You are currently viewing Φάνης Κωστόπουλος: ΣΤΑΝΤΑΛ – Ο «πατέρας» του ψυχολογικού μυθιστορήματος

Φάνης Κωστόπουλος: ΣΤΑΝΤΑΛ – Ο «πατέρας» του ψυχολογικού μυθιστορήματος

                 Δεν δικάζομαι από τους ομοίους μου. Δεν βλέπω στα έδρανα των ενόρκων  έστω και έναν χωριάτη που πλούτισε, παρά μόνο αγανακτισμένους αστούς…

                                         ΣΤΑΝΤΑΛ     ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΚΑΙ ΤΟ ΜΑΥΡΟ

 

    Ο Μarie-Henri Beyle, που πέρασε στην  παγκόσμια λογοτεχνία με το γερμανικό ψευδώνυμο Stendhal και που σηματοδοτεί με το έργο του τη γέννηση του ψυχολογικού μυθιστορήματος, εμφανίζεται στις σελίδες των βιβλίων του ως ο πιο ειρωνικός και πιο καυστικός από όλους τους μεγάλους συγγραφείς του γαλλικού ρεαλισμού, ακόμη και από τον Μπαλζάκ με τον οποίο στο θέμα αυτό παρουσιάζει πολλές ομοιότητες. Ήταν, θα λέγαμε  ακόμα, ένας από τους πιο ιδιόρρυθμους συγγραφείς. Βρίσκει κανείς σ’ αυτόν έναν  ουσάρο του ρομαντισμού, έναν ιδεολόγο του 18ου αιώνα και έναν ρεαλιστή με φιλοσοφία  και  περιέργεια  για τα μικρά γεγονότα και τις λεπτομέρειες της ζωής. Επίσης υπήρξε  υλιστής, περιφρονητής παντός συμβατικού και πάνω απ’ όλα δεινός ψυχολόγος. Μάλιστα ως αναλυτικός και ψυχολόγος βρίσκεται σε πλήρη αντίθεση με τον ρομαντισμό του και, παρά τον ρεαλισμό του, στρέφεται προς την πνευματική και συναισθηματική ζωή, αδιαφορώντας για ό,τι δεν σχετίζεται με ιδέες και πάθη. Μισεί την αστική υποκρισία όσο τίποτε άλλο, και στα λογοτεχνικά σαλόνια του Παρισιού, στα οποία συχνάζει, φιγουράρει ως δεινός συζητητής και υποστηρικτής των φιλελεύθερων ιδεών του. Ο Σταντάλ ήταν ακόμα ένας βαθύτατα πολιτικός συγγραφέας, που θεωρούσε ότι η πολιτική ανήκει στα “ενδιαφέροντα της φαντασίας’’ και ότι είναι (συμπληρώνει στο μυθιστόρημά του Το Μοναστήρι της Πάρμας ) “μέσα σε ένα λογοτεχνικό έργο  σαν μια πιστολιά στη μέση μιας συναυλίας”.

 

 

Αυτό μπορεί να το διαπιστώσει κανείς τόσο στο αριστούργημά του Το Κόκκινο και το Μαύρο, όσο και στην ημιτελή νουβέλα του Φεντέρ ή ο πλούσιος σύζυγος, ενώ δεν θα δυσκολευόταν ακόμα να βρει αξιοπρόσεκτες ομοιότητες ανάμεσα στον Ζυλιέν Σορέλ, τον πρωταγωνιστή στο Κόκκινο και το Μαύρο, και στον Φεντέρ της ομώνυμης νουβέλας. Λένε ακόμη, ότι είναι αδύνατο να μιλήσεις σήμερα, έστω και συνοπτικά, για τη μορφή και την ουσία του ευρωπαϊκού μυθιστορήματος και να μην αναφερθείς στον Σταντάλ.

Δίχως το δικό του παράδειγμα το έργο του Χένρι Τζέιμς, του Προυστ ή ακόμα και του Τζόις θα ήταν κατά πάσα πιθανότητα διαφορετικό. Όταν ο Τζόις ισχυρίζεται πως έγραψε το Ξύπνημα του Φίνεγκαν “για τον ιδανικό αναγνώστη που πάσχει από την ιδανική αϋπνία’’ στην πραγματικότητα επαναλαμβάνει, αλλάζοντας το πεδίο αναφοράς, την άποψη του    Σταντάλ: “Το ουσιώδες σε ένα μυθιστόρημα είναι ο αναγνώστης που το αρχίζει ένα βράδυ και μένει άγρυπνος όλη νύχτα για να το τελειώσει.’’ Το 1945 ο Άουερμπαχ στο  κλασικό του βιβλίο Μίμησις τον τοποθετεί στην κορυφή των μεγάλων συγγραφέων-προτύπων.

Για την πατρίδα του τη Γαλλία δεν είχε την καλύτερη γνώμη και ούτε ποτέ τη νοστάλγησε× η Γερμανία, παρά το γερμανικό του ψευδώνυμο, του ήταν πάντα αντιπαθητική και η Αγγλία, στην καλύτερη περίπτωση, τον άφηνε αδιάφορο. Η χώρα που αγαπούσε και έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του ήταν η Ιταλία, και ιδιαίτερα το Μιλάνο και η Πάρμα, που του ενέπνευσε το ένα από τα δυο αριστουργηματικά του μυθιστορήματα. Όταν φτάνει στο Μιλάνο λίγο μετά την κατάληψή του από τα στρατεύματα του Ναπολέοντα, η πόλη θα τον γοητεύσει, για πάντα, σε σημείο που να θέλει να μνημονεύεται, μετά τον θάνατό του, ως Μιλανέζος. Ο Μαρσέλ Προυστ – που αγαπούσε με το ίδιο πάθος τις ιταλικές πόλεις – λέει, σε μετάφραση Παύλου Ζάννα, στο μείζον μυθιστόρημά του για την Πάρμα και το βιβλίο του Σταντάλ: “ Τ’όνομα της Πάρμας, μιας απ’ τις πόλεις που πιο πολύ επιθυμούσα να επισκεφτώ από τότε που διάβασα το Μοναστήρι, μου φαινόταν πυκνό, λείο, μωβ και αβρό, κι έτσι αν μου μιλούσαν για οποιοδήποτε σπίτι της Πάρμας, όπου θα γινόμουν δεκτός, μου προξενούσαν την ευχάριστη σκέψη πως θα ζούσα σε μια κατοικία λεία, πυκνή, μωβ και αβρή, που δεν είχε σχέση με τις κατοικίες καμιάς άλλης πόλης της Ιταλίας, αφού τη φανταζόμουν μόνο μέσα από τη βαριά κατάληξη της λέξης Πάρμα, όπου ο αέρας δεν κυκλοφορεί, και με όσα την είχα ποτίσει απ’ τη στανταλική αβρότητα και την ανταύγεια των διπλών μενεξέδων.”(Από τη μεριά του Σουάν, τ. III ).

Πάντως, πολλοί άνθρωποι του πνεύματος τον θαύμαζαν μέχρι λατρείας. Ο Μπαλζάκ, για παράδειγμα, τον επαίνεσε μιλώντας για το έργο του, ο Ιππόλυτος Ταιν τον αναγνώρισε ως μεγαλοφυΐα και ο Νίτσε, που τόσους έχει απορρίψει, δεν έκρυβε τον θαυμασμό του. Αντιθέτως, ο Σαιντ Μπεβ, τα δυο καλύτερα μυθιστορήματά του, το Κόκκινο και το Μαύρο και το Μοναστήρι της Πάρμας,  τα χαρακτήρισε ως αποτρόπαια ( détestables ).

 

Γεννήθηκε στην Γκρενόμπλ στις 23 Ιανουαρίου 1783  και ήταν το πρώτο παιδί του Chérubin Beyle, δικηγόρου στο Παρλαμέντο (δικαστήριο) της Γκρενόμπλ, και της Henriette Gagnon, γυναίκας με αξιόλογη μόρφωση. Και οι δυο γονείς του προέρχονταν από εύπορες οικογένειες και αποκτούν ακόμη δυο παιδιά, την Pauline-Eléonore, αγαπημένη αδελφή του συγγραφέα, και την  Zénaïde, την οποία ο Ανρί δεν θα συμπαθήσει ποτέ.

Στις 23 Νοεμβρίου 1790, και ενώ στη Γαλλία έχει ξεσπάσει από την προηγούμενη χρονιά η μεγάλη Γαλλική Επανάσταση, η μητέρα του συγγραφέα πεθαίνει από τις επιπλοκές ενός τοκετού. Ο μικρός Ανρί, που δεν θα παρηγορηθεί ποτέ γι’ αυτή την απώλεια, μεγαλώνει κάτω από την αυστηρή επίβλεψη του μισητού πατέρα και καταλήγει να αφοσιωθεί στον παππού του, στον οποίο και χρωστά την πρώτη επαφή του με τη λογοτεχνία και τις ιδέες του Διαφωτισμού. Τη χρονική περίοδο, 1792-1794, θα την ονομάσει αργότερα «τυραννία Ραγιάν», εξαιτίας του αυστηρού οικοδιδάσκαλου αβά Ραγιάν, τον οποίο είχε προσλάβει ο πατέρας του. Την εποχή αυτή ο πατέρας του είχε συλληφθεί και ήταν στη φυλακή της Γκρενόμπλ ως ύποπτος βάσει του «Νόμου περί υπόπτων», που είχε ψηφιστεί κατά την περίοδο εκείνη της Γαλλικής Επανάστασης που ονομάστηκε Τρομοκρατία και έληξε με την πτώση του Ροβεσπιέρου.

Στις 21 Νοεμβρίου 1796, ξεκινούν τα μαθήματα στην Κεντρική Σχολή της Γκρενόμπλ, στο πλαίσιο της μεγάλης εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης που ελάμβανε χώρα, και ο Ανρί τα παρακολουθούσε ανελλιπώς. Τρία χρόνια αργότερα ο Ανρί Μπελ τελειώνει με λαμπρή επίδοση τη Σχολή και παίρνει το πρώτο βραβείο στα μαθηματικά, ενώ έχει κάνει την πρώτη του απόπειρα να γράψει θέατρο. Στις αρχές του  1800 διορίζεται γραφέας στο Υπουργείο Στρατιωτικών και την άνοιξη καλείται ν’ ακολουθήσει ως αξιωματικός τον στρατό του Βοναπάρτη που εκείνη την εποχή εισβάλλει στην Ιταλία. Επισκέπτεται το Μιλάνο λίγες μέρες μετά την κατάληψή του από τα στρατεύματα του Ναπολέοντα. Θα γοητευθεί, όπως είπα και πιο πάνω, από την πρωτεύουσα της Λομβαρδίας και θα θελήσει να γίνει μόνιμος κάτοικος. Στην πόλη αυτή θα έχει την πρώτη του σεξουαλική εμπειρία και θα αρχίσει να κρατά προσωπικό ημερολόγιο το οποίο, με διάφορες μορφές, θα συνεχίσει ως το τέλος της ζωής του. Στο επόμενο διάστημα υπηρετεί σε διάφορες πόλεις της Βόρειας Ιταλίας, ενώ προσπαθεί να γράψει κωμωδίες. Επιστρέφει στη Γαλλία με αναρρωτική άδεια και μερικούς μήνες αργότερα παραιτείται και διαγράφεται από το σώμα των αξιωματικών. Στις γνώσεις του των ιταλικών προσθέτει εκείνες των αγγλικών, του χορού, της ιππασίας και διαβάζει με πάθος λογοτεχνία, φιλοσοφία και πολιτική οικονομία. Επεχείρησε να μάθει και ελληνικά, αλλά δεν τα συνέχισε. Στις σελίδες του ημερολογίου του, που αναφέρονται στη ζωή του στο Μιλάνο (1801-1805), οι  αναφορές του στον  παντοδύναμο τότε Ναπολέοντα δεν γίνονται πάντα με τον ίδιο ανεπιφύλακτο θαυμασμό. Συχνά διατυπώνει ειρωνικές και μερικές φορές αυστηρές κρίσεις γι’ αυτόν όχι μόνο ως Πρώτο Ύπατο, αλλά και ως Αυτοκράτορα. Όταν θα συνέλθει από μια ερωτική απογοήτευση, θ’ αρχίσει να ρυθμίζει τη ζωή του με έναν τρόπο που θα κρατήσει ως το τέλος της διαμονής του στο Μιλάνο: την ημέρα γράφει και διαβάζει ( γίνεται μάλιστα φανατικός αναγνώστης της Επιθεώρησης του Εδιμβούργου, περιοδικό που υποστήριζε τον ρομαντισμό και τις φιλελεύθερες ιδέες) και τα βράδια πηγαίνει στη Σκάλα, όπου έρχεται σε επαφή με ανθρώπους των γραμμάτων και με τους πιο γνωστούς φιλελεύθερους (εκεί θα γνωρίσει και τον Λόρδο Βύρωνα).Τα κατοπινά χρόνια πηγαινοέρχεται μεταξύ Γκρενόμπλ, Μασσαλίας και Παρισιού.

Το χρονικό διάστημα Οκτωβρίου- Νοεμβρίου 1829 που βρισκόταν στη Μασσαλία, συνέλαβε ο Σταντάλ την ιδέα να γράψει το κορυφαίο του  μυθιστόρημα, Το κόκκινο και το μαύρο. Αν και σήμερα το βιβλίο αυτό  θεωρείται ένα από τα καλύτερα μυθιστορήματα όλων των εποχών, πέρασε σχεδόν απαρατήρητο όταν πρωτοδημοσιεύτηκε. Μόνο ο Μπαλζάκ κατάλαβε ότι το μυθιστόρημα αυτό είναι έργο μεγάλου συγγραφέα. Ο Ζυλιέν Σορέλ και η Ματθίλδη ντε λα Μολ, χαρακτήρες αυτού του βιβλίου, είναι ένα από τα πιο εμβληματικά, ερωτικά ζευγάρια της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Τον Μάρτιο του 1818 ο Σταντάλ γνωρίζει στο Μιλάνο, την πόλη της καρδιάς του, τη Matilde Viscontini-Dembowski, που υπήρξε ο μεγαλύτερος έρωτας της ζωής του, αλλά και ο πιο άτυχος και σίγουρα εκείνος που τον σφράγισε περισσότερο.

 

Η Μιλανέζα Μatilde, χωρισμένη από τον άντρα της στρατηγό Bembowski, είναι θερμή πατριώτισσα, δηλαδή οπαδός των ιδεών της Γαλλικής Επανάστασης και με θαρραλέα ανάμειξη στους κύκλους των καρμπονάρων και στις παράνομες ιταλικές απελευθερωτικές κινήσεις. Το 1821 – που ο Σταντάλ υποχρεώθηκε από τις Αρχές να εγκαταλείψει το Μιλάνο, αλλά και για αρκετό καιρό αργότερα – ήταν δέσμιος αυτού του βασανιστικού, αποτυχημένου έρωτα. Ο ίδιος πίστευε ότι η Ματίλντ τον αγαπούσε, αλλά κατέπνιξε τον έρωτά της επηρεασμένη από την εξαδέλφη της Traversi που αντιπαθούσε τον Σταντάλ και μισούσε τους Γάλλους. Αλλά αυτό δεν επιβεβαιώνεται από πουθενά. Με αφορμή το πάθος του για την ωραία Μιλανέζα γράφτηκε το βιβλίο Περί έρωτος, ενώ η μορφή της Ματλίντ ( Ματθίλδης ) του ενέπνευσε την ηρωίδα στο Κόκκινο και το μαύρο Ματθίλδη ντε λα Μολ, μια μορφή που δεσπόζει ως ενθύμηση και στις Αναμνήσεις εγωτισμού.

 

Όσο για τον Ζυλιέν Σορέλ, είναι ένας όμορφος, ευφυής και παθιασμένος από τη δόξα του Ναπολέοντα επαρχιώτης που προσπαθεί, με κάθε μέσο, ν’ αποκτήσει υψηλή θέση στην κοινωνία. Για την πραγματοποίηση αυτού του σκοπού είναι αποφασισμένος να φορέσει το ράσο, μιας και η Παλινόρθωση, μετά την πτώση του Ναπολέοντα, είχε φράξει τον δρόμο για στρατιωτική καριέρα σε όποιον δεν καταγόταν από ευγενή οικογένεια. Το ξεστράτισμα αυτού του πολύπλοκου ψυχολογικά νεαρού επαρχιώτη είναι, θα λέγαμε, το κεντρικό θέμα αυτού του μυθιστορήματος, ενός μυθιστορήματος του οποίου ο συγγραφέας προσπαθεί, μέσα από την τυχοδιωκτική πορεία του Σορέλ, να εκφράσει την αμείλικτη κριτική του για τη γαλλική κοινωνία της εποχής του. Φυσικά, ο φιλόδοξος αυτός επαρχιώτης, από τα εφηβικά του κιόλας χρόνια, κατάλαβε ότι η ωραία εμφάνιση, με την οποία τον είχε προικίσει η φύση, μπορούσε, ως αντικλείδι, ν’ανοίγει τις πόρτες της υψηλής κοινωνίας. Η περιγραφή που δίνει στο γράμμα της προς τον μαρκήσιο ντε λα Μολ  η κυρία ντε Ρενάλ, πρώτη ερωτική κατάκτηση του Σορέλ, δεν απέχει πολύ από την πραγματικότητα, μολονότι είναι φανερό ότι προσπαθεί αυτή η μεγαλοκυρία στη μικρή πόλη Βεριέρ να δικαιολογήσει τον απαγορευμένο καρπό που γεύτηκε κάποτε με τον έφηβο τότε Σορέλ. Λέει λοιπόν στο γράμμα της η ευσεβής αυτή μοιχαλίδα: «Φτωχός και άπληστος, βοηθούμενος από την πιο τέλεια υποκρισία, αυτός ο άνθρωπος προσπάθησε να πάει μπροστά και να γίνει κάτι, ξελογιάζοντας μια αδύναμη, δύστυχη γυναίκα. Αποτελεί μέρος του θλιβερού μου καθήκοντος να προσθέσω ότι ο κύριος Ζυλιέν δεν κλείνει μέσα του καμία από τις αρχές της Θρησκείας μας. Εν απολύτω συνειδήσει, είμαι υποχρεωμένη να πιστεύω ότι ένα από τα μέσα που μεταχειρίζεται σε κάθε σπίτι είναι να κατακτά τη γυναίκα που έχει τη μεγαλύτερη επιρροή». Αξίζει να θυμηθούμε, για να φανεί πόσο σημαντικός είναι αυτός ο ήρωας του Σταντάλ, τον Μερσό, τον κεντρικό χαρακτήρα στον Ξένο του Καμύ, που όταν δικάζεται για τον φόνο που έχει διαπράξει, δεν κάνει τίποτα για να υπερασπιστεί τον εαυτό του στη διάρκεια της δίκης, ενώ εντυπωσιάζει η απάθειά του προτού τον στείλουν στη γκιλοτίνα. Αυτή η στάση του Μερσό παραπέμπει στον Ζυλιέν Σορέλ του Σταντάλ, τόσο στη διάρκεια της δίκης, όσο και μετά την καταδίκη του σε θάνατο. Ο ήρωας του Σταντάλ, που έχυνε δάκρυα μπροστά στις ερωμένες του, μένει απαθής, όπως ο Μερσό,  μπροστά στον θάνατο. Σίγουρα ο Καμύ θα τον είχε στη σκέψη του όταν έγραφε το πολύκροτο αυτό βιβλίο του.

Το 1838 εκδίδονται τα Απομνημονεύματα ενός περιηγητή  σε δύο τόμους. Τον Νοέμβριο  της ίδιας χρονιάς ξεκινά και γράφει σε 52 μέρες, μέσα σε έναν συγγραφικό πυρετό, Το μοναστήρι  της Πάρμας, το οποίο εκδίδεται τον  Απρίλιο του 1839. Ο Μπαλζάκ το εξυμνεί, με ένα κριτικό κείμενο στην Παρισινή Επιθεώρηση ( τεύχος του Οκτωβρίου 1840), ως αριστούργημα « της λογοτεχνίας των ιδεών». Ο ίδιος είχε γράψει και μια θετική κριτική  για το Κόκκινο και το μαύρο, ενώ μια επίσης θετική αποτίμηση για το ίδιο βιβλίο βρίσκεται και στις Συνομιλίες με τον Έκερμαν του Γκαίτε. Ο Γκαίτε,  μάλιστα, σε μια τυχαία συνάντηση στον δρόμο, είχε την ευκαιρία να συγχαρεί  τον ίδιο τον συγγραφέα.

Στις 8 Νοεμβρίου 1841 ο Σταντάλ επιστρέφει οριστικά στο Παρίσι, έχοντας αναρρώσει από την αποπληξία του περασμένου Μαρτίου, αλλά αρκετά καταβεβλημένος. Ανακτά τις δυνάμεις του και επιδίδεται στη συγγραφή με καινούργια ένταση και όρεξη, ώσπου στις 22 Μαρτίου 1842 παθαίνει νέα προσβολή αποπληξίας και πεθαίνει τα ξημερώματα της 23ης Μαρτίου σε ηλικία 59 ετών. Στην κηδεία του παραβρέθηκαν μόνο τέσσερις άνθρωποι: ο Ρομέν Κολόν, ο Αμπραάμ Κονσταντέν, ο Προσπέρ Μεριμέ και ένας Ρώσος, φίλος του Σταντάλ. Τον θάνατό του συνόδευσαν κυρίως αρνητικά σχόλια για τον ίδιο και το έργο του.

 

Κλείνοντας αυτό το σημείωμα για τον Σταντάλ, θα ήθελα να προσθέσω ότι με το όνομα Φαβρίκιος, που προέρχεται από τον νεαρό ήρωα Fabrice del Dongo στο Μοναστήρι της Πάρμας, αποκαλούσε συχνά ο Γιώργος Σεφέρης τον Γιώργο  Θεοτοκά. Αυτή η προσωνυμία  δεν σχετίζεται αόριστα μόνο με την παρουσίαση του δεύτερου στα ελληνικά γράμματα και  τη ρομαντική του διάθεση για δράση, σύμφωνα πάντα με την κρίση του Σεφέρη, αλλά και με το ύφος των γραπτών του Θεοτοκά, «το απέριττο κι ωστόσο περιεκτικό που προτιμούσε  ο Σταντάλ», όπως  επισημαίνει εύστοχα ο Τάσος  Αθανασιάδης σε ένα δοκίμιό του.

 

 

 

 

 

 

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.