Ο Ρούμπενς, είτε με προσωπογραφίες είτε με θρησκευτικές σκηνές ή με ιστορικά και μυθολογικά θέματα, είναι πανταχού παρών σε όλα τα μεγάλα μουσεία και τις συλλογές του κόσμου. Δεν υπήρχε χώρα, με εξαίρεση βέβαια τη Γαλλία, που να μην υποκλινόταν στην καλλιτεχνική του δημιουργία. Η αναγνώριση του Ρούμπενς στη Γαλλία – δύσκολα μπορεί να το πιστέψει κανείς – έγινε οριστικά και επίσημα τον 20ο αιώνα, πρώτα με τη μεγάλη έκθεση του 1936 στο Παρίσι Ο Ρούμπενς και η εποχή του και ύστερα, μερικές δεκαετίες αργότερα, το 1997, με τον Αιώνα του Ρούμπενς στις γαλλικές συλλογές. Το ερώτημα που αμέσως γεννιέται είναι γιατί η Γαλλία αγνοούσε τον μεγάλο Φλαμανδό του 17ου αιώνα. Μια απάντηση είναι ο εθνικισμός. Ο πρώτος μεγάλος ζωγράφος της Γαλλίας ήταν ο Νικολά Πουσέν, που μολονότι πέθανε το 1665, 25 χρόνια μετά τον Ρούμπενς, οι Γάλλοι ιστορικοί της τέχνης θέλουν να τους συγκρίνουν σαν να ήταν σύγχρονοι, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι ο Πουσέν ήταν ανώτερος.
Ο Περσέας ελευθερώνει την Ανδρομέδα (1630)
Υπάρχει όμως και ένας δεύτερος λόγος: Στη Γαλλία επικρατούσε η ομόφωνη σχεδόν γνώμη, ότι η μόνη άξια προσοχής τέχνη ήταν η ιταλική Αναγέννηση. Ο Ρούμπενς, για παράδειγμα, στα νιάτα του πέρασε κάποια χρόνια στη Ιταλία, σπουδάζοντας την τέχνη του Τιτσιάνο, του Μπασάνο, του Τιντορέτο, αφ’ ότου όμως επέστρεψε στην Αμβέρσα το 1608, προχώρησε στον δικό του δρόμο και ποτέ δεν ξαναγύρισε στην Ιταλία. Τελείως αντίθετα, ο Πουσέν το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του το πέρασε στη Ρώμη και πάντα προσέβλεπε στον Ραφαήλ και τους άλλους αναγεννησιακούς ζωγράφους για έμπνευση. Αυτός ο μονομερής θαυμασμός των Γάλλων κράτησε ως τον 19ο αιώνα, δημιουργώντας ένα είδος αποκλεισμού από τις καλλιτεχνικές εξελίξεις στα άλλα καλλιτεχνικά ευρωπαϊκά κέντρα. Στο 19ο αιώνα, μόνο με τον Ζερικό και τον Ντελακρουά και αργότερα, βεβαίως, με τον εμπρεσιονιστή Μανέ, οι Γάλλοι άρχισαν να προσέχουν τον Ισπανικό Χρυσό Αιώνα με τον Γκρέκο, τον Βελάσκεθ, τον Θουρμπαράν και τον Μουρίλο. Η δεύτερη έξοδος από το καβούκι τους ήταν η ανακάλυψη των μεγάλων Ολλανδών και Φλαμανδών, από τον Μπος και τον Μπρίγκελ ως τον Ρέμπραντ, τον Βερμέερ, τον Βαν Ντάικ και τον Ρούμπενς. Ειδικά ο τελευταίος, όπως είπα και πιο πάνω, η επίσημη αναγνώρισή του άργησε πολύ στη Γαλλία, τον 20 αιώνα. Ήδη όμως από το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα είχαν αρχίσει αρκετοί να εντυπωσιάζονται από το έργο του. Ο Μπωντλαίρ, για παράδειγμα, που ως ποιητής και κριτικός της τέχνης ήταν πολύ μπροστά από την εποχή του, στο πασίγνωστο ποίημα που επιγράφεται Οι φάροι και αναφέρεται στους ζωγράφους που θεωρούσε κορυφαίους, στην πρώτη κιόλας στροφή του ποιήματος, κάνει λόγο για τον Ρούμπενς και όχι για τον Πουσέν, όπως θα περίμεναν οι σύγχρονοί του. Ακόμα και αυτό τον Ραφαήλ, τον μεγάλο δάσκαλο του Πουσέν, τον αγνοεί, ενώ αντιθέτως αναφέρει πιο κάτω τον Ντα Βίντσι και τον Μιχαήλ Άγγελο. Πάντως τον καιρό που ο Ρούμπεν ήταν στην Ιταλία και μελετούσε την τέχνη των μεγάλων ζωγράφων της Αναγέννησης, φιλοτέχνησε παράλληλα και μερικά από τα μείζονα πορτρέτα του, όπως την Αυτοπροσωπογραφία με τη συντροφιά φίλων, ζωγραφισμένη το 1602 στη Μάντουα, και το Πορτρέτο κυρίας με τον νάνο της, φιλοτεχνημένο το 1606 στη Γένοβα. Στο τελευταίο, μάλιστα, αρχίζει να φαίνεται ολοκληρωμένη η προσωπική του καλλιτεχνική διατύπωση…
Η δεύτερη σύζυγος του Ρούμπενς Ελέν Φουρμάν, με νυφικό φόρεμα (1636-1638)
Από όλες τις πόλεις της Γαλλίας, η Λιλ είναι η μόνη που έχει κάποια παράδοση στον Ρούμπενς. Και αυτό γιατί ήταν κοντά στη Φλάνδρα. Στην εποχή του καλλιτέχνη διοικούσε τη γαλλική αυτή πόλη ο Κόμης της Φλάνδρας και επί αιώνες η πόλη, από πολιτιστική άποψη, ήταν πιο κοντά στην επιρροή των Βρυξελλών και της Αμβέρσας, απ’ ό,τι του Παρισιού. Γι’ αυτό και στον Ρούμπενς στράφηκε η πόλη της Λιλ, όταν θέλησε να κοσμήσει τους βωμούς τριών εκκλησιών της και άλλων ναών στα κοντινά Καμπρέ, Αράς και Βαλενσιέν. Όταν ο Ρούμπενς γύρισε από την Ιταλία στην Αμβέρσα, το 1608, όπου, ένα χρόνο αργότερα, υπογράφηκε μια 12χρονη ανακωχή στις εχθροπραξίες των Ολλανδών αυτονομιστών και των Ισπανών κατακτητών, μέσα στη νέα αυτή ειρηνική περίοδο, επιβλήθηκε γρήγορα ως ο μεγαλύτερος Φλαμανδός ζωγράφος με αδιάκοπη ζήτηση, εντός και εκτός Φλάνδρας.
Η περιτομή του Ιησού (1605)
Έφτασε μάλιστα στο σημείο να παραπονιέται ότι ήταν αναγκασμένος να είναι πολύ πιο απασχολημένος απ’ όλους τους σύγχρονούς του καλλιτέχνες. Εξαιτίας αυτής της απασχόλησης δεν υπάρχει σήμερα μεγάλο μουσείο στον κόσμο που να μην έχει έργα ή έργο δικό του. Δούλεψε για τις βασιλικές αυλές της Αγγλίας, της Ισπανίας, α κ ό μ α κ α ι γι’ α υ τ ή τ η ς Γαλλίας (Ανάκτορο του Λουξεμβούργου). Όταν πέθανε το 1640, η τέχνη του συνέχισε να επιζεί ως επιρροή στους νεότερους καλλιτέχνες που ήταν σύγχρονοί του. Ίσως αυτό να ήταν που αναγνώρισαν οι γάλλοι εμπρεσιονιστές στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα και τον αποκάλεσαν « ο ζ ω γ ρ ά φ ο ς τ ω ν ζ ω γ ρ ά φ ω ν ».
——————————