Ο πόλεμος στο τέρμα του, και ο Τύραννος στην πτώση του
ΤΑ ΕΤΕΡΟΘΑΛΗ
Ο Πωλ Βαλερί, ο ιεροφάντης της Καθαρής Ποίησης, έλεγε ότι ένας από τους σκοπούς του ποιητή είναι «να δημιουργεί μια γλώσσα μέσα στη γλώσσα». Και με αυτή την ποιητική διατύπωση θέλει να πει τη δική του ποιητική γλώσσα, που δεν μιλιέται στην καθημερινή ζωή του λαού του. Αυτό, νομίζω, ο Ελύτης το πέτυχε σε μεγάλο βαθμό, ιδίως στα τελευταία του έργα. Και το λέω αυτό γιατί, σε μια συνέντευξη, λίγα χρόνια πριν από το Νόμπελ, διατύπωσε το παράπονο πως οι θαυμαστές που κέρδισε με το Άξιον εστί δεν τον καταλαβαίνουν πια και δεν μπορούν να τον παρακολουθήσουν. Μετά το Νόμπελ, όμως, άλλαξαν τα πράγματα και η αστραφτερή, ποιητική του γλώσσα έγινε το εντρύφημα νέων ποιητών και αναγνωστών. Αυτός, άλλωστε, είναι και ο λόγος που η ποίηση του Ελύτη δεν μεταφράζεται εύκολα σε άλλες γλώσσες. Ο Σεφέρης, αντίθετα, προσπάθησε να είναι η δική του γλώσσα όσο το δυνατόν πιο κοντά στη γλώσσα που μιλάει ο λαός. Και αυτή η επιλογή του, όπως δείχνουν τα πράγματα, οφείλεται στο γεγονός ότι πίστευε πως αυτή η γλώσσα ταίριαζε στο ποιητικό του ύφος.
Το 1974 ο Ελύτης δημοσίευσε τα Ανοιχτά χαρτιά, έναν τόμο όπου συγκεντρώνει τα παλαιότερα κείμενά του και όπου δίνει μια ιδιαίτερη θέση σε κείμενα που αφορούν την ποίησή του. Ο τίτλος δηλώνει την πρόθεση του συγγραφέα να ανοίξει, να ξεσκεπάσει, δηλαδή, τα χαρτιά του και να δείξει ανεπιφύλαχτα τι υπάρχει πίσω απ’ την ποίησή του. Μόνο που στο μεταξύ ο Ελύτης έχει εγκαταλείψει τους συμβατικούς εκφραστικούς τρόπους, στους οποίους έχουμε συνηθίσει να εκφράζουμε τους κριτικούς και μη στοχασμούς και στους οποίους συνήθιζε να εκφράζεται και ο ίδιος στα πρώτα μαχητικά του κείμενα (γύρω στα 1945). Με λίγα λόγια έχει συγκροτήσει έναν πεζό λόγο που θέλει, θα ‘λεγε κανείς, «αποκρυπτογράφηση». Σε αυτό το βιβλίο, έχω τη γνώμη ότι ο Ελύτης προσπαθεί – με τον δικό του τρόπο βέβαια – να εφαρμόσει κάτι ανάλογο με αυτό που κάνει ο Σεφέρης στα δικά του πεζά κείμενα, όπου, όταν στοχάζεται, δεν αποβάλλει την ιδιότητα του ποιητή. Θα έλεγα ακόμη πως η εντιμότητά του τον υποχρεώνει να το πει ξεκάθαρα στην αρχή του βιβλίου του: «Θα ήθελα, παρουσιάζοντας τα κείμενα αυτά, να το εξομολογηθώ αμέσως: δ ε ν ε ί μ α ι κ ρ ι τ ι κ ο ς ο ύ τ ε π ε ζ ο γ ρ ά φ ο ς» (Ανοιχτά χαρτιά, σ. 3). Η υπογράμμιση είναι δική μου. Πάντως, μετά την απονομή του Νόμπελ, τα Ανοιχτά χαρτιά, απ’ όσο γνωρίζω τουλάχιστον, άρχισαν να διαβάζονται με το σωστό πνεύμα και με τρόπο που εξυπηρετεί την αποδοτικότερη ανάγνωση του ποιητή.
Πρέπει να ήταν το 1991, τη χρονιά που έγιναν διάφορες εκδηλώσεις για τα ογδόντα χρόνια από τη γέννηση του ποιητή, όταν μια μαθήτρια ρωτήθηκε στο Πρώτο Γυμνάσιο στην Πλάκα ποιος είναι ο Ελύτης και αυτή απάντησε: «Ο Άξιος Εστί». Όσο αυστηρός κι αν ήταν ο καθηγητής που τη ρώτησε, πιστεύω ότι θα έβαλε νερό στο κρασί του και ότι θα θεώρησε την απάντηση της κοπέλας έξυπνη και εύστοχη. Τα λέει όλα. Την ίδια χρονιά και λίγες μέρες μετά τις 2 του Νοέμβρη, που είναι η γενέθλια ημέρα του νομπελίστα ποιητή, κυκλοφόρησε η νέα ποιητική συλλογή του με ποιήματα που γράφτηκαν τις δυο προηγούμενες χρονιές. Επιγράφεται Τα ελεγεία της Οξώπετρας και περιλαμβάνει δεκατέσσερα μεγάλα ποιήματα όπου μιλάει για τον έρωτα, αλλά και για τον θάνατο. Επομένως τα δεκατέσσερα ποιήματα λειτουργούν, όπως θα έλεγε ο Κάλβος, «και με φως και με θάνατο».
Ίσως εδώ να βρίσκεται το κλειδί για τη σύνδεση των ποιημάτων αυτών με την Οξώπετρα του τίτλου, λέξη που δανείστηκε ο ποιητής από το όνομα ενός ακρωτηρίου στην Αστυπάλαια, στην καρδιά του Αιγαίου. Αυτή τη θάλασσα, την κεντημένη με νησιά και βραχονησίδες, αγάπησε ο ποιητής και την τραγούδησε στο έργο του όσο κανείς άλλος, με αποτέλεσμα σήμερα να τον αποκαλούν Ποιητή του Αιγαίου, κι ας μην καλύπτει ο τίτλος αυτός όλο το φάσμα της ποιητικής του δημιουργίας. Κάτι που αξίζει, μια και το ‘φερε η κουβέντα, ν’ αναφέρω εδώ είναι όσα είπε ο ίδιος ο ποιητής γι’ αυτή τη θάλασσα, όταν ρωτήθηκε: «Είναι ο ομφαλός αυτού που ονομάζουμε ελληνικό πνεύμα, είναι ο φορέας των αξιών. Δεν είναι απλώς ωραίο, είναι κάτι το μοναδικό. Γιατί σηκώνει έναν απέραντο σε βάθος πολιτισμό χωρίς κανένα χάσμα». Αυτός ο ποιητής – που σύρθηκε σχεδόν με τη βία στη δημοσιότητα (Ανοιχτά χαρτιά, σ. 361) – ήταν και ερωτικός ποιητής. Με αυτά τα δυο στοιχεία αρχίζει η ποίησή του Ελύτη: με τον έρωτα και τη θάλασσα του Αιγαίου, κατάσπαρτη από ελληνικά νησιά, που τραγούδησε κάποτε ο Μπάιρον και που αυτά είχε στη σκέψη του ο Βαλερί (κι ας μην τα επισκέφτηκε ποτέ), όταν ιχνογραφούσε τα λυρικά νησιά της συλλογής Νέα Μοίρα:
Νησιά – έλεγα – θεότητες από ρόδο και αλάτι
κι από τα πρώτα παιχνιδίσματα του νέου φωτός!
Θυμηθείτε τους δυο πρώτους στίχους, με τους οποίους αρχίζει η συλλογή Προσανατολισμοί, αλλά και η ποίηση του Ελύτη:
Ο έρωτας
το αρχιπέλαγος…
Έρωτας, λοιπόν, και θάλασσα του Αιγαίου. Τώρα, με τα δυο αυτά στοιχεία, είναι, νομίζω, πλήρης ο τίτλος Ποιητής του Αιγαίου, κάτι που άλλωστε επιβεβαιώνεται σε πολλούς στίχους του, όπως για παράδειγμα στη στροφή από το ποίημα «Η ηλικία της γλαυκής θύμησης» στην ίδια συλλογή:
Τι γύρευα όταν έφτασες βαμμένη απ΄ την ανατολή του ήλιου
Με την ηλικία της θάλασσας στα μάτια
Και με την υγεία του ήλιου στο κορμί – τι γύρευα
Βαθιά στις θαλασσοσπηλιές μες στα ευρύχωρα όνειρα
Όπου άφριζε τα αισθήματά του ο άνεμος
Άγνωστος και γλαυκός, χαράζοντας στα στήθια μου
το πελαγίσιο του έμβλημα.
*
Επιστρέφω στη συλλογή Τα ελεγεία της Οξώπετρας και στο ποίημα «Περασμένα μεσάνυχτα» όπου ο Ελύτης μιλάει για το σπίτι του στην οδό Σκουφά, τον χώρο όπου δημιουργούσε:
Περνάν τα οχήματα της Πυροσβεστικής, για ποιαν από
τις πυρκαγιές
Κανείς δεν ξέρει Σ’ ένα δωμάτιο τέσσερα επί πέντε ντουμάνιασε
ο καπνός. Προεξέχουν μόνον
Η κόλλα το χαρτί και η γραφομηχανή μου. Πλήκτρα
Χτυπά ο Θεός και αμέτρητα είναι τα βάσανα έως το ταβάνι
Κοντά να ξημερώσει…..
Αυτοί οι στίχοι μού θυμίζουν ένα μεσημέρι στην οδό Σκουφά που είδα τον Ελύτη να περνάει από μπροστά μου. Τόσο ξαφνιάστηκα, όταν διασταυρώθηκαν οι ματιές μας, που σίγουρα το κατάλαβε, γιατί αμέσως φωτίστηκε ευχάριστα το πρόσωπό του. Ήταν η μόνη φορά που είδα τον ίδιο τον Ελύτη και όχι φωτογραφίες του.
Σε άλλη ποιητική συλλογή μιλάει ο ποιητής και για τη γενέθλια ημέρα του. Πράγματι, στη Μαρία Νεφέλη – που αποτελεί σημαντικό σταθμό στην ποίηση του Ελύτη και που είναι μια απρόσμενη και εκπληκτική νέα εμφάνιση, μεταμφίεση, θα ‘λεγα πιο εύστοχα, όπου με τον Αντιφωνητή και τη Μαρία του τίτλου φέρνει τον αναγνώστη ή τον ακροατή στο θεατρικό σανίδι – στη Μαρία Νεφέλη, λοιπόν, και συγκεκριμένα στο ποίημα που επιγράφεται «Το τραγούδι του ποιητή» ο Ελύτης γυρίζει πίσω, βαθιά πίσω στο παρελθόν, ως τη μέρα εκείνη που είδε το φως του κόσμου: Πρώτη φορά σ’ ενός νησιού τα χώματα
δύο του Νοεμβρίου ξημερώματα
βγήκα να δω τον κόσμο και μετάνιωσα
τα «ζόρικα» που λεν αμέσως τα ‘νιωσα.
………………………………………………………
πρώτον διότι κυνηγούσα το Άπιαστο
και δεύτερον γιατί ήμουν είδος Άμοιαστο.
*
Αν υπάρχει μια στιγμή που θαύμασα και εκτίμησα τον ποιητή ως άνθρωπο, είναι αυτή που σε μια συνέντευξη που του πήραν είπε για τη βράβευσή του από τη Σουηδική Ακαδημία: «Τα βραβεία είναι δευτερεύοντα πράγματα. Αλλά έχουν σημασία. Αυτή τη φορά αισθάνομαι να είμαι ταυτισμένος με τη χώρα μου. Γι’ αυτό δεν μου επιτρέπεται να το αρνηθώ. Βέβαια, δεν πρόκειται να κάνω περιοδεία με διαλέξεις, όπως με ρώτησαν ορισμένοι, και ούτε σκέπτομαι να…. επεκτείνω το διαμέρισμά μου με τα χρήματα του βραβείου, όπως με ρώτησαν άλλοι. Δεν έχω ανάγκη από τα πράγματα. Θέλω να έχω τα απολύτως απαραίτητα». Λίγοι, ή πιο σωστά σπάνιοι είναι οι άνθρωποι που δεν χάνουν τη γη κάτω απ΄ τα πόδια τους όταν αγγίξουν τη δόξα. Για το ίδιο θέμα, ένας από τους πιο προικισμένους φίλους του, ο μεγάλος ηθοποιός του θεάτρου και του κινηματογράφου Δημήτρης Χορν, που ήταν ένας από τους πιο τακτικούς συνομιλητές του ποιητή και με τον οποίο ο ποιητής πήγαινε συχνά διακοπές, λέει για τον φίλο του ποιητή : «Για μένα η ποίηση του Ελύτη ανοίγει την πόρτα των ονείρων. Και συνεχίζω να πιστεύω αυτό που είχα πει ότι η απονομή του Νόμπελ δεν τίμησε τον Ελύτη, αλλά το ίδιο το Νόμπελ». Και λόγω της στενής φιλίας του με τον ποιητή, μετά τη δήλωσή του αυτή, εκμυστηρεύτηκε ότι ο πιο αγαπημένος στίχος του Ελύτη που τον συγκινεί, επειδή κλείνει μέσα του όσα σημαίνει ένας αποχαιρετισμός, είναι:
Το αντίο στα τσίνορα που λίγο λάμπει
και μετά ο για πάντοτε θολός κόσμος.
Ένας άλλος φίλος του Ελύτη, ομότεχνός του αυτή τη φορά, ο Νίκος Γκάτσος, που σήμερα κάνει περήφανα τα Χάνια Φραγκόβρυσης, τη μικρή του πατρίδα, είπε για τον φίλο του: «Ο Οδυσσέας Ελύτης υπήρξε ο πιο προικισμένος ποιητής της μετασεφερικής γενεάς, πράγμα που και οι αρνητές του, αν ακόμα υπάρχουν, αρχίζουν να το παραδέχονται. Έχοντας συναίσθηση της αξίας του, άρχισε από τα νεανικά του χρόνια, παρέα με πολλούς άλλους, το μεγάλο ταξίδι του για το Άγιον Όρος της αιωνιότητας, αλλά οι σύντροφοί του κουράστηκαν νωρίς και γύρισαν πίσω ή μείνανε για πάντα στη μέση του δρόμου. Εκείνος εξακολουθεί ν’ανεβαίνει και έχει ανέβει τόσο πολύ που σε λίγο θα κατοικεί στην κορυφή του Όρους κι από εκεί θα καλημερίζει τον ουρανό».
Η φράση «μετασεφερική γενεά» θέλει να πει ότι ο Σεφέρης, βιολογικά, δεν ανήκει στη γενιά του 1930, αλλά σ’ εκείνη του 1920. Επομένως, όταν αναφέρει ο Γκάτσος τη «μετασεφερική γενεά», εννοεί εκείνους τους ποιητές που το 1930 ήταν γύρω στα είκοσί τους χρόνια, όπως ο Ελύτης. Με αυτό τον εύσχημο τρόπο αποφεύγει, εκείνη τη στιγμή, να τον συγκρίνει με τον Σεφέρη και να στηρίξει την άποψή του, ότι ο Ελύτης ήταν ο «πιο προικισμένος ποιητής» της γενιάς του. Μια άλλη παρατήρηση που θέλω να κάνω στα όσα είπε ο Γκάτσος για τον Ελύτη είναι η φράση «το μεγάλο ταξίδι για το Άγιον Όρος της αιωνιότητας». Όταν ο Γκάτσος αναφέρει αυτή τη φράση, σίγουρα έχει στη σκέψη του τη στενή φιλία που είχαν στα νιάτα τους ο Παλαμάς με τον Δροσίνη, τον οποίο ο ποιητής της Ασάλευτης ζωής αποκαλεί σε ένα ποίημα του «συνοδοιπόρο». Σε αυτό το ποίημα ο Παλαμάς θεωρεί τον φίλο του Δροσίνη συνοδοιπόρο «για τ’ ανέβασμα στου Τραγουδιού τ’ Αγιονόρος», το οποίο ο Γκάτσος μετέτρεψε, για τον δικό του φίλο, σε «‘Αγιον Όρος της αιωνιότητας». Και για ν’αποδείξω του λόγου μου το ασφαλές, παραθέτω το ποίημα του Παλαμά:
Ο ΣΥΝΟΔΟΙΠΌΡΟΣ ΜΟΥ
Πώς αλλιώς
να σε πω; Ο συνοδοιπόρος,
χαίρε, ο πιο γερός, ο πιο παλιός
για τ’ανέβασμα στου Τραγουδιού
τ’ Αγιονόρος.
*
Με το γέλασμα του παιχνιδιού,
με το γνοιάσιμο του κόπου,
δουλεμένο το βιβλίο μου καρτερεί
τα μάτια σου, θρέμμα ανθρώπου,
που δεν είναι στη ζωή του μια στιγμή,
μια ματιά στην ύπαρξή του- δίχως
να ταράζη του τη σκέψη ο Στίχος.
Το ποίημα περιέχεται στη συλλογή Δειλοί και σκληροί στίχοι, που δημοσιεύτηκε το 1929. Στην αφιέρωσή του ο Παλαμάς έγραφε : «Στον Δροσίνη, στέλνοντάς του το βιβλίο των Πεντασυλλάβων ».
*
Θα κλείσω αυτό το «ξεφύλλισμα» με έναν ακόμη φίλο του ποιητή, αγαπητό και στενό, τον Νίκο Χατζηκυριάκο-Γκίκα, έναν από τους κορυφαίους Έλληνες ζωγράφους, εκπρόσωπο του Κυβισμού, που συνδύαζε, στα έργα του, τη φωτεινότητα του χρώματος με το λεπτό αραβούργημα της γραμμής, εμπνεόμενος από την αρχιτεκτονική δομή νησιών όπως η Ύδρα. Πώς, λοιπόν, να μην ήταν φίλος ξεχωριστός του ποιητή, όταν πηγή έμπνευσης στα έργα του ήταν ελληνικά νησιά;… Αυτός είναι κι ο λόγος που ήταν και ένας από τους καλλιτέχνες των οποίων το έργο αγάπησε ο ποιητής και του αφιέρωσε ένα κριτικό κείμενο στο βιβλίο του Ανοιχτά χαρτιά. Σε αυτό το κείμενο λέει ο Ελύτης μεταξύ άλλων για τον φίλο του: «Στη ζωγραφική του Θεόφιλου, που είναι μια γενναία παγανιστική μεταμόρφωση της βυζαντινής αγιογραφίας, θα στηριχθεί ο Χατζηκυριάκος-Γκίκας για να επαληθεύσει ακόμα δυο βασικές ιδέες που του είχαν στην αρχή παρουσιαστεί σαν υποψίες, αλλά που του γίνηκαν αργότερα πεποιθήσεις. Η πρώτη αφορά το περιλάλητο πρόβλημα του ελληνικού τοπίου και της πλαστικής ερμηνείας του× η δεύτερη, τη σημασία και τη βαρύτητα που είναι δυνατόν ν’ αντιπροσωπεύει ο ‘παράγων’ της Ανατολής». Από την πλευρά του ο Γκίκας είπε για τον Ελύτη όταν ρωτήθηκε: «Ο Ελύτης έχει πάντοτε μια νεότητα εφήβου και εραστού κι αυτό του δίνει εξαιρετική ζωτικότητα και ενδιαφέρον».
Αυτά τα λίγα για έναν τόσο μεγάλο ποιητή, για του οποίου το έργο, αν και έχουν γραφτεί τόμοι και τόμοι βιβλίων, δεν εξαντλείται ως θέμα. Και μην ξεχνάς, αναγνώστη, σε τι τόπο σ’ έριξε η μοίρα και ζεις:
Όπου υπάρχουν συκιές υπάρχει Ελλάδα.
Όπου προεξέχει το βουνό απ’ τη λέξη του
υπάρχει ποιητής.
(Ο ΜΙΚΡΟΣ ΝΑΥΤΊΛΟΣ)
” Έβλεπα καθαρά ότι η μοίρα της Ελλάδας ανάμεσα στα άλλα έθνη ήταν ό,τι και η μοίρα του ποιητή ανάμεσα στους άλλους ανθρώπους και βέβαια ενοοώ τους ανθρώπους του χρήματος και της εξουσίας. Αυτό ήταν ο πρώτος σπινθήρας, ήταν το πρώτο εύρημα, και η ανάγκη που ένιωθα για μια δέηση μου έδωσε το δεύτερο εύρημα, να δώσω δηλαδή σ’αυτή τη διαμαρτυρία μου για το άδικο, τη μορφή μιας εκκλησιαστικής λειτουργίας. Έτσι γεννήθηκε το Άξιον Εστί.” Από μια συνέντευξη του ποιητή (δεν ξέρω ποιά για παραθέσω την πηγή)