Προσπέρασε το κατανοητό και θα διαπιστώσεις πως μόνο το ακατανόητο δίνει κάποιο φως. ΣΟΛ ΜΠΕΛΟΟΥ, ΧΕΡΤΣΟΓΚ
Ο νομπελίστας συγγραφέας Σολ Μπέλοου, στου οποίου τα μυθιστορήματα οι περιπέτειες της βορειοαμερικανικής, εβραϊκής κοινότητας ανάγονται σε σύμβολο της αγωνίας και της μοίρας της ανθρωπότητας, γεννήθηκε, με το όνομα Σόλομον Μπέλοους, στο Λασίν (Lachine), ένα προάστιο του Μόντρεαλ, από γονείς Εβραίους μετανάστες της Λιθουανίας και μεγάλωσε στο Μόντρεαλ και το Σικάγο, όπου εγκαταστάθηκε η οικογένειά του το 1924. Το λογοτεχνικό του ψευδώνυμο, το pen name, όπως θα ‘λεγε στη γλώσσα του ο ίδιος, με το οποίο είναι σήμερα γνωστός στην παγκόσμια λογοτεχνία, το πήρε το 1944, όταν κυκλοφόρησε η πρώτη του νουβέλα Ο μετέωρος άνθρωπος. Η μητέρα του τον ήθελε ταγμένο στον Ιουδαϊσμό, για να τον καμαρώσει μια μέρα ραβίνο, αλλά ο ίδιος από μικρός είχε καταλάβει πως «είχε το καρούμπαλο της λογοτεχνίας», όπως λέει ο Σαρτρ στην περίφημη αυτοβιογραφία του Οι λέξεις, και ήθελε να γίνει συγγραφέας. Αν οι παλαιότεροι συγγραφείς, τότε που η ζωή ήταν πιο απλή και σε πιο αργούς ρυθμούς, στηρίζονταν σχεδόν μόνο στο ταλέντο τους, από τον εικοστό αιώνα και μετά, η πολυπλοκότητα της ανθρώπινης κοινωνίας, που έφερε η αλματώδης πρόοδος των επιστημών και της τεχνολογίας, απαιτούσε ακόμα και από έναν μείζονα συγγραφέα σπουδές και διαβάσματα. Ο Σολ Μπέλοου σπούδασε Κοινωνιολογία και Ανθρωπολογία στα πανεπιστήμια του Σικάγου, του Ουισκόνσιν και του Νορθγουέστερν, ενώ σε όλη του τη ζωή συνδύαζε την πανεπιστημιακή σταδιοδρομία με τη λογοτεχνική δραστηριότητα. Δίδαξε λογοτεχνία για πολλά χρόνια στο Πανεπιστήμιο του Σικάγου και αργότερα, στα τελευταία χρόνια της ζωής του, όταν εγκατέλειψε το Σικάγο επειδή δεν άντεχε να περνάει μπροστά από σπίτια φίλων που είχαν πεθάνει, δίδαξε και στο Πανεπιστήμιο της Βοστόνης. Το Σικάγο είναι η πόλη που αγάπησε περισσότερο από κάθε άλλο μέρος του κόσμου, μολονότι έζησε αρκετά χρόνια και στην Ευρώπη. Η προσωπική του ζωή σημαδεύτηκε από πέντε γάμους, που είχαν σαν αποτέλεσμα να γεννηθούν τέσσερα αγόρια και ένα κορίτσι το 1999. Πέθανε, το 2005, πλήρης ημερών και πολυβραβευμένος όσο λίγοι συγγραφείς της εποχής του, σε ηλικία ενενήντα ετών.
Η αναζήτηση και η περιγραφή της ανθρώπινης κατάστασης διατρέχει όλο το έργο του Σολ Μπέλοου, όπου οι θαυμάσιες περιγραφές είναι άρρηκτα δεμένες με την ψυχολογία των χαρακτήρων. Οι ήρωες των βιβλίων του είναι συνήθως εβραϊκής καταγωγής διανοούμενοι που έρχονται αντιμέτωποι με το παράλογο του σημερινού κόσμου και την αποξένωση των μεγάλων αστικών κέντρων. Το ύφος του συγγραφέα μοιάζει συχνά με τις διαθέσεις ενός παιχνιδιάρικου κύματος. Άλλοτε, δηλαδή, σε βυθίζει σε φιλοσοφικές αναλύσεις και άλλοτε σε εντυπωσιάζει με το καυστικό χιούμορ και τη λεπτή ειρωνεία- ιδιαίτερα στα σημεία όπου ρίχνει ευθείες βολές κατά της συνολικής πνευματικής κατάστασης των ΗΠΑ. Αυτός, άλλωστε, είναι ο λόγος που δεν υπάρχει βιβλίο του Σολ Μπέλοου που να μη γοητεύει τους αναρίθμητους αναγνώστες του τόσο στις Ηνωμένες Πολιτείες όσο και στον υπόλοιπο κόσμο. Ο Μπέλοου, όπως είπα και πιο πάνω, ξεκίνησε με τη νουβέλα Ο μετέωρος άνθρωπος το 1944, που πραγματεύεται τη ζωή ενός νεαρού Αμερικανού από το Σικάγο, την αγαπημένη πόλη του συγγραφέα. Για το βιβλίο αυτό – του οποίου ο ήρωας έχει κάνει αίτηση για την ένταξή του στις ένοπλες δυνάμεις της χώρας και περιμένει απάντηση – λέγεται ότι θυμίζει μονόλογο που προέρχεται από το Υπόγειο του Ντοστογιέφσκι. Η αναγνώριση, όμως , θα έρθει εννέα χρόνια αργότερα με το μυθιστόρημα Οι περιπέτειες του Ώγκι Μαρτς, που τιμήθηκε με το Εθνικό Βραβείο Βιβλίου των ΗΠΑ, βραβείο με το οποίο ο Μπέλοου τιμήθηκε ακόμη δυο φορές.
Το 1976, θα μπορούσε να πει κανείς, είναι χρονιά-ορόσημο για τον Σολ Μπέλοου. Πράγματι, μέσα σε λίγους μήνες έλαβε δυο λογοτεχνικά βραβεία που κάθε συγγραφέας ονειρεύεται για τον εαυτό του: τα βραβεία Νόμπελ και Πούλιτζερ. Κι αν για το πρώτο η απόφαση ήταν προφανής (είχαν προηγηθεί έργα μακράς πνοής και λογοτεχνικής τομής όπως το Χέρτσογκ, το Άδραξε τη μέρα και οι Περιπέτειες του Ώγκι Μαρτς ), για το πολυσέλιδο μυθιστόρημα Το δώρο του Χάμπολντ χρειάστηκε να τιμηθεί με το βραβείο Πούλιτζερ, για να πάρει τη θέση του στη χορεία των κορυφαίων βιβλίων του συγγραφέα. Έως τότε οι κριτικοί της εποχής ήταν διχασμένοι στις κρίσεις τους. Κάποιοι εξ αυτών το θεώρησαν μια άναρχη συγγραφική προσπάθεια, ενώ ο άλλος μεγάλος συγγραφέας της αμερικανικής, εβραϊκής κοινότητας, ο Φίλιπ Ροθ ,δεν δίστασε να το χαρακτηρίσει ως το «πιο παλαβό από τα άλλα κωμικά μυθιστορήματα που είδαν το φως της δημοσιότητας». Όλος αυτός ο θόρυβος γύρω από αυτό το βιβλίο ίσως οφείλεται στο πικαρέσκο ύφος του Μπέλοου σε συνδυασμό με την προσήλωσή του στην ανθρωποσοφία, καθώς και στην έκκεντρη ανάπτυξη της πλοκής. Η αφήγηση, που είναι γεμάτη παρακάμψεις, καλύπτει τα χρόνια από το 1930 ως το 1970. Ίσως αυτές οι παρακάμψεις να οφείλονται στο γεγονός ότι το μυθιστόρημα ήταν αρχικά διήγημα, το οποίο ο συγγραφέας αποφάσισε να επεκτείνει και τελικά να μας δώσει το ογκώδες αυτό μυθιστόρημα.
Το δώρο του Χάμπολντ (Humboldt’s gift) είναι ένα κλασικό μυθιστόρημα που στηρίζεται σε πραγματικά γεγονότα και πρόσωπα. Ο Μπέλοου, όπως φαίνεται στο βιβλίο, ήθελε να μεταφέρει μυθοπλαστικά τη σχέση του με τον ποιητή και διηγηματογράφο Ντέλμορ Σβαρτς, τον οποίο ο συγγραφέας του Χέρτσογκ θαύμαζε απεριόριστα. Ο Σβαρτς υπήρξε ένα από τα μεγάλα ταλέντα της γενιάς του, που είχε την τύχη να του χτυπήσει την πόρτα η δόξα απ’το πρώτο κιόλας βιβλίο: Οι ευθύνες αρχίζουν στα όνειρα (τίτλος που είναι δανεισμένος από ποίημα του Γέιτς). Ο Σβαρτς όμως δεν κατάφερε να διατηρήσει τη φήμη που του έφερε το πρώτο του βιβλίο. Και αυτό εξαιτίας του αλκοολισμού και της ψυχολογικής του κατάρρευσης. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του τα πέρασε απομονωμένος στο ξενοδοχείο Τσέλσι της Νέας Υόρκης, ξεχασμένος από τους φίλους και άγνωστος ανάμεσα σε αγνώστους. Έτσι, ο ένας από τους δυο κύριους χαρακτήρες του μυθιστορήματος, ο Τσάρλι Σιτρίν, είναι ένας επιτυχημένος και ευκατάστατος συγγραφέας ιστορικών βιβλίων, ενώ ένα έργο του, που ανέβηκε σε θεατρική σκηνή του Μπροντγουέι, γνώρισε όχι μόνο μεγάλη θεατρική επιτυχία, αλλά και στη συνέχεια κινηματογραφική. Πίσω από αυτό τον χαρακτήρα κρύβεται ο συγγραφέας του βιβλίου, ενώ ο άλλος βασικός πρωταγωνιστής του μυθιστορήματος είναι ο Βον Χάμπολντ Φλάισερ, πασίγνωστος ποιητής μια εποχή, που σε ώριμη ηλικία περιέπεσε σε παρακμή. Ο Σιτρίν, στα νιάτα του, τον είχε θεό του. Του έστειλε μια επιστολή και μετά ταξίδεψε στη Νέα Υόρκη για να τον συναντήσει. Γίνανε φίλοι και παρέμειναν φίλοι για πολλά χρόνια. Όταν ξέσπασε το κύμα του μακαρθισμού στη δεκαετία του 1950, ασπάζονται και οι δυο τον μαρξισμό και στρέφονται ενάντια στο κατεστημένο. Τότε ο Χάμπολντ γίνεται μέντορας του Σιτρίν, ασκεί πάνω του μια απαράμιλλη γοητεία και στις συζητήσεις τους χρησιμοποιεί παραπομπές σε συγγραφείς και μεγάλα έργα. Όταν όμως αρχίζει να ξεθωριάζει η φήμη του Χάμπολντ και ν’ανατέλλει το άστρο του Τσάρλι Σιτρίν, ο μέντορας στρέφεται ενάντια στον μαθητή του. Τον κατηγορεί ότι σε ένα θεατρικό έργο του – που ανέβηκε με μεγάλη επιτυχία στο Μπρόντγουεϊ και στη συνέχεια έγινε και κινηματογραφική ταινία, από την οποία ο συγγραφέας θα κερδίσει πολλά χρήματα – τον αντέγραψε. Στην προκειμένη περίπτωση ο Μπέλοου, που έχει ζήσει τέτοιες καταστάσεις, δείχνει, με ανάγλυφο τρόπο, το φθόνο που συχνά δηλητηριάζει τις φιλίες των συγγραφέων, όταν το έργο κάποιου από τους ομότεχνους φίλους γνωρίσει μεγάλη επιτυχία. Και όλα αυτά λες και η δόξα είναι μικρή σε έκταση και δεν τους χωράει όλους…
Από δω και πέρα ο Χάμπολντ θα περιπέσει σε μια κατάσταση ημιπαραφροσύνης. Για να «εκδικηθεί» μεταθανάτια τον φίλο του, θα του κάνει ένα «δώρο». Θα του κληροδοτήσει το προσχέδιο για ένα έργο, από το οποίο ο Σιτρίν θα κερδίσει πολλά χρήματα. Ο πλούτος όμως δεν έχει μόνο πολυτέλειες και ανέσεις× έχει και κινδύνους και πειρασμούς που μπορούν να οδηγήσουν σε ανατροπή του όλβιου βίου που προσφέρει το χρήμα. Και το λέω αυτό γιατί η ζωή του Σιτρίν δεν θα είναι ρόδινη. Διαζευγμένος, με δυο παιδιά, θα μπλέξει σε μια μακροχρόνια διαμάχη σε ό,τι αφορά τη διατροφή που είναι υποχρεωμένος να καταβάλλει, ενώ ταυτόχρονα τον κυνηγάει η εφορία, ο μεγάλος εφιάλτης των πλουσίων. Τώρα – που είναι μέσης ηλικίας άνθρωπος – έρχεται, σαν να μην έφταναν όλα αυτά, και ο έρωτας. Κάνει ολέθριο δεσμό με μια νέα γυναίκα εκπάγλου καλλονής, που ακούει στο όνομα Ρενάτα και που έχει ακριβά γούστα και μεγάλη δίψα για σεξ. « Αδυναμία το όνομά σου είναι γυναίκα» είπε ο Σαίξπηρ και στην περίπτωση του Σιτρίν, που έβλεπε την καταστροφή του και δεν μπορούσε να κάνει τίποτα, τα γεγονότα που ακολούθησαν δικαίωσαν τον ελισαβετιανό ποιητή: τον ξετίναξε οικονομικά. Θα συνδεθεί και με μια άλλη γυναίκα, τη Ντέμι, αλλά και εδώ στάθηκε άτυχος: την ήθελε και ο Θεός και την πήρε κοντά του, μετά από ένα αεροπορικό δυστύχημα στη Νότια Αμερική. Από τότε ο Σιτρίν άρχισε να σκέφτεται τον θάνατο, που του έγινε έμμονη ιδέα.
Όταν σου χτυπάει την πόρτα η κακοτυχία, δεν σταματάει με τίποτα. Στην «πτώση» του θα προστεθεί και το μπλέξιμό του με έναν μαφιόζο της κακιάς ώρας, τον Ρινάλντο Καντάμπιλε. Τον γνώρισε σε μια παρτίδα πόκερ. Όταν κάποια στιγμή καταλαβαίνει ότι ο μαφιόζος κλέβει στα χαρτιά, ακυρώνει την προσωπική επιταγή που του έγραψε. Από δω και πέρα όμως βρίσκεται μπλεγμένος με τον μαφιόζο σε μια σειρά τρελών γεγονότων. Ο Σιτρίν, όπως είπα και πιο πάνω, είναι μια παραλλαγή του Μπέλοου, αλλά μόνο σε ό,τι αφορά τη σχέση του με τον Χάμπολντ. Σύμφωνα με μια άποψη που επικρατεί, κύριο θέμα του μυθιστορήματος δεν είναι ο Χάμπολντ, κι ας αναφέρεται το όνομά του στον τίτλο του βιβλίου. Το κύριο θέμα είναι «ο Σιτρίν που σκέφτεται τον Χάμπολντ».
Αν ο Μαρσέλ Προυστ μας έκανε την τιμή να αναφέρει τη Βασίλισσα Όλγα της Ελλάδας στο μείζον μυθιστόρημά του Αναζητώντας τον χαμένο καιρό, ο Σολ Μπέλοου θεώρησε καλό να προβάλει σε βιβλίο του την ελληνική κουζίνα και τον τρόπο με τον οποίο διασκεδάζουν οι Έλληνες. Παραθέτω το σχετικό απόσπασμα: «Τι θες να κάνω κι εγώ τώρα- να ‘ρχομαι και να κάθομαι να συζητάμε για διάφορα στέκια και εστιατόρια; Η Τένι θα του έλεγε πάλι για ένα ελληνικό μαγαζί στη Δεκάτη Λεωφόρο. Του έχει μιλήσει γι’ αυτό τόσες φορές. ‘Ένας φίλος’ (ο ίδιος ο Ποντρίτερ προφανώς) ‘με πήγε να φάμε στον Μαραθώνα. Ήταν πράγματι κάτι διαφορετικό. Ξέρεις, οι Έλληνες μαγειρεύουν ρύζι με κιμά τυλιγμένα σε αμπελόφυλλα, με πολύ γευστικά καρυκεύματα. Σε όποιον κάνει κέφι, σηκώνεται και χορεύει μόνος του. Οι Έλληνες είναι πολύ ανέμελοι άνθρωποι. Να έβλεπες μόνο κάτι χοντρούς που βγάζουν τα παπούτσια τους και χορεύουν μπροστά σε όλο τον κόσμο’» (Χέρτσογκ). Δεν είναι υπερβολικός ο Μπέλοου σε αυτό που λέει για τα παπούτσια. Στο κανάλι Σκάι, για παράδειγμα, τώρα, στο πρωτοχρονιάτικο ρεβεγιόν, δυο κυρίες έβγαλαν τα παπούτσια τους και χόρευαν ξυπόλυτες και μονάχη της η κάθε μια, χωρίς καβαλιέρο. Θα κλείσω το κείμενο με ένα ακόμη απόσπασμα από το ίδιο βιβλίο, όπου γίνεται λόγος γι’ αυτούς που ο Σολ Μπέλοου θεωρεί ως τους «πιο επικίνδυνους ανθρώπους»: «Σε κάθε κοινότητα υπάρχει μια τάξη ανθρώπων αληθινά επικίνδυνη για τις άλλες. Δεν εννοώ τους εγκληματίες. Γι’ αυτούς έχουμε τις ποινικές κυρώσεις. Εννοώ τους ηγέτες. Μόνιμα οι πιο επικίνδυνοι άνθρωποι αναζητούν τη δύναμη. Ενώ στα στέκια της αγανάκτησης ο υγιώς σκεπτόμενος πολίτης βράζει μέσα του».* Για τέτοιους ηγέτες, που αναζητούν τη «δύναμη» σε εξοπλισμούς και σε επεκτατική πολιτική, δεν πρέπει να υπάρχει κανείς – στο βιλαέτι μας τουλάχιστον – που αμφιβάλλει αν υπάρχουν στις μέρες μας.