Ντροπή είναι το έγκλημα, όχι το ικρίωμα.
Αύριο στις οχτώ θα με ανακρίνουν.
Charlotte Corday
Πολλοί είναι εκείνοι που θυμούνται, από την Ευρωπαϊκή ιστορία που διδάχτηκαν κάποτε στο σχολείο, τον Μαρά και την εφημερίδα του Ο Φίλος του λαού που εξέδιδε στα χρόνια της Γαλλικής Επανάστασης λίγοι όμως, αν όχι ελάχιστοι, έχουν υπόψη τους τι ήταν ο Μαρά πριν από το 1789. Είναι αλήθεια ότι ποιος ήταν πραγματικά ο Μαρά δεν θα το μάθουμε ποτέ. Πάντως, δεν ήταν μόνο αυτό που λένε πολλοί: ένα τέρας της απανθρωπιάς. Η καταγωγή του Μαρά – όσο κι αν ακούγεται παράξενο – δεν ήταν γαλλική. Ο πατέρας του καταγόταν από τη Σαρδηνία και το οικογενειακό όνομα του επαναστάτη ήταν Μara και όχι Marat, όπως υπέγραφε αργότερα τα άρθρα στην εφημερίδα του. Εργάσθηκε ο πατέρας του για ένα διάστημα ως σχεδιαστής στην πρωτεύουσα του νησιού και μετά έφυγε για την Ελβετία. Εκεί παντρεύτηκε ένα από τα κορίτσια της Γενεύης, τη Λουίζα Καμπρόλ. Από τον γάμο αυτό γεννήθηκε το 1743 ο Ζαν-Πολ Μαρά, ο «Φίλος του λαού». Η μητέρα του – μια πολύ ευαίσθητη και ονειροπόλα γυναίκα που ήθελε να κάνει τον γιο της μεγάλο άνδρα – πέθανε το 1759, όταν ο Μαρά ήταν ένα δεκαεξάχρονο αγόρι. Μετά τον θάνατο της μητέρας του έφυγε από την Ελβετία και πήγε στο Μπορντό, όπου σπούδασε ιατρική. Μετά τις σπουδές του σειρά είχε το Παρίσι, όπου επιδόθηκε στη μελέτη της φυσικής, ειδικότερα της οπτικής, με σκοπό να βρει έναν τρόπο να θεραπεύσει μια αρρώστια των ματιών. Αφού έμεινε λίγα χρόνια στη γαλλική πρωτεύουσα, έφυγε και περνώντας από τις Κάτω Χώρες, καταστάλαξε στο Λονδίνο, όπου άσκησε το ιατρικό επάγγελμα. Στην αγγλική πρωτεύουσα ασχολήθηκε και με τη φιλοσοφία. Έγραψε και δημοσίευσε μια πραγματεία στα αγγλικά, όπου αντικρούει το έργο του Ελβέτιου Περί πνεύματος. Αξίζει ακόμα ν’ αναφέρουμε ότι οι θεωρίες του Μαρά προκάλεσαν την αντίδραση του Βολταίρου, που όμως δεν επεχείρησε να τις αντικρούσει. Χτύπησε τον συγγραφέα με πνευματώδεις παρατηρήσεις και τον αποκάλεσε ‘Αρλεκίνο’. Ο ‘Αρλεκίνος ’ αυτός ήταν ταγμένος να κάνει τη Γαλλία όχι να διασκεδάσει ή να γελάσει, αλλά να τ ρ ο μ ά ξ ε ι !
Εκείνο το καυτερό μεσημέρι που το ημερολόγιο έδειχνε 12 Ιουλίου 1793, στη μικρή και στενή τραπεζαρία δυο τρεις γυναίκες κουβεντιάζουν χαμηλόφωνα. Θέμα της συζήτησης είναι οι τρόποι θεραπείας του άρρωστου Μαρά. Η λυγερή, μαυρομάτα και πρόσχαρη Σιμόνη Εβράρ, σύζυγος του Ζαν-Πολ Μαρά, γύριζε και κοίταζε ανήσυχη κατά τη μικρή πορτούλα του μπάνιου, και ανάγκαζε τις άλλες δυο γυναίκες που ύψωναν τη φωνή να σωπάσουν, για να μην ενοχλούν τον σύζυγο. Η φύλακας του σπιτιού, η Μαρία-Βαρβάρα Ομπέν, ήταν μια άρρωστη γυναίκα μ’ ένα διαπεραστικό βλέμμα στο ξεθωριασμένο μοναδικό μάτι της. Το άλλο, γυάλινο αυτό, ήταν μια κακοφτιαγμένη απομίμηση ματιού. Η τρίτη της συντροφιάς ήταν η καμαριέρα του Μαρά και της Σιμόνης Εβράρ, η καλόκαρδη Ζανέτα Μαρεσάλ. Όπως η Βαρβάρα, έτσι κι αυτή έβλεπε με φόβο, λατρεία και έκπληξη τον Φίλο του λαού.
Η Σιμόνη ήταν ένας θαυμάσιος άνθρωπος, που βοήθησε να είναι η ζωή του Μαρά όσο το δυνατόν καλύτερη. Πιο πιστό σύντροφο και βοηθό δεν θα μπορούσε να επιθυμήσει κανένας από τους ιακωβίνους ηγέτες. Το 1790 η Σιμόνη Εβράρ είχε μεταβιβάσει στον Μαρά τη μικρή περιουσία της, για να εκδώσει εκείνος την εφημερίδα Ο Φίλος του λαού. Η Σιμόνη ήταν φανατική Ιακωβίνα και δεν ήξερε τι θα πει δυσκολία στην προσπάθειά της να δώσει τη δυνατότητα στον Μαρά να κάνει προπαγάνδα με την εφημερίδα του. Ήθελε να είναι σε γνώση της όλες οι υποθέσεις και τα ενδιαφέροντα του συζύγου της και καταπιανόταν πρόθυμα με οποιαδήποτε δουλειά. Ήταν ταυτόχρονα υπεύθυνη, διορθωτής και εκδότης της εφημερίδας του Μαρά.
Ο Ζαν-Πολ ήταν σαράντα έξι χρονών, όταν συνδέθηκε με την εικοσιεξάχρονη Σιμόνη. Ο δεσμός αυτός ήταν ελεύθερος και η Σιμόνη δεν θέλησε ποτέ να τον επισημοποιήσει. Αργότερα η παράβαση αυτής της νομιμότητας θα φέρει πολλά βάσανα στην «ερωμένη» του Μαρά. Από φθόνο κυρίως θα αρχίσουν να την κυνηγάνε και να την ρεζιλεύουν. Σαν να προαισθανόταν τις κακές γλώσσες ο Μαρά έγραψε από μόνος του τη χαρακτηριστική αυτή υποχρέωση: «Τα θαυμάσια χαρίσματα της δεσποινίδας Σιμόνης Εβράρ κέρδισαν την καρδιά μου. Η Σιμόνη Εβράρ ανταποκρίθηκε στη λατρεία της καρδιάς μου. Της αφήνω, σαν εγγύηση της πίστης μου, όσον καιρό θα λείπω στο Λονδίνο όπου οφείλω να πάω, μια ιερή υποχρέωση: να την παντρευτώ επίσημα μόλις γυρίσω από το ταξίδι. Αν όλη μου η αγάπη δεν της φανεί αρκετή εγγύηση της εμπιστοσύνης μου, τότε η προδοσία της υπόσχεσης αυτής να είναι για μένα ατιμία». Παρίσι, 1 Γενάρη 1792. Ζαν-Πολ Μαρά. Η Σιμόνη, από τη μεριά της , αρνιόταν, όπως είπα πιο πάνω, «τη νομιμοποίηση του δεσμού», πιστεύοντας στη σταθερότητα των δικών της αισθημάτων και του Μαρά.
Η ιδιοκτήτρια του ξενοδοχείου Πρόνοια, κυρία Γκρολιέ, κοίταξε περίεργα τη νέα κοπέλα που είχε φτάσει χτες στο Παρίσι και είχε μείνει στο ξενοδοχείο της. Το παρουσιαστικό της την έδειχνε για είκοσι πέντε χρονών. Ήταν λίγο κοντή, αλλά γεροδεμένη. Το καθαρό μονόχρωμο φόρεμά της, το σταθερό και λίγο βαρύ περπάτημά της, και το αγέρωχο ριγμένο πίσω κεφάλι της έδιναν ένα ύφος χαιρεκακίας. Το Παρίσι – που αριθμούσε τότε 700.000 χιλιάδες κατοίκους – υποδεχόταν την Καρλότα Κορνταί και φαινόταν στα μάτια της απέραντο σε σύγκριση με την Καν, που ήταν η πόλη της και όπου το καλοκαίρι του 1793, ύστερα από το διώξιμο των ηγετών της Γιρόνδα από τη Συμβατική, είχαν καταφύγει και κρυβόντουσαν από τους διωγμούς οι βουλευτές της Πετιόν, Μπαρμπαρού και Μπιζό. Η νορμανδική πόλη δεν ξεχώριζε σε τίποτα από τις άλλες πόλεις της Γαλλίας. Στους ήσυχους και στενούς δρόμους της Καν φύτρωναν χορτάρια που ομόρφαιναν τους άχαρους γκρίζους τοίχους των σπιτιών με τα χαμηλά παράθυρα και τις ξύλινες σκαλίτσες. Οι γυναίκες της Καν, η μια κοντά στην άλλη, έσκυβαν, με ταραχή και δέος, τα κεφάλια τους με τις στητές άσπρες σκούφιες τους και πιπίλιζαν αδιάκοπα την καραμέλα της φρίκης : «Παρθένα μου ! Είναι άραγε αλήθεια πως τον καταραμένο Μαρά τον γιατρεύουν με ανθρώπινο αίμα;». Ea fama bagatur ( αυτή η φήμη πλανάται ), όπως θα’ λεγε ο Βιργίλιος, σε τούτη τη νορμανδική πόλη για τον Μαρά.
Στην οδό Αγίου Ιωάννου, σ’ ένα από τα πιο παλιά σπίτια αυτού του δρόμου, ζούσε εκείνη την εποχή η κυρία Μπρετεβίλ. Σπάνια περίπτωση: όλες οι κακές γλώσσες της πόλης που είχαν αυτό τον στόχο ήταν πέρα για πέρα δίκαιες. Η παλιά αριστοκράτισσα δεν θα μπορούσε καθόλου να φημίζεται για μεγαλόψυχη και γενναιόδωρη. Η ζωή της κυλούσε στην απόλυτη μοναξιά μέσα σε πληκτικές παραξενιές και σε απροκάλυπτη κακία. Μόνο απόλυτη ανάγκη μπορούσε ν’ αναγκάσει κάποιον ν’ ανέβει την έρημη σκάλα της και να μπει στο διαμέρισμά της. Η Καρλότα Κορνταί ντ’ Αρμόν (έτσι ήταν ολόκληρο το όνομά της) δεν είχε περιθώριο εκλογής μόλις ήρθε στης κυρίας Μπρετεβίλ, της θείας της, να ζητήσει άσυλο. Χωρίς να κρύψει τη δυσάρεστη έκπληξή της, η ηλικιωμένη θεία παραχώρησε στην ανιψιά της ένα δωμάτιο στο βάθος του σπιτιού, που τα παράθυρά του έβλεπαν σε μια έρημη πληκτική αυλή. Η νέα κοπέλα τακτοποίησε τα μπαγκάζια της και τώρα μόνη της εκεί μπορούσε να σκεφτεί, με πίκρα, το παρελθόν της.
Η αριστοκρατική καταγωγή του κυρίου Κορνταί ντ’ Αρμόν βοήθησε να τακτοποιηθεί η κόρη του σε ένα από τα πιο αριστοκρατικά μοναστήρια της Γαλλίας: Εκείνη την εποχή τα κορίτσια των αριστοκρατικών οικογενειών μεγάλωναν, κατά κανόνα , στα κελιά των μοναστηριών. Θυμηθείτε, για παράδειγμα, τη Μαρία Αλκαφοράντο (την αναφέρει και ο Ελύτης στη συλλογή Τρία ποιήματα με σημαία ευκαιρίας, θυμηθείτε και την αδελφή Σουζάνα στο μυθιστόρημα του Ντιντερό Η καλόγρια (La Religieuse). Η Καρλότα, – που ενδόμυχα ήταν βασιλόφρων, αλλά όχι θρήσκα, και διάβαζε τον Φίλο του Βασιλιά και τον Μικρό Γκωτίε – απέφευγε την υψηλή κοινωνία. Η νεαρή Νορμανδή ανήκε σ’ αυτή από καταγωγή, αλλά η ανέχεια από τα μικρά της χρόνια την είχε βγάλει από τον κύκλο αυτό. Η νέα – που υπερηφανευόταν για τη συγγένεια με τον μεγάλο δραματουργό Κορνέιγ – υπέφερε αδιάκοπα στον εγωισμό της. Δεν ήθελε να ταπεινωθεί και αναζητούσε τη μοναξιά στις σκονισμένες βιβλιοθήκες. Διάβαζε πολύ συμπληρώνοντας την πενιχρή της φιλολογική μόρφωση. Την κατέτρωγε η φιλοδοξία και πίστευε πως η μοίρα της δεν την είχε προορίσει για κάτι συνηθισμένο, αλλά για να δράσει και να δοξαστεί. Με το πνεύμα αυτό παράτησε το μοναστήρι και, όντας υπεροπτική και νοσηρά φιλόδοξη, γύρισε στο πατρικό της σπίτι, που ήταν κοντά στην Καν. Η επανάσταση έφτασε εκεί σαν ένας παράξενος αντίλαλος και έφερε στη νεαρή νορμανδή αριστοκράτισσα αναστάτωση. Περίμενε πως θ’ αναστηθούν οι παλιοί αγαπημένοι ήρωες, οι πατρίκιοι του αρχαίου κόσμου, και έτρεμε από την περιφρόνηση και τη σιχασιά προς τον «απαίσιο όχλο» των Sans- cullote, που είχε τολμήσει να επιβουλευτεί τους ιερούς γι’ αυτή τίτλους, τα οικόσημα, τις παραδόσεις και τις προλήψεις. Βρήκε ένα στήριγμα για τον εαυτό της στο μίσος προς τα «τέρατα του Όρους», τους Ιακωβίνους.
Άφησε την οικογένειά της ύστερα από ρήξη με τον πατέρα της και έφυγε για την Καν. Εκεί, ύστερα από την ήττα των Γιρονδίνων, η Καρλότα συναντήθηκε με τους αποστάτες βουλευτές της Γιρόνδα , σαν να ήταν συναγωνιστές της και σχεδόν ομόφρονές της. Πάντως, ούτε ο Πετιόν ούτε ο Μπαρμπαρού, ηγέτες της Γιρόνδα, παρατήρησαν στη γερή και δραστήρια επαρχιωτοπούλα βαθιά φιλοδοξία και αποκρουστικό φανατισμό. Η Καρλότα, ενώ δεν φανέρωνε τους σκοπούς της, άρπαζε κάθε λέξη από τους λόγους των άλλων, οι οποίοι συκοφαντούσαν τους Ιακωβίνους και καλούσαν τους πολίτες «να σώσουν την επανάσταση».
Βρήκε τελικά μια πρόφαση για να φύγει και αποχαιρέτησε ψυχρά τη θεία της, στην οποία είχε καταφέρει να μην της γίνει μπελάς. Στις 10 Ιουλίου, ημέρα Τετάρτη, η Καρλότα Κορνταί έφτασε, όπως είπα και πιο πάνω, στο Παρίσι και τράβηξε για το ξενοδοχείο Πρόνοια που της είχαν συστήσει. Η καμαριέρα τής έδωσε το δωμάτιο με το νούμερο 7. Η Καρλότα, φεύγοντας από την Καν είχε πάρει από τον Μπαρμπαρού ένα συστατικό γράμμα προς ένα μέλος της Συμβατικής, γιατί τάχα ήθελε να βοηθήσει μια φίλη της. Ο Βερνιό και ο Μπρισό ήταν τότε φυλακή, οι άλλοι το είχαν σκάσει. Μόνο λίγοι από τους νομιμόφρονες παρέμεναν ακόμη στις θέσεις τους στην αίθουσα των συνεδριάσεων της Συμβατικης. Σε έναν απ’ άυτούς, τον βουλευτή Λανς Ντυπερέ, παρουσιάστηκε και τον παρακάλεσε να φροντίσει να της επιτραπεί να πρακολουθήσει μια συνεδρίαση της Συμβατικής. Και αυτό γιατί η Καρλότα δεν ήξερε ότι ο Μαρά ήταν άρρωστος και δεν πήγαινε στις συνεδριάσεις, όπου αυτή ήθελε να τον σκοτώσει μπροστά στα μέλη της Συμβατικής. Το έμαθε από τον Λανς Ντυπερέ και άλλαξε τότε τα σχέδιά της.
Το Σάββατο με το χάραμα, η Καρλότα βγήκε από το ξενοδοχείο Πρόνοια και τράβηξε για το Παλαί Ρουαγιάλ. Τα μαγαζιά δεν είχαν ακόμα ανοίξει και η Καρλότα ,περιμένοντας να ξυπννήσει η πόλη, καθόταν σ’ ενα πέτρινο πεζούλι κάτω από μια στοά. Ύστερα από μια ώρα πέρασε από ένα μαχαιράδικο και αγόρασε ένα μακρυμάνικο μαχαίρι της κουζίνας. Στη συνέχεια μπήκε σε μια άμαξα και είπε στον αμαξά να την πάει στο σπίτι του Μαρά. ¨Οταν έφτασε η άμαξα στην οδό Κορντελιέρ 20, η Σαρλότα είδε ότι το σπίτι του Μαρά ήταν το πιο παλιό σ’ αυτό τον δρόμο. Ανέβηκε στο πρώτο πάτωμα και τράβηξε το σχοινάκι του κουδουνιού. Την πόρτα άνοιξε η Σιμόνη Εβράρ. Κοίταξε τη Καρλότα με μια καχύποπτη προσοχή. Μάταια η άγνωστη επισκέπτρια έπέμενε να δει τον Μαρά. Τότε η Καρλότα έδωσε ένα από πριν και έξυπνα συνταγμένο γράμμα, όπου έλεγε: ‘’Έφτασα από το Καν. Εσείς που έχετε οδηγό την αγάπη για τον λαό θα βρείται αναμφισβήτητα επιθυμητό να πληροφορηθείτε για τις συνωμοσίες που γίνονται εκεί. Περιμένω απάντηση.’’ Η Καρλότα ανέβαλε για το βράδυ την εκτέλεση και γύρισε πάλι στο ξενοδοχείο. Αφού έγραψε μερικά γράμματα, ετοίμασε και το ακόλουθο σημείωμα για την περίπτωση που δεν θα γινόταν δεκτή: «Σας έγραψα, Μαρά, σήμερα το πρωί. Πήρατε τάχα το γράμμα μου, μπορώ να ελπίζω να με δεχτείτε για ένα λεπτό, αν το πήρατε; Ελπίζω να μου κάνετε τη χάρη παίρνοντας υπόψη τη σημασία που έχει η υπόθεση αυτή. Είναι αρκετό που είμαι πολύ δυστυχής, για να έχω το δικαίωμα της προστασίας σας». Το βράδυ μια άμαξα την έφερε ξανά στην οδό Κορντελιέρ αριθμός 20. Η καμαριέρα αυτή τη φορά άνοιξε την πόρτα και είδε μπροστά της μια κοπέλα με ένα όμορφο καφέ φόρεμα και ψηλό μαύρο καπέλο. Θυμήθηκε την εντολή να μην ενοχλούν τον Μαρά με άσκοπες επισκέψεις και της έφραξε τον δρόμο. Η Σιμόνη άκουσε τη φασαρία και βγήκε στον διάδρομο. Γνώρισε την πρωινή επισκέπτρια και της είπε να περιμένει στην τραπεζαρία την απάντηση του Μαρά. Εκτός από τις γυναίκες βρισκόταν εκεί και ο Λοράν Μπα, ο υπάλληλος στην εφημερίδα του Μαρά που είχε φέρει το χαρτί για να τυπωθεί Ο Φίλος του λαού. Η Σιμόνη έφερε καταφατική απάντηση και άφησε τη Καρλότα να περάσει στο δωμάτιο -λουτρό του Μαρά. Ο Μαρά είναι άρρωστος και αδύναμος- τόσο πιο εύκολο για να τον σκοτώσει. Με τρεμάμενη φωνή και ψεύτικα δάκρυα, η Καρλότα άρχισε να του λέει για την αντεπαναστατική δουλειά των δεκαοχτώ βουλευτών της Γιρόνδα στο Καλβαντός. Περιγράφει τα ισχυρά μαχητικά σώματα που συγκροτούν αυτοί με προορισμό το Παρίσι. Η αγανάκτηση του Μαρά, που την υποδαυλίζει η επισκέπτρια, μεγάλωνε γρήγορα. Η Καρλότα – ικανοποιημένη από τη λύσσα που φούντωνε μέσα της – άρχισε ν’απαριθμεί γνωστά ονόματα, ενώ ο Μαρά, θέλοντας να την καθησυχάσει, είπε : « Όλοι αυτοί θα πάνε στη γκιλοτίνα ».
Την ίδια στιγμή η Καρλότα , αφήνοντας κατά μέρος τα άγρια κόλπα, τράβηξε σβέλτα το μαχαίρι και το έμπηξε στο στήθος του επαναστάτη. «Βοήθεια, αγάπη μου !» φώναξε ο Μαρά πνιγμένος το αίμα. Αμέσως η φόνισσα άνοιξε την πόρτα και πέρασε ανάμεσα από τις ξαφνιασμένες γυναίκες του σπιτιού για να ξεφύγει. Τη σταμάτησε, όμως, ο Λοράν Μπα, που τυχαία είχε καθυστερήσει εκεί. Από εκείνη τη στιγμή η Καρλότα Κορνται πέρασε στην ιστορία ως φόνισσα για τους Ιακωβίνους και μεγάλο μερος του γαλλικού λαού, και ως ηρωίδα για τους Γιρονδίνους, τους βασιλόφρονες και εκείνους που ήταν αντίθετοι στην Τρομοκρατία του Ροβεσπιέρου. Ακόμα και ο Αντρέ Σενιέ της αφιέρωσε μια ωδή όπου παραλληλίζει την πράξη της με αυτή του Αρμόδιου και του Αριστογείτονα.
———————————