You are currently viewing Φάνης Κωστόπουλος:  Σαρτρ  και Μποβουάρ – Ταξίδι  στην Ελλάδα του 1937

Φάνης Κωστόπουλος:  Σαρτρ  και Μποβουάρ – Ταξίδι  στην Ελλάδα του 1937

 

                 Γεννήθηκα από το γράψιμο: πριν απ’ αυτό,
                          δεν ήμουν παρά ένα παιχνίδι κατόπτρων.
                                         Ζ. Π. ΣΑΡΤΡ  Οι Λέξεις

 

      Αν λάβουμε υπόψη μας ότι ο Σαρτρ και η Μποβουάρ γνωρίστηκαν το 1929, τη χρονιά που αποφάσισαν να κάνουν διακοπές στην Ελλάδα ήταν εκείνος τριάντα δύο και εκείνη είκοσι εννιά ετών. Ήταν και οι δυο τότε καθηγητές σε Λύκειο και δίδασκαν φιλοσοφία. Η Μποβουάρ μάλιστα ήταν η πρώτη γυναίκα καθηγήτρια που δίδαξε  σε Λύκειο  αρρένων του Παρισιού και είχε συνάδελφο  τον Κλοντ Λεβί-Στρος.  Το 1937 – μέσα στη  δικτατορία του Μεταξά και ακριβώς σαράντα χρόνια πριν από το ταξίδι τους στην Ελλάδα το 1977 – οι δυο  καθηγητές Λυκείου τότε, χαμηλόμισθοι  και αναγκαστικά λιτοδίαιτοι, αποφασίζουν, με λίγα χρήματα στην τσέπη, να κάνουν τις σχολικές θερινές  διακοπές τους  στη Ελλάδα.

Ήταν Ιούλιος μήνας όταν έφευγαν για τη χώρα του Μιλτιάδη, του Περικλή και του Θεμιστοκλή, που τους ήξεραν από τα μαθητικά τους χρόνια. Ήθελαν να περάσουν το καλοκαίρι τους περιπλανώμενοι σε όλους τους αρχαιολογικού ενδιαφέροντος  χώρους που ανέφερε ο Γαλάζιος Οδηγός, που πήραν μαζί τους.

 

Ο Σαρτρ – που δεν μπορούσε να περνάει τις μέρες του χωρίς να γράφει κάτι  –  αποφασίζει να στέλνει επιστολές – ημερολόγιο, όπου θα γράφει τις εντυπώσεις του από την επίσκεψή του στη χώρα μας. Αποδέκτης αυτών των επιστολών η δεσποινίδα  Βάντα Καζάκιεβιτς. Ποια είναι  η Βάντα Καζάκιεβιτς ; Αξίζει, νομίζω, ν’ ανοίξω μια μικρή παρένθεση για να μην υπάρχουν σκιές στο κείμενο. Το μόνο που θα ήθελα να τονίσω ακόμη μια φορά είναι ότι την εποχή που γράφονται αυτές οι επιστολές, ο Σαρτρ και η Μποβουάρ είναι ένα νεαρό ζευγάρι καθηγητών Λυκείου και όχι αυτοί που ξέρουμε σήμερα.

Όσο για τις επιστολές αυτές, είδαν, για πρώτη φορά, το φως της δημοσιότητας, με τίτλο Γράμματα στη Βάντα, το 1990,  στο περιοδικό που ίδρυσε ο Σαρτρ και η Μποβουάρ το 1944, το γνωστό σήμερα Μοντέρνοι Καιροί (Les Temps Modernes ). Με τον τίτλο αυτό ο Σαρτρ ήθελε να τιμήσει τον Τσάρλι Τσάπλιν. Πρόκειται για μεγάλο Αφιέρωμα του περιοδικού στον Σαρτρ, με τον γενικό τίτλο Μάρτυρες του Σαρτρ,  όπου εξήντα πέντε Γάλλοι και ξένοι διανοούμενοι καταθέτουν τη μαρτυρία τους για τον μεγάλο φιλόσοφο και νομπελίστα λογοτέχνη του 20ου αιώνα.

                                             *

     Οι ρωσικής καταγωγής αδελφές  Όλγα και Βάντα Καζάκιεβιτς ήταν  το 1934 μαθήτριες Λυκείου. Η Όλγα, δέκα εννιά ετών τότε, είχε καθηγήτρια τη Σιμόν ντε Μποβουάρ, που ήταν οχτώ χρόνια μεγαλύτερή της.  Η στενή, φιλική σχέση μαθήτριας και καθηγήτριας δεν άργησε να γίνει και ερωτική, ενώ ο Σαρτρ – γερό καμάκι από τότε –δεν άφησε την ευκαιρία ανεκμετάλλευτη: ζευγάρωσε με τη Βάντα. Και όλα αυτά ήταν γνωστά τόσο στον Σαρτρ όσο και στην Μποβουάρ. Και αυτό γιατί η σχέση των δυο καθηγητών της φιλοσοφίας στηριζόταν σε αυτούς τους δυο βασικούς όρους: θα είναι στη ζωή πάντα μαζί, αλλά θα έχουν ερωτικές σχέσεις και με άλλους συντρόφους. Επομένως, καμία γκρίνια, καμία ζηλοτυπία μεταξύ τους. Είχαν, σωστά, καταλάβει ότι μόνο με αυτούς τους όρους θα μπορούσε να διατηρηθεί η σχέση τους. Τα πράγματα άρχισαν να περιπλέκονται, όταν ο Σαρτρ  – πιστός στο λατινικό ρητό: «πρώτα να ζεις και μετά να φιλοσοφείς» – άρχισε να φλερτάρει και την Όλγα, η οποία όμως  δεν ανταποκρίθηκε ποτέ στα αισθήματά του. Στο τέλος της δεκαετίας του ’30 η Όλγα θα συνδεθεί ερωτικά με τον Ζακ Λοράν Μποστ – που ήταν μαθητής του Σαρτρ και εραστής της Μποβουάρ, η οποία μάλιστα του αφιέρωσε το κορυφαίο της βιβλίο: Το Δεύτερο Φύλο – και θα επισημοποιήσει τη σχέση της με τον Μποστ με το μυστήριο του  γάμου. Πάντως, οι δυο αδελφές διατήρησαν φιλικές σχέσεις με το ζευγάρι Σαρτρ και Μποβουάρ ως το τέλος της ζωής τους. Και αυτό ίσως γιατί η Όλγα δεν έμαθε ποτέ ότι ο Μποστ, ο σύζυγός της, ήταν εραστής της δασκάλας της.

*

Τον Ιούλιο του 1937 ο νεαρός καθηγητής Ζαν-Πολ Σαρτρ και η φίλη του, επίσης φιλόλογος, Σιμόν ντε Μποβουάρ έρχονται για πρώτη φορά στην Ελλάδα. Ο «γραφιάς» Σαρτρ, κάτω από δυσμενείς συνθήκες, θα κρατήσει, ολόκληρο το δίμηνο που θα μείνει στην χώρα μας, ένα είδος Ημερολογίου σε μορφή επιστολής. Θα καταγράψει τα πάντα σε δέκα μακροσκελέστατες  «επιστολές συνεχείας» προς την εν Παρισίοις φίλη του   Βάντα Καζάκιεβιτς. Στα μέσα Ιουλίου, λοιπόν, ο Σαρτρ και η Μποβουάρ παίρνουν από τη Μασσαλία το πλοίο  CairoCity για τον  Πειραιά.

Είχαν βγάλει εισιτήριο για  κατάστρωμα και ταξίδεψαν – όπως στον προηγούμενο αιώνα ο Σατωμπριάν  από  Κωνσταντινούπολη στον Πειραιά –  ανάμεσα σε πλήθος Ελλήνων, «μαυρισμένων, ρυτιδιασμένων και μουστακαλήδων », που λέγανε ελληνικά  τραγούδια «που μοιάζουν  με αράπικους σκοπούς, μ’ ένα σωρό σκαμπανεβάσματα», γράφει ο Σαρτρ , ενώ η αριστοκράτισσα και όμορφη Σιμόν ντε Μποβουάρ  (ο ‘Κάστορας’, όπως την αποκαλούσε χαϊδευτικά ο φίλος της), πέρασε το ταξίδι μισοκοιμισμένη σε μια σαιζ-λονγκ.

 

Μην περιμένουμε από έναν Γάλλο να καταλάβει τον Ρωμιό. Δεν έχουν  όλοι οι Γάλλοι την ευαισθησία του Φωριέλ. Ταλαιπωρημένοι από τη θάλασσα, φτάνουν μια Παρασκευή στον Πειραιά. Από δω και πέρα αρχίζει η δίμηνη οδύσσειά τους και ο Σαρτρ γράφει στη φίλη του Βάντα:  «….. Χρειάστηκε να περιμένουμε δυο ώρες, μέσα σε ατμόσφαιρα καμινιού, ώσπου να θεωρηθούν τα διαβατήριά μας». Ελπίζω ότι τη δεύτερη φορά που ήρθε στην Ελλάδα, να μη χρειάστηκε καν διαβατήριο… Ήταν τόσο διάσημος και τόσο αγαπητός στους Έλληνες, που βρήκε όλες τις πόρτες ανοιχτές. «Κατεβήκαμε», συνεχίζει, «επιτέλους στην αποβάθρα, ελαφρά αποβλακωμένοι, και πήραμε ένα ταξί για να μας πάει στο ξενοδοχείο Αλεξάνδρα, οδός Αβέρωφ. Μας άρεσε λίγο που είμαστε σ’ αυτό το ταξί γιατί η Όλγα μας είχε συχνά μιλήσει γι’ αυτόν τον ξεχαρβαλωμένο δρόμο που οδηγεί από τον Πειραιά στην  Αθήνα. Δεν έχει αλλάξει. Πεταγόμαστε στον αέρα τριάντα φορές το λεπτό. Είχαμε κιόλας γοητευθεί γιατί είχαμε διαβάσει ότι ο Πειραιάς ήταν το τρίτο μεγάλο λιμάνι της Μεσογείου (μετά τη Μασσαλία και τη Γένοβα), και δεν φανταζόμαστε, βέβαια, έτσι τον δρόμο που συνδέει ένα από τα μεγαλύτερα λιμάνια του Νότου με την πρωτεύουσα ενός βασιλείου. Άλλωστε, η λέξη «δρόμος» δεν ταιριάζει. Είναι ανοιχτό χωράφι ανάμεσα σε ξύλινα μονώροφα σπιτάκια, χωράφι όλο σκόνη και λακκούβες, που φαίνεται πως προσωρινά χρησιμοποιείται για τη  συγκοινωνία…».

Αυτά γράφει ο Σαρτρ για την οδό Πειραιώς το 1937 και εδώ έχει πέρα για πέρα  δίκιο. Δεν του είχε πει, βλέπεις, η Όλγα ή τέλος πάντων κάποιος δικός μας, που ξέρει από Έλληνες πολιτικούς,  ότι περιμένουμε  να έρθει ο καιρός  με τα κονδύλια της ΕΟΚ,  για να φτιάξουμε όχι μόνο τους δρόμους, αλλά και το μετρό της Αθήνας.  Ο δικτάτορας είχε τότε άλλη σκοτούρα: να αυξήσει την παραγωγή πυρομαχικών ο Μποδοσάκης για τον επερχόμενο πόλεμο, διαφορετικά οι Ιταλοί θα πιουν καφέ στην πλατεία Συντάγματος. Φτάνοντας ο Σαρτρ στην ελληνική πρωτεύουσα γράφει: « …. Δεν ξέρω ακόμη πολύ καλά τι είναι η Αθήνα και δεν μπορώ να σας μιλήσω γι’ αυτήν όπως για τη Νεάπολη ή τη Ρώμη για παράδειγμα… Αυτό όμως που μπορώ να σας πω ευθύς αμέσως  είναι ότι δεν πρόκειται για πόλη, σαν πόλη δεν υπάρχει. Δεν έχει ούτε μορφή, ούτε ενότητα, ούτε περίγραμμα. Είναι ένας σωρός από παρατεθειμένα συμπράγκαλα, μ’ ένα κέντρο εντούτοις, που αυτό – αλλά μόνον αυτό – είναι κοινότοπο και χωρίς ενδιαφέρον. Όσο για την υπόλοιπη πόλη, διστάζει κανείς  ανάμεσα σε  καταυλισμό μετά από σεισμό  και επιχείρηση κατεδάφισης. Δεν το έχω ξαναδεί αυτό πουθενά.  Προτιμώ  όμως να σας πω τι κάναμε.  Φτάσαμε σε ένα ξενοδοχείο καθαρό και θλιβερό. Τα δωμάτια συνίστανται σε ένα σιδερένιο κρεβάτι και τέσσερις τοίχους… Πλυθήκαμε, ο  Κάστορας έβαλε το όμορφο άσπρο, πράσινο και μαύρο φόρεμα κι εγώ το λινό μπουφανάκι μου και βγήκαμε για περίπατο. Η ατμόσφαιρα έξω χλιαρή, μην αμφιβάλλετε. Αμέσως μας έκανε εντύπωση το γεγονός αυτό,  που εξηγεί πολλά πράγματα, όπως γιατί οι Έλληνες είναι αγροίκοι…  Με τη λέξη ‘αγροίκοι’ εννοώ ακαλλιέργητοι και απένταροι χωριάτες, που έβαλαν στο κεφάλι τους  να αποκτήσουν μια πρωτεύουσα και την έχτισαν ξερή κι αβίωτη, από πλήρη άγνοια του τι σημαίνει άνεση. Πράγματι, μολονότι η Αθήνα είναι τόσο κοντά σ’ ένα λιμάνι, μοιάζει πολύ περισσότερο πόλη χωρικών παρά ναυτικών. Οι άνθρωποι ψοφάνε από ζέστη, τρώνε άθλια κατασκευάσματα, καταπίνουν σκόνη κι είναι κι από πάνω ευχαριστημένοι γιατί νομίζουν πως  έτσι είναι τα πράγματα… Επιχειρήσαμε να πάμε στο Ζάππειο, έναν κήπο,  όπου μας είχε πει ο Μερλώ-Ποντί (Γάλλος φιλόσοφος, συμμαθητής του Σαρτρ και της Μποβουάρ) ότι εκεί βρίσκονται τα καλύτερα εστιατόρια… Απέναντι στα ανάκτορα βρισκόταν ένα μεγάλο καφεζυθεστιατόριο , η Αίγλη, και ένα ρεστοράν–ντάνσινγκ, Η Όασις . Πήγαμε στην Αίγλη. Δειπνήσαμε σ’ έναν έρημο χώρο, κλεισμένο γύρω-γύρω από ξύλινη περίφραξη. Μέσα σ’ αυτό τον περίγυρο είχαν τοποθετήσει ψάθινες καρέκλες γύρω από τραπεζάκια με άσπρα τραπεζομάντιλα. Ούτε η παραμικρή φροντίδα να κάνουν το μέρος  ευχάριστο. Δεν είχα ξαναδεί τίποτα το πιο αγροίκο. Ο Κάστορας  έμεινε για πολύ ονειροπολώντας  μπροστά από κάτι γαρίδες λαδολέμονο.  Αυτά τα ζωάκια, μισοτηγανισμένα και διπλωμένα στα δύο, έμοιαζαν τρομερά με έντομα,  της συνομοταξίας  ακρίδες…».*

Αυτό που κάνει μεγάλη εντύπωση είναι ότι σε όλο αυτό το μεγάλο  απόσπασμα της επιστολής του δεν είχε ούτε μια καλή λέξη να πει για τον τόπο ή τους ανθρώπους  αυτός ο αβροδίαιτος Παριζιάνος. Ήταν όμως και λίγο άτυχος, γιατί δεν είχε ακόμα ανακαλυφθεί το σημερινό εθνικό μας έδεσμα, το πεντανόστιμο σουβλάκι μας, που τρελαίνει, με την τσίκνα του και τη γεύση του, Ευρωπαίους, Αμερικανούς και Ασιάτες και που δεν θα χρειαζόταν, ο ευλογημένος, να τρέχει στην Αίγλη για… « εντομοφαγία ».

 

Πάντως είχε πολλές παραξενιές ο μακαρίτης και μία απ’ αυτές, η άρνηση του Νόμπελ, είχε αρνητικό αντίκτυπο και στην όμορφη σύντροφό του, όταν η Σουηδική Ακαδημία αποφάσισε να δώσει το Βραβείο Νόμπελ σε γυναίκα συγγραφέα, επειδή το 1975 είχε κηρυχθεί από τον ΟΗΕ  Διεθνές Έτος της Γυναίκας. «Η Ακαδημία Νόμπελ πρότεινε την υποψηφιότητα της Σιμόν. Μη θέλοντας  να αντιμετωπίσουν μια καινούρια άρνηση, τα αξιότιμα μέλη της Επιτροπής επιθυμούσαν να μάθουν αν είχε τις ίδιες απόψεις με τον Σαρτρ » ( Κλοντ Μοντέιγ: Ζαν-Πολ Σαρτρ και Σιμόν ντε Μποβουάρ: Οι Εραστές της Ελευθερίας, εκδ. Πατάκης). Παρά την διαβεβαίωση ότι δεν είχε πρόθεση να το αρνηθεί, φαίνεται ότι δεν την πίστεψαν ή τουλάχιστον σκέφτηκαν ότι ο Σαρτρ δεν θα την άφηνε να το δεχτεί. ‘Όσο για το πολύκροτο δικό του Νόμπελ, όταν έμαθε ο Σαρτρ ότι η Ακαδημία της Στοκχόλμης σκεφτόταν να του απονείμει το Βραβείο Νόμπελ, την άλλη μέρα κιόλας έγραψε στην Επιτροπή ότι θα το αρνιόταν. Το γράμμα έφτασε άραγε πολύ αργά; Ένας Θεός ξέρει. Στις 22 του Οκτώβρη 1964 η Σουηδική Ακαδημία του απένειμε το Νόμπελ Λογοτεχνίας. Πολλοί είναι εκείνοι που δεν κατάλαβαν την απόφασή του. Άλλοι λένε ότι  δεν ήταν διατεθειμένος να παίξει τώρα στα εξήντα του χρόνια  το παιχνίδι της μπουρζουαζίας.

Προσωπικά πιστεύω ότι ο Σαρτρ όχι μόνο ζήλευε τον Καμύ, τον όμορφο και επιτυχημένο συγγραφέα από την Αλγερία, αλλά και έτρεφε μίσος ενάντια στα μέλη της Επιτροπής, επειδή, πριν από εφτά χρόνια, το 1957, βράβευσαν τον Καμύ, που ήταν οχτώ χρόνια νεότερός του και το έργο του ήταν λιγότερο πολιτικό και λιγότερο αμφιλεγόμενο. Προς επίρρωση αυτής της άποψης, έχουμε και το περιστατικό  που έγινε αιτία να χαλάσει η στενή φιλία του Καμύ με τον Σαρτρ. Πράγματι, η πικρόχολη κριτική που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό του Σαρτρ Μοντέρνοι Καιροί, όταν κυκλοφόρησε το υπέροχο βιβλίο του Καμύ Ο Επαναστατημένος άνθρωπος (Lhomme révolté), έκανε τους δυο φίλους από τότε να μην έχουν να πουν τίποτα ένας στον άλλο. Ο Σαρτρ, βέβαια, είχε αρνηθεί να την γράψει, αλλά συμμεριζόταν τη γνώμη του Φρανσίς  Ζανσόν. Όσο για το ταξίδι του στην Ελλάδα και τα Γράμματα στη Βάντα, όπου ο Σαρτρ μας σέρνει τα εξ αμάξης, οι Έλληνες και ο Ξένιος  Δίας δεν του κρατούν κακία. Απλώς ο παριζιάνος  συγγραφέας ανήκει στην κατηγορία των ανθρώπων που όταν δεν έχουν τις ανέσεις τους και τις συνήθειές τους όλα τους φταίνε.

Στου Ζόναρ’ς ,πάντως, «ένα θλιβερό ζαχαροπλαστείο» όπως το χαρακτήρισε ο θαμώνας των Deux Magots στο Παρίσι, το ζευγάρι θα  συναντήσει τον νεαρό Ζακ Μποστ (τον ανέφερα πιο πάνω ως μαθητή του Σαρτρ και εραστή της Μποβουάρ), και  οι τρεις μαζί θα  ξεκινήσουν για ένα θαλασσινό ταξίδι στις όμορφες Κυκλάδες. Πριν κλείσω, οφείλω να προσθέσω ότι 40 χρόνια μετά, στο δεύτερο ταξίδι τους στην Ελλάδα, ο Σαρτρ και η Μποβουάρ στου Ζόναρ’ς, στο… «θλιβερό ζαχαροπλαστείο», ήπιαν πάλι τον καφέ τους,  αν όχι και το ουίσκι τους.

————————-

 

 

*Τα αποσπάσματα των επιστολών είναι σε μετάφραση Κώστα Σταματίου, που μετέφρασε και τις  Λέξεις.

 

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.