Προσπέρασε το κατανοητό και θα διαπιστώσεις
πως μόνο το ακατανόητο δίνει κάποιο φως.
Σολ Μπέλοου
Δεν υπάρχει βιβλίο του Σολ Μπέλοου που να μη γοητεύει τους αναρίθμητους αναγνώστες του τόσο στις Ηνωμένες Πολιτείες όσο και στον υπόλοιπο κόσμο. Αυτό φάνηκε καθαρά με το ογκωδέστατο μυθιστόρημά του Το δώρο του Χάμπολντ, που εκδόθηκε το 1975, όταν ο συγγραφέας ήταν 60 ετών.
Οι αναγνώστες του το υποδέχτηκαν με ενθουσιασμό, όχι όμως και οι κριτικοί που το έκριναν λίγο ως πολύ αρνητικά. Ωστόσο, η αρνητική κριτική δεν στάθηκε εμπόδιο για το βιβλίο να τιμηθεί την επόμενη χρονιά με το βραβείο Πούλιτζερ. Σήμερα το μυθιστόρημα αυτό τοποθετείται ανάμεσα στα μείζονα έργα του συγγραφέα, δίπλα στα Χέρτσογκ, Χέντερσον, Ο βασιλιάς της Βροχής, Οι περιπέτειες του Όγκι Μαρτς, ο Πλανήτης του κυρίου Σάμλερ και Άδραξε τη μέρα. Δεν πρέπει να παραλείψουμε ότι το 1976, την ίδια δηλαδή χρονιά που τιμήθηκε με το Πούλιτζερ, τιμήθηκε και με το βραβείο Νόμπελ, ο Μπέλοου. Σπάνια η περίπτωση όπου ένας συγγραφέας τιμάται την ίδια χρονιά με δυο κορυφαία βραβεία.
Κάτι ανάλογο μπορούμε να πούμε και για τα βιβλία του Φίλιπ Ροθ, μολονότι αυτός ο συγγραφέας δεν τιμήθηκε από τη Σουηδική Ακαδημία. Αν ζούσε σήμερα ο Φίλιπ Ροθ, θα ήταν 91 ετών και σίγουρα θα είχε γράψει περισσότερα από τα τριάντα βιβλία (μυθιστορήματα, δοκίμια, αυτοβιογραφίες και διηγήματα) που άφησε στους φανατικούς του αναγνώστες. Είναι, θα λέγαμε, ο συγγραφέας που ένα από τα κύρια θέματα που πραγματεύεται στα βιβλία του είναι η αντρική σεξουαλικότητα. Θα ‘λεγε μάλιστα κανείς ότι αυτό που μετράει πάνω απ’όλα για τον άνθρωπο Ροθ είναι οι σεξουαλικές του επιδόσεις. Είναι τόσο παθιασμένος με αυτό το θέμα, ώστε δεν διστάζει να επιτεθεί, άσπλαχνα, ακόμα και στα ηλικιωμένα πρόσωπα. Στο θέατρο του Σάμπαθ, το βιβλίο που αγαπούσε περισσότερο από τα άλλα που έγραψε, λέει για τον «άμαχο πληθυσμό» της τρίτης ηλικίας: «Το πλεονέκτημα ενός νεαρού κοριτσιού έναντι ενός ηλικιωμένου άντρα είναι ότι εκείνη γίνεται μούσκεμα για ένα ψύλλου πήδημα, ενώ για να έχει αυτός στύση χρειάζεται να πετάξει ελέφαντας ».
Και λέγοντας αυτά συμφωνεί με τούτη την αρχαία ελληνική ρήση που λέει: « Γέρων εραστής εσχάτη κακοτυχία ». Οι καιροί όμως αλλάζουν και, καθώς η επιστήμη και η τεχνολογία συνεχώς προοδεύουν, ό,τι ίσχυε άλλοτε σήμερα σχεδόν έχει ξεχαστεί. Άλλωστε, είναι φανερό πως όσα λέει πιο πάνω ο μεγάλος αμερικανός συγγραφέας για τους ηλικιωμένους, τα έγραψε σε εποχή που δεν είχε ακόμα ανακαλυφθεί το χάπι που κάνει τον γέρο δ ε ι ν ό ε ρ α σ τ ή. Με αβαντάζ, λοιπόν, το «χάπι» και με την προϋπόθεση της καλής υγείας οι ηλικιωμένοι περνούν στην αντεπίθεση με τούτο το στιχούργημα:
ΓΑΛΛΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ
Αν τώρα για τα μάτια σου είμαι γέρος,
ας μην περάσει ποτέ απ’ το νου σου
πως δε νιώθω σαν άλλος Ροβεσπιέρος,
όταν οι επαρχίες του κορμιού σου
είναι, κυρά μου, σε μια κατάσταση,
όπως η Γαλλική Επανάσταση.
Ίσως η εμμονή του σε αυτό το θέμα να έγινε αιτία που τον χαρακτήρισαν σεξομανή και φαλλοκράτη. Πάντως, είναι γεγονός πως τόσο στα βιβλία του όσο και στη ζωή του κρατούσε απέναντι στο γυναικείο φύλο μια στάση απαξιωτική. Για τη γυναίκα που έγραψε το μείζον μυθιστόρημα Η Κυρία Ντάλαγουεϋ, ο μισογυνισμός του στρέφεται όχι βέβαια προς τη συγγραφέα ( ως άνθρωπος του πνεύματος ξέρει ο Ροθ πως είναι αχτύπητη), αλλά προς τη γυναικεία της φύση: « Βιρτζίνια Γουλφ: μια λεσβία παρθένα ικανή μονάχα για πασπατέματα [….] μια γυναίκα που, όσο ζούσε, ποτέ δεν έβγαλε τα ρούχα της » ( στο ίδιο βιβλίο). Κι ας λέει ο ίδιος σε άλλο βιβλίο του για τον άντρα: « Σε θέματα πόθου, ένας τριαντάρης άντρας δε δίνει λόγο παρά μόνο στον εαυτό του ( Το σύνδρομο Πόρτνοϊ )».
Όσο για την εμμονή που είχε το αναγνωστικό κοινό με τον Ροθ, οφείλεται όχι μόνο στις ρωγμές και στην αντιφατική σχέση που υπάρχει ανάμεσα στον άνθρωπο Ροθ και το έργο του, αλλά και σ’αυτό που λέει ο ίδιος: « Η μορφωμένη μπουρζουαζία αρέσκεται να θαυμάζει εκείνους που ξεφεύγουν απ’ τα δεσμά της ». Από τη μια μεριά ζούσε, όπως ο Τσάλιτζερ, σαν ερημίτης, από την άλλη, όμως, όταν πήγαινε στη Νέα Υόρκη, ήθελε να τον τιμούν και να τον αποθεώνουν. Απέκτησε, πάντως, μεγάλη φήμη όταν γνώρισε και παντρεύτηκε τη διάσημη βρετανίδα ηθοποιό Κλερ Μπλουμ, της οποίας όμως ο μεγάλος έρωτας της ζωής της δεν ήταν ο Ροθ, αλλά ο Ρίτσαρντ Μπάρτον, που, όπως έλεγε η ίδια, « ήταν ένας άνθρωπος γεμάτος ζωή ».
Η φιλική σχέση ανάμεσα σε αυτούς τους δυο μεγάλους αμερικανούς συγγραφείς, οφείλεται βέβαια σε πολλούς λόγους. Το πρώτο που πρέπει να λάβει κανείς υπόψη του είναι ότι και οι δύο είναι εβραϊκής καταγωγής, ενώ η αγαπημένη τους πόλη δεν ήταν η Νέα Υόρκη ή το Λος Άντζελες, αλλά το Σικάγο. Και αυτό γιατί αυτή η πόλη ήταν ο τόπος της γνωριμίας τους. Έπειτα είναι ο θαυμασμός του Ροθ (που ήταν 18 χρόνια νεότερος) για το έργο του Μπέλοου.
Πώς να μη θαύμαζε το έργο του φίλου του, όταν ο Μπέλοου στο θέμα της ανδρικής σεξουαλικότητας δικαιώνει τον Ροθ λέγοντας : «Η στύση είναι το νόμισμα που έχει παντού πέραση.» (Χέρτσογκ ) Στο ίδιο βιβλίο λέει ακόμα : « Το ερωτικό στοιχείο πρέπει να πάρει τη θέση που του ανήκει σε μια χειραφετημένη κοινωνία, που αντιλαμβάνεται πως η σεξουαλική καταπίεση σχετίζεται με την αρρώστια, τον πόλεμο, τη φτώχεια, τα λεφτά, τον ολοκληρωτισμό». Και οι δύο, φορτωμένοι με αμερικανικά βραβεία λογοτεχνίας, πίστευαν πως άξιζαν να τιμηθούν και με το βραβείο Νόμπελ. Τελικά τιμήθηκε μόνο ο Μπέλοου. Οι Σουηδοί είχαν, φαίνεται, τρομάξει από τον μισογυνισμό , τον αντισημιτισμό και τον ακατάσχετο ερωτισμό του Ροθ. Όσο για το τελευταίο, ήταν κάτι πάνω από τις δυνάμεις του: «Πώς να το κάνουμε, δεν μπορώ, δεν πρόκειται να δεθώ μ’ένα συμβόλαιο ότι θα κοιμάμαι με μια μόνο γυναίκα ως το τέλος της ζωής μου» ( Το σύνδρομο Πόρτνεϊ ).
Ο Μπέλοου και ο Ροθ ήταν επίσης οι μόνοι, εν ζωή, αμερικανοί συγγραφείς που τα Άπαντά τους εκδίδονταν από τη Library of America.
Ένας από τους βιογράφους του Ροθ, ο Άιρα Νάιντελ, λέει για το θέμα της φιλίας τους: «Για να καταλάβεις τον Ροθ, πρέπει να έχεις διαβάσει Μπέλοου. Η σχέση τους θα μπορούσε να είναι το θέμα μιας ξεχωριστής βιογραφικής μελέτης. Υπάρχουν εκατοντάδες επιστολές μεταξύ τους, πολλές από τις οποίες δεν έχουν μελετηθεί». Σε ένδειξη μάλιστα της φιλίας τους, ο Μπέλοου χάρισε στον Ροθ το ημίψηλο καπέλο που φορούσε στην απονομή του βραβείου στη Στοκχόλμη. Ο Ροθ το κράτησε σαν φυλαχτό. Επίσης, όταν Το δώρο του Χάμπολντ έγινε αρνητικά δεκτό από την αμερικανική κριτική, ο Ρόθ – πιστός στη φιλία του με τον Μπέλοου — επαίνεσε το βιβλίο του φίλου του. Θα έλεγα ακόμη ότι ήταν τόσο στενή η σχέση των δύο αυτών συγγραφέων, ώστε μερικές φορές οι εχθροί του Μπέλοου γίνονταν και εχθροί του Ροθ. Ο Τζέιμς Άτλας, για παράδειγμα, έγραψε μια τεράστια βιογραφία για τον Σολ Μπέλοου και στην πορεία, γράφοντάς τη, από τον θαυμασμό που ένιωθε για τον Μπέλοου και το έργο του πέρασε στο μίσος. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να ψυχρανθεί και με τον Ροθ, ο οποίος τον είχε ενθαρρύνει να γράψει αυτή τη βιογραφία για τον Μπέλοου.
Και αυτό συνέβη, όταν ο Σολ Μπέλοου ήταν ακόμα στη ζωή και την εποχή που μόλις είχε τιμηθεί με το βραβείο Νόμπελ. «Πιστόν φίλον εν πόνοις και κινδύνοις γιγνώσκεις», έλεγε, θυμάμαι, το παλιό σχολικό Αναγνωστικόν της αρχαίας ελληνικής γλώσσης του Ζούκη. Μπέλοου και Ροθ έφυγαν από τη ζωή όπως έζησαν – αδελφικοί φίλοι.
————————-