Στα παιδικά και εφηβικά χρόνια (δεκαετίες του ’40 και του ’50) οι μέρες μου δεν ήταν πάντα αλητεία και αθηναϊκή flānerie× σε μια εποχή που δεν υπήρχαν στο σπίτι τηλεόραση, διαδίκτυο και τηλέφωνο, ενώ λίγες ήταν οι οικογένειες που διέθεταν ραδιόφωνο, είχα και καλές στιγμές, κατά τις οποίες έτρεφα το πνεύμα μου όχι μόνο με το διάβασμα, αλλά και με ταινίες του αμερικανικού κινηματογράφου (μεγάλο σχολείο το σινεμά εκείνη την εποχή) και μάλιστα με ταινίες της χρυσής εποχής, όπου οι γυναίκες ηθοποιοί είχαν τέτοια απαστράπτουσα ομορφιά, που, όπως λέει μια σοφή, ανατολίτικη παροιμία: σ τ α μ ά τ α γ ε ά τ ι. Τις έβλεπα παιδί στην οθόνη και μονολογούσα: « Έτσι πρέπει να ήταν η Αφροδίτη ή έτσι η Άρτεμη ή ακόμη και αυτή η πολεμόχαρη Παλλάδα ». Και αυτό, βέβαια , ανάλογα με τον τύπο γυναίκας που έβλεπα. Κοίταζα ύστερα και τις δικές μας στις μαυρόασπρες ελληνικές ταινίες, οι οποίες, όσο όμορφες κι αν ήταν, δεν είχαν εκείνο το θεϊκό που έβρισκες στις γυναίκες του αμερικανικού κινηματογράφου. Νόμιζες ότι όλες είχαν κατέβει από τον Όλυμπο… Και ένιωθα, πράγματι, καταγοητευμένος από την ουράνια ομορφιά τους – τόσο απρόσιτες, τόσο ανώτερα πλάσματα μου φαίνονταν.
Τα αναφέρω αυτά, γιατί ως μαθητής στο Γυμνάσιο μπορεί να διάβαζα τη Βίβλο, διάβαζα όμως και την Ελληνική Μυθολογία. Η Άρτεμις – κόρη του Δία και της Λητώς και δίδυμη αδελφή του Απόλλωνα – ήταν μια από τις σημαντικότερες θεές του ελληνικού δωδεκάθεου. Εικονίζεται συνήθως ως γυναίκα κυνηγός με κοντό χιτώνα και τόξο και έχει υπό την προστασία της τα ζώα και όλη την άγρια φύση. Φαίνεται πως η λατρεία της προέρχεται από τη Μικρά Ασία και με την πάροδο του χρόνου η καινούργια θεά απορρόφησε την αρχαϊκή θεότητα, τη γνωστή ως Πότνια θηρών. Ταυτίστηκε με την Κυβέλη, τη Ρέα, την Εκάτη, τη Σελήνη και υποκατέστησε τη θεά του τοκετού Ειλείθυια. Διατρέχει τα βουνά και τα δάση της Αρκαδίας και της Λακωνίας με συνοδεία τις Νύμφες. Είναι κατεξοχήν παρθενική θεότητα και προστάτρια της αγνότητας και όλων των παρθένων. Ο Ακταίων, ο Βουφάγος και άλλοι τιμωρήθηκαν από τη θεά γιατί επιβουλεύτηκαν την παρθενία της. Σύμβολα της Άρτεμης ήταν το ελάφι, ο πάνθηρας, το λιοντάρι, ο κάπρος, η αρκούδα, το φίδι, η χελώνα, αλλά και η ελιά, το στάχυ, τα λουλούδια. Με όλα αυτά που είπα για την Άρτεμη θυμήθηκα στο νησί των Φαιάκων τη Ναυσικά, που, ρίχνοντας το τόπι στις παρακόρες, άρχισε το τραγούδι για τη σεμνή θεά:
Πώς όταν τρέχει η Άρτεμη στα όρη η σαϊτεύτρα
ή στον ψηλό Ταΰγετο ή στου Ωλονού τις ράχες
και χαίρεται με τα γοργά τα λάφια και τους κάπρους,
κι οι λαγκαδόθρεφτες Ξωθιές, του Δία οι θυγατέρες,
παίζουν μαζί της κι Λητώ κοιτάει κι αναγαλλιάζει
κι απάνω απ’ ό λες πιο ψηλά της ‘ξέχει το κεφάλι
και τη γνωρίζεις μες σ’ αυτές κι ας είν’ όλες πανώριες.
Όσο για τον «Ωλονό», είναι το σημερινό όνομα του βουνού Ερύμανθος, γνωστό βουνό από τον ερυμάνθιο κάπρο, τον οποίο έπιασε ζωντανό ο Ηρακλής και μετέφερε στις Μυκήνες, στον Ευρυσθέα, που απ’ το φόβο του κρύφτηκε, σαν τους 40 κλέφτες του Αλί Μπαμπά, σε πιθάρι.
Το ότι ήταν θεά της αγνότητας δεν σημαίνει βέβαια ότι δεν ήταν και γυναίκα. Έτσι, σε έναν από τους μύθους για τη σεμνή αυτή θεά, διάβασα ότι ερωτεύτηκε έναν όμορφο θνητό, τον Ενδυμίωνα, που ο Δίας, για χάρη της κόρης του, τον άφησε να διαλέξει τον τρόπο ζωής που ήθελε. Αυτός – μιλημένος, καθώς φαίνεται, από τη θεά – επέλεξε να είναι αθάνατος, παραμένοντας πάντα νέος και βυθισμένος σε αιώνιο ύπνο. Και αυτό γιατί η Άρτεμις, ως Σελήνη και θεά της αγνότητας, θα μπορούσε να τον επισκέπτεται στο όρος Λάτμος κάθε νύχτα, χωρίς αυτός να είναι σε θέση να ολοκληρώσει τη σχέση τους σαρκικά. Ο μύθος αυτός μου θύμισε τους ωραίους στίχους του Μπωντλαίρ από το σονέτο Η προσβεβλημένη σελήνη, που έγραψε για τη νέα και όμορφη μητέρα του και που ήταν μια οιδιπόδεια αντίδραση του ποιητή στην ερωτική της σχέση με τον μετέπειτα πατριό του. Σε δική μου απόδοση οι στίχοι λένε:
Στο κίτρινό σου ντόμινο και με λαθραίο βήμα,
Πας, απ’ το βράδυ ως το πρωί, σαν άλλοτε και τώρα,
Τις χάρες του Ενδυμίωνα ξέθωρες ν’απολαύσεις;
( Sous ton domino jaune, et d’un pied clandestin,
Vas–tu , comme jadis, du soir jusqu’ au matin ,
Baiser d’ Endymion les graãces surannées ? ).
Συνειρμικά μου ήρθαν στη μνήμη και οι στίχοι του μεγάλου αλεξανδρινού ποιητή: φτάνω εκ Μιλήτου εις τον Λάτμον. Ιερά
τελών – θυσίας και σπονδάς – τω Ενδυμίωνι,
από την Αλεξάνδρειαν έπλευσα εν τριήρει πορφυρά.
Ιδού το άγαλμα. Εν εκστάσει βλέπω νυν
του Ενδυμίωνος την φημισμένην καλλονήν.
Μου θύμισε ακόμη – δεν μπορώ να μην τον πω, δικός μου άθλος είναι κι όχι του Ηρακλή – το λάθος που επισήμανα ως μαθητής Γυμνασίου στην Πάπισσα Ιωάννα του Ροΐδη, την οποία διάβαζα, κατά καιρούς, γοητευμένος από το αξεπέραστο ύφος του μεγάλου στυλίστα της καθαρεύουσας. Στο τρίτο μέρος του εν λόγω μυθιστορήματος λέει ο Ροΐδης μεταξύ άλλων: «Ο δίσκος της Εκάτης, περικυκλούμενος υπό νεφών διαφανών ως σεμνή παρθένος υπό των νυχτικών πέπλων της, έλαμπεν ακίνητος εις ύψος ακαταμέτρητον, επιχέων επί των αθανάτων εκείνων μαρμάρων λάμψιν λευκήν και αμυδράν, οίαν και επί του κοιμωμένου Αδώνιδος, ότε επεσκέπτετο αυτόν η θεά επί των ακρωρειών του Λάτμου». Είναι τοις πάσι γνωστό ότι η Αφροδίτη αγαπούσε τον Άδωνη (θεότητα από τη Φοινίκη που πεθαίνει και ανασταίνεται συνεχώς), ενώ το όρος Λάτμος, στην πλαγιά του οποίου κοιμόταν ο Ενδυμίων και όχι ο Άδωνις, είναι στη Μικρά Ασία και όχι στη Φοινίκη. Οι θεές , κακά τα ψέματα, δεν έκαναν αυτά που κάνουν σήμερα οι θνητές, που η μια κλέβει τον άνδρα της άλλης. Η Άρτεμις αγαπούσε τον Ενδυμίωνα και η Αφροδίτη τον Άδωνη – καθαρές ερωτοδουλειές, θα λέγαμε.
Όπως είπα και πιο πάνω, παιδί στο Γυμνάσιο ήμουν τότε, και προσθέτω ακόμη τώρα: Διαβόλου εγγόνι. Ήταν επομένως αδύνατο να μ’ αρέσει η ανδρική ομορφιά που την καθιστούσε άχρηστη ερωτικά ο ύπνος. Αποφάσισα, λοιπόν, ν’ αλλάξω τον μύθο του Ενδυμίωνα, όπως έκαναν άλλωστε και οι τραγικοί ποιητές της ελληνικής αρχαιότητας ή στις μέρες μας ο σπουδαίος γλύπτης Λουτσιάνο Γκαρμπάτι, που άλλαξε τον μύθο του Περσέα που σκότωσε τη Γοργώ, και φιλοτέχνησε τη Μέδουσα ολόγυμνη και πανέμορφη γυναίκα να στέκεται όρθια, σαν τη βιβλική Ιουδίθ, με σπαθί στο ένα χέρι και στο άλλο να κρατάει απ΄ τα μαλλιά το κεφάλι του Περσέα. Το γλυπτό αυτό αριστούργημα έχει σήμερα στηθεί έξω από το δικαστικό μέγαρο της Νέα Υόρκης. Τώρα που πληκτρολογώ αυτές τις γραμμές αναρωτιέμαι αν οι φεμινίστριες, κάθε χρόνο στις 8 του Μάρτη, καταθέτουν στεφάνι σ’ αυτό το άγαλμα…
Άλλαξα, λοιπόν, τον μύθο για να γράψω ένα ποίημα με θέμα τον κρυφό αυτό έρωτα της θεάς Άρτεμης, που πήγαινε κάθε νύχτα – σαν τη Μπιρμπίλω τη μοιχαλίδα, που τραγουδούσε μια φορά και έναν καιρό ο αξέχαστος Νίκος Γούναρης – ν’ ανταμώσει με τον όμορφο θνητό που αγαπούσε. Ήθελα δηλαδή ο Ενδυμίων να αλαφροκοιμάται, όπως συμβαίνει με πολλούς ανθρώπους, και όχι να είναι στο διηνεκές αιχμάλωτος του Μορφέα. Όπως είπα και πιο πάνω, με το να είναι θεά η Άρτεμις δεν παύει να είναι συνάμα και γυναίκα που λαχταρά το άγγιγμα ενός ωραίου άντρα. Του ύπνου η αδράνεια μονάχα σε νεκρό και όχι σ’ εραστή ταιριάζει. Ήθελα ακόμα – δεν ξέρω γιατί – ο Ενδυμίων να είναι και παλικάρι, να το λέει η καρδούλα του. Επηρεασμένος ίσως απ’ αυτούς τους στίχους του Δροσίνη που παραθέτω πιο κάτω και που αναφέρονται στη συζυγική πίστη της Πηνελόπης προς τον Οδυσσέα. Δεν φτάνει, λέει ο ποιητής, μόνο η νιότη και η ομορφιά, θέλει και τόλμη και παλικαριά η γυναίκα να ‘χει ο άντρας που αγαπάει. Πόσω μάλλον όταν η ερωτική σύντροφος είναι θεά. Επομένως, ο Ενδυμίων – έτσι που είναι καταδικασμένος σε αιώνιο ύπνο – όχι μόνο τόλμη και παλικαριά δεν φαίνεται να έχει, αλλά ούτε καν ένα ερωτικό φιλί δεν είναι σε θέση να δώσει, σαν άντρας , στην ερωτική του σύντροφο . Λέει λοιπόν ο Δροσίνης:
Θέλει η γυναίκα απ’ τον καλό της
Κοντά στο χάρισμα της νιότης
Νά’χει την τόλμη, αντρίκια χάρη.
Κι η Πηνελόπη, χωρισμένη,
Τον Οδυσσέα πιστή προσμένει
Γιατί τον ξέρει παλικάρι.
Και πράγματι, όσο ξέρει η γυναίκα τον άντρα με τον οποίο συζεί ούτε ο Θεός δεν ξέρει. Κάπως έτσι λοιπόν φαντάστηκα τον δικό μου Ενδυμίωνα: όμορφο, γενναίο και λίγο, θα ‘λεγα, μπερμπάντη σαν τον Οδυσσέα που δεν άφησε ούτε την Κίρκη ούτε την Καλυψώ να του ξεφύγουν. Και λέγοντας αυτό το τελευταίο, δεν θέλω να πω ότι ο γιος του Λαέρτη δεν αγαπούσε τη γυναίκα του. Θυμηθείτε τον διάλογο εκείνο με τη βαθιά ερωτευμένη Καλυψώ. Ως και την αθανασία απέρριψε για την αγαπημένη του Πηνελόπη. Παραθέτω τον διάλογο – αξίζει τον κόπο:
« Γιε του Λαέρτη θεϊκέ, πολύτεχνε Δυσσέα,
έτσι λοιπόν, στο σπίτι σου και στη γλυκιά πατρίδα,
θέλεις πια γρήγορα να πας. Θεός μαζί σου ως τόσο.
Αν όμως όλα τα ‘ξερες, όσα πικρά φαρμάκια
θα σε ποτίσει η μοίρα σου, πριν φτάσεις στην πατρίδα,
μαζί μου θα ‘θελες σ’ αυτό να κάθεσαι το σπίτι,
κι αθάνατο θα σ’ έκανα, μ’ όσο καημό κι αν έχεις,
να πας να ιδείς το ταίρι σου που λαχταράς αιώνια.
Θαρρώ δα πως χειρότερη δεν είμαι εγώ από κείνη,
στ’ ανάστημα και στο κορμί, μήτε ταιριάζει κι όλας
να παραβγαίνουν οι θνητές με τις θεές στα κάλλη ».
Τότε έτσι ο πολύσοφος απάντησε ο Οδυσσέας×
« Συμπάθα, λατρευτή θεά. Καλά κι εγώ το ξέρω
σαν πόσο φαίνεται άσχημη μπροστά σου η Πηνελόπη,
στ’ ανάστημα και στη μορφή, τις δυο όποιος σας συγκρίνει.
Θνητή είναι εκείνη, μα θεά κι αγέραστη είσαι ατή σου.
Μα κι έτσι πάντα λαχταρώ να φτάσω στην πατρίδα
και να τη δουν τα μάτια μου του γυρισμού τη μέρα ».
( μτφρ. Ζ. ΣΙΔΕΡΗ )
Την πατρίδα, λοιπόν , είπε πρώτα, που οι πρόγονοί μας την έβαζαν πάνω απ’ όλα. Και αμέσως μετά στο στόμα του έρχεται από τα βάθη της καρδιάς του η γυναίκα του, ο άνθρωπος με τον οποίο είχε αρχίσει τη νέα του ζωή, και τώρα, στην επιστροφή, θα ζήσει μαζί της την υπόλοιπη που του μένει. Ας γυρίσουμε πάλι στη σεμνή θεά και στο ποίημα που έγραψα τότε. Μη φανταστείτε στην ποίησή μου μεγάλα πράγματα. Στην εποχή μου, τα σχολικά βιβλία όχι μόνο δεν είχαν ποίημα σε μοντέρνο στίχο, αλλά ούτε ξέραμε ότι υπήρχε τέτοιος στίχος. Εμείς βγάλαμε το σχολείο με Δροσίνη και Μαλακάση. Για μας τότε τα Νόμπελ δεν υπήρχαν. Θα μου πείτε βέβαια το ίδιο που είπε ο Μιχαήλ Άγγελος στον πάπα, ο οποίος για να τον εξευτελίσει, τον φώναξε από τη Φλωρεντία, για να του φτιάξει στη χιονισμένη αυλή του Βατικανού έναν χιονάνθρωπο: «Ο καλός τεχνίτης», του είπε ο μεγάλος Φλωρεντινός «ό,τι υλικό κι αν του δώσεις, θα σου φτιάξει ένα αριστούργημα». Και το έφτιαξε, κάνοντας τον πάπα να λυπάται που το αριστούργημα αυτό από χιόνι θα έλιωνε. Δεν είμαι, αναγνώστη, Μιχαήλ Άγγελος, ούτε ποιητής βέβαια. Μαθητής γυμνασίου ήμουν τότε- και μάλιστα όχι καλός. Ωστόσο, αξίζει, νομίζω, το κόπο να διαβάσεις το ποίημα. Αφηγείται όμορφα και γλαφυρά τον μύθο. Το αντιγράφω από το σχολικό τετράδιο που έχω δίπλα μου ανοιχτό:
ΑΡΤΕΜΙΣ ΚΑΙ ΕΝΔΥΜΙΩΝ
Στην ανοιξιάτικη νυχτιά η ντροπαλή Σελήνη
Τον όμορφο Ενδυμίωνα φλέγεται να φιλήσει,
Που αλαφροκοιμότανε στου Λάτμου τη γαλήνη.
*
Ελάττωσε τη λάμψη της για να μην τον ξυπνήσει,
Μ’ αυτός, που την κατάλαβε, τη νόμισε δρυάδα
Και τη θεά επλάγιασε στην ορεινή παστάδα.
*,
Και άμα ήρθε η στιγμή
Για την κρυφή επιστροφή,
Πρωί πρωί χαράματα,
Στου Όλυμπου τα δώματα,
Πέταξε, όπως τα πουλιά,
Απ’ του εραστή την αγκαλιά,
Προτού το μάτι τ’ αδερφού
Σκάσει απ’ στο φρύδι του Υμηττού.
Έτσι μ’ αρέσει να είναι ο μύθος, αφού ακόμη και θεοί υποκύπτουν στον έρωτα. Και έτσι θα έπρεπε να διδάσκεται το παιδί στο σχολείο τη μυθολογία, με ποιήματα. Όσο για την όμορφη και σεμνή θεά, θα ήταν κρίμα, μεγάλο κρίμα, να θέλει να χαρεί τον έρωτα, σαν τη θνητή γυναίκα, και να καταφεύγει, από ντροπή, σε λάφυρο του Μορφέα. Με την αλλαγή του μύθου, ζήσανε και χάρηκαν τη νυχτιά τους με έντονη και ακόρεστη ηδονή. Και αυτό γιατί έτσι ήθελε εκείνο το γυμνασιόπαιδο, που, όπως έλεγαν συχνά οι καθηγητές του, ήταν και διαβολόπαιδο.
—————————