με το παγερό της ύφος, να κρατήσει μέσα στο σπίτι   ζωντανή τη μνήμη της Ρεβέκκας. Υπάρχει μια χαρακτηριστική σκηνή στην ταινία, όπου η κυρία ντε Γουίντερ ανακαλύπτει και μπαίνει στο υπνοδωμάτιο της Ρεβέκκας, ένα χώρο απαγορευμένο γι’ αυτή, όπου σεντόνια, μαξιλάρια και αρκετά αντικείμενα, που χρησιμοποιούσε η νεκρή, φέρουν το μονόγραμμά της, και κάνουν στο δωμάτιο έντονη την παρουσία της. Την ίδια στιγμή η κυρία Ντάνβερς – που φαίνεται ότι την παρακολουθεί και την τρομάζει με την ξαφνική παρουσία της στο υπνοδωμάτιο –  αρχίζει να της δείχνει ένα προς ένα τα ρούχα της Ρεβέκκας: τα φουστάνια, τις γούνες , ακόμα και τα εσώρουχά της, τα οποία χαϊδεύει με λατρεία. Όλα αυτά τα περιστατικά θα αναστατώσουν τη νέα οικοδέσποινα και θα την αναγκάσουν να ωριμάσει βιαστικά. Ειδικά όταν δεν θα έχει ν’ αντιμετωπίσει μόνο την παρουσία της Ρεβέκκας, αλλά και την έντονη υποψία ότι ο θάνατός της δεν οφείλεται σε ένα απλό ατύχημα.

Η  Ρεβέκκα, αν θυμάστε, ήταν ένας ερμηνευτικός θρίαμβος  της Τζόαν Φοντέιν και ένας μάλιστα από τους πρώτους ρόλους της. Στην ταινία αυτή η Φοντέιν ερμηνεύει τη νέα κυρία ντε Γουίντερ.  Το ότι κέρδισε αυτό τον ρόλο, που διεκδικούσαν άλλες είκοσι υποψήφιες, ανάμεσά τους η Αν Μπάξτερ και η Βίβιαν Λι, της οποίας ο σύζυγος, ο Λόρενς Ολίβιε, ήταν ο πρωταγωνιστής της ταινίας, δεν ήταν κάτι εύκολο, καθώς χρειάστηκε ακόμα και τον Χίτσκοκ να «κατακτήσει»  γι’ αυτό τον ρόλο. Η αντιπάθεια του Ολίβιε για την συμπρωταγωνίστριά του ήταν ολοφάνερη σε όλη τη διάρκεια των γυρισμάτων, κάτι που η Φοντέιν δεν μπορούσε ν’ αντιμετωπίσει με ψυχραιμία και την έφερνε συχνά στα όρια της κατάρρευσης. Όταν διαμαρτυρήθηκε στον Χίτσκοκ για τη στάση  του Ολίβιε απέναντί της, ο διαβόητος ως βασανιστής ηθοποιών σκηνοθέτης εκμεταλλεύτηκε την ψυχολογική της κατάσταση για την καλύτερη απόδοση του ρόλου της, λέγοντας στη Φοντέιν ότι όχι μόνο ο Ολίβιε την αντιπαθεί, αλλά και ολόκληρο το συνεργείο και το καστ. Έτσι, η ατμόσφαιρα στο Μάντερλεϊ ήταν, για τη Φοντέιν, το ίδιο περίπου εχθρική μ’ εκείνη που αντιμετώπιζε  στο κινηματογραφικό στούντιο. Επομένως, η διστακτικότητα και ο φόβος του χαρακτήρα που υποδύεται  μέσα στην ταινία ήταν ως ένα μεγάλο βαθμό πραγματικός.

Κάτι τέτοιες στιγμές της παιδικής μου ζωής, όπως αυτή που έζησα βλέποντας την ταινία Ρεβέκκα, θυμάμαι τώρα στα γερατειά  και τις νοσταλγώ τόσο πολύ,  ώστε προσπαθώ να τις ξαναζήσω γράφοντας.

———————

 

 

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.