You are currently viewing Φάνης Κωστόπουλος: Ζαν Πωλ Σαρτρ και Σιμόν Μποβουάρ – Αντίπαλοι σε αγώνα αντισφαίρισης

Φάνης Κωστόπουλος: Ζαν Πωλ Σαρτρ και Σιμόν Μποβουάρ – Αντίπαλοι σε αγώνα αντισφαίρισης

 

   Την εποχή που ο Σαρτρ και η Μποβουάρ ήταν το διασημότερο ζευγάρι της ευρωπαϊκής διανόησης, πλήθος « πιστών» και  «μαθητών» συνωστίζονταν μονίμως γύρω τους σαν τα κουνούπια κοντά στο φως της λάμπας. Αρκετοί, όμως, απ’ αυτούς ή απ’ αυτές  κατέληγαν στο κρεβάτι του φιλόσοφου ή στον κοιτώνα της φεμινίστριας. Και αυτό ανάλογα με τα βίτσια που είχαν οι δάσκαλοί τους. Μια τέτοια περίπτωση στάθηκε αφορμή γι’ αυτό το σημείωμα. Ήταν, λένε, έξυπνη και πανέμορφη, ταυτόχρονα όμως και αφελής η νεαρή Εβραία από την Πολωνία (αν μπορεί βέβαια να συνυπάρχουν σε άνθρωπο εξυπνάδα και αφέλεια μαζί), που το 1938 μπλέχτηκε σε ερωτικό δεσμό με την κυρία Ντε Μποβουάρ, που ήταν τότε καθηγήτριά της στο μάθημα της φιλοσοφίας στο Λύκειο, αλλά και μόλις 12 χρόνια μεγαλύτερη από την μαθήτριά της. Λίγο αργότερα η κυρία Ντε Μποβουάρ σύστησε τη μαθήτριά της στον Σαρτρ, ο οποίος ήταν τότε στα χρόνια που έζησε ο Χριστός, και έτσι δημιουργήθηκε το παράξενο, ερωτικό τρίγωνο της Σιμόν: δάσκαλος, δασκάλα και στην κορυφή του τριγώνου η μαθήτρια, με αποτέλεσμα η τελευταία να παίζεται μπαλάκι του τένις απ’ το μονό κρεβάτι της κυρίας στο διπλό και πάντα ξέστρωτο του κυρίου – και τ’ ανάπαλιν.        Αριστοκρατικό, δε λέω, και συναρπαστικό παιχνίδι η αντισφαίριση, όχι όμως και όταν παίζεται στο κρεβάτι με ένα κορίτσι 17 ετών, όπως συνέβη με τη Μπιάνκα Λάμπλιν, την Εβραιοπούλα που ανέφερα πιο πάνω. Δεν είμαι καθόλου υπερβολικός σε αυτά που λέω, γιατί η τακτική  της τροφοδοσίας ερωτικών συντρόφων στον Σαρτρ κόστισε στη Μποβουάρ τον αποκλεισμό της απ’ το πανεπιστήμιο. Μια ματιά στα «ευαγγέλια» που γράφτηκαν από τους «πιστούς» για το «θείο» και διάσημο αυτό ζευγάρι της φιλοσοφίας βεβαιώνει του λόγου μου το ασφαλές : «Κατά τη διάρκεια της Κατοχής η Σιμόν ντε Μποβουάρ αποκλείστηκε από το πανεπιστήμιο κατόπιν παραπόνων των γονέων των μαθητριών. Οι διδασκαλίες της και οι σκοτεινές φιλίες της με ορισμένες τελειόφοιτες κοπέλες έρχονταν σε αντίθεση με το πνεύμα της εποχής. Είναι γεγονός ότι η Κατοχή είχε επιβεβαιώσει στη Σιμόν την αμφισεξουαλικότητά της, η οποία ασκούνταν σε κοπέλες που ήταν ερωτευμένες με τον Σαρτρ. Ως το τέλος της ζωής της, η Σιμόν ντε Μποβουάρ δεν μπόρεσε να παραβιάσει αυτό το ταμπού. Στη διάρκεια της αιχμαλωσίας του Ζαν-Πωλ, παρηγορήθηκε με γυναικείες φιλίες των οποίων τις περιπέτειες διηγιόταν στα γράμματά της στον ανθρωπάκο» (Κλοντίν Μοντέιγ, Οι εραστές της ελευθερίας, εκδ. Καστανιώτης). Στο απόσπασμα αυτό η στάση της Μποβουάρ σχετικά με τις επιστολές εξηγείται, αν λάβει κανείς υπόψη του το «συμβόλαιο» που είχαν υπογράψει για τη σχέση τους ο Σαρτρ και η Μποβουάρ, σύμφωνα με το οποίο θα ήταν πάντα μαζί, αλλά θα διατηρούσαν παράλληλες ερωτικές σχέσεις και με άλλους, τις οποίες θα συζητούσαν μεταξύ τους. Αφού λοιπόν ο Σαρτρ ήταν αιχμάλωτος  και συζήτηση δεν μπορούσε να γίνει, ο γραπτός λόγος πήρε τη θέση του προφορικού.  Δυο μόνο χρόνια κράτησε η σεξουαλική αυτή αντισφαίριση, τα χρόνια όμως αυτά σημάδεψαν για πάντα τη ζωή της Μπιάνκα Λάμπλιν. Πίστευε ακράδαντα ότι πέρα από τον πρόωρο χαμό του πολυαγαπημένου  συζύγου της Μπερνάρ Λάμπλιν, που ήταν μαθητής του Σαρτρ, η πραγματική αιτία της μαρτυρικής ζωής της ήταν αυτή ακριβώς η σχέση με τον Ζαν-Πωλ και τη Σιμόν. Ακόμη και το 1996 που ζούσε στο Παρίσι, στο βολικό διαμερισματάκι της, έτρεμε ολόκληρη όταν ξαναθυμόταν αυτή την παλιά ιστορία. Ήταν τότε 75 ετών η Μπιάνκα Μπενενφέλι (το πατρικό της), που, όπως είπα πιο πάνω, ήταν Εβραία, γεννημένη στην Πολωνία. Το 1922 οι γονείς της, με την ίδια μωρό, είχαν μεταναστεύσει στη γαλλική  πρωτεύουσα. Είχε αποφασίσει να πάρει μαζί της στον τάφο αυτή την ερωτική ιστορία με τους δυο κολοσσούς της ευρωπαϊκής διανόησης, αλλά  προδόθηκε δυο φορές, με διαφορά αρκετών ετών η μια προδοσία από την άλλη, και έτσι αποφάσισε να λύσει τη σιωπή της. Η πρώτη φορά που ένιωσε προδομένη ήταν το 1940, όταν το ζεύγος των φιλοσόφων, αφού ικανοποίησε κάθε σαρκική του επιθυμία τα δυο χρόνια που κράτησε το ερωτικό αυτό τρίγωνο, την έδιωξε άσπλαχνα,  χωρίς αιτία και χωρίς εξηγήσεις. Η δεύτερη προδοσία- που ήταν και η πιο σκληρή – επήλθε 50 χρόνια αργότερα, όταν ο Σαρτρ και η Μποβουάρ είχαν φύγει από τη ζωή και  δημοσιεύτηκαν οι επιστολές της Σιμόν προς τον Ζαν-Πωλ. Τότε ανακάλυψε το πραγματικό πρόσωπο της γυναίκας που είχε αγαπήσει σε ολόκληρη τη ζωή της και που επιτέλους ένιωσε, τώρα, ελεύθερη να μιλήσει. Την πλήγωσαν βαθιά αυτά που γράφει σε μια επιστολή η Μποβουάρ για το άτομό της: «Ποτέ δεν ένιωσα το παραμικρό ενδιαφέρον για το άτομο αυτό, δεν είχε άλλωστε τίποτα να προσφέρει…». Ακόμη και για την εποχή που την είχαν πετάξει και την απειλούσαν οι ναζί (μάλλον από φόβο την έδιωξαν μην τους ανακαλύψουν οι ναζί και τους συλλάβουν γιατί έκρυβαν Εβραία) η Μποβουάρ γράφει: « Τρέμει τη συντέλεια του κόσμου, σαν νέα Κασσάνδρα (σιγά τ’αβγά!) και αμφιταλαντεύεται ανάμεσα στο στρατόπεδο συγκεντρώσεως και στην αυτοκτονία». Αναρωτιέμαι, ωστόσο, αν η Μποβουάρ ήταν στη θέση της, θα ήταν τόσο γενναία μπροστά σε μια τέτοια πραγματικότητα, όσο γενναία δείχνεται μπροστά στο λευκό χαρτί και στο μελανοδοχείο. Και αυτό γιατί είναι κακεντρέχεια χειρίστου βαθμού να ειρωνεύεσαι και να σαρκάζεις  έναν άνθρωπο, επειδή φοβάται για τη ζωή του. Τότε η Μπιάνκα πήρε την πένα και άρχισε να γράφει, δεν άντεχε άλλο – το ποτήρι είχε ξεχειλίσει.  Η ιστορία του ερωτικού τριγώνου, του οποίου εκείνη ήταν, με τη θέλησή της, η μία από τις τρεις πλευρές του, έγινε σε λίγο καιρό βιβλίο και κυκλοφόρησε στην Αγγλία προς μεγάλη τέρψη των απανταχού διανοουμένων που μάθαιναν τώρα τις σκαμπρόζικες πτυχές της προσωπικότητας των ινδαλμάτων τους. Αυτό που λέμε απομυθοποίηση ήταν τώρα γεγονός: Bianca Lablin, Disgraceful Affair: Simone de Beauvoir, Zean-Paul Sartre, Bianca Lablin.   Η Μπιάνκα Λάμπλιν παραδέχτηκε ότι υπήρξε αφελής μέχρι απελπισίας. Αυτό που της είπε ο Σαρτρ, όταν της «δίδαξε» σε δωμάτιο ξενοδοχείου για πρώτη φορά τον έρωτα  (προφανώς για να μη λερώσει το δικό του κρεβάτι), θα έκανε οποιαδήποτε άλλη κοπέλα να καταλάβει το ποιόν του και να το βάλει αμέσως στα πόδια. «Η καμαριέρα», της είπε, «θα μείνει με ανοιχτό το στόμα, διότι μόλις χθες σε αυτό το κρεβάτι πήρα την παρθενιά ενός άλλου κοριτσιού…». Παραδέχεται, θα ‘λεγε κανείς, με αφοπλιστική ειλικρίνεια, ότι δέχτηκε να γίνει η τρίτη πλευρά του τριγώνου, γιατί όπως λέει η ίδια: «Ήταν για μένα εμπειρία μοναδική. Είχα δοθεί ολόψυχα στη σχέση αυτή… Πίστευα ότι αυτή η σχέση θα διαρκούσε για πάντα!». Παραδέχεται ακόμη ότι ήταν μοιραίο το φλογερό πάθος για τη δασκάλα της που  την έριξε στο κρεβάτι του Σαρτρ. Η ίδια πάντως πιστεύει  ότι ήταν πάγια τακτική της Μποβουάρ να πλασάρει κοπέλες στον αγαπημένο της προκειμένου να διατηρεί αλώβητη τη δική της σχέση, αλλά και ν’ απολαμβάνει συνάμα τους απαγορευμένους καρπούς στο δικό της κρεβάτι. Αυτή τη φορά δεν πέφτει έξω, αν θυμηθούμε μιαν άλλη περίπτωση: τις ρωσίδες αδελφές Όλγα και Βάντα Καζάκιεβιτς. Η Όλγα ήταν μαθήτρια  της Μποβουάρ που γρήγορα έγινε και ερωμένη της. Ο Σαρτρ, από την άλλη πλευρά, δεν έμεινε αδρανής και ζευγάρωσε με τη Βάντα. Αργότερα όμως, άπληστος καθώς ήταν, ήθελε και την Όλγα στο κρεβάτι του, αλλά δεν τα κατάφερε, γιατί η Όλγα είχε κάνει, στο μεταξύ, ερωτικό δεσμό με τον Ζαν Λοράν Μποστ, ο οποίος κυκλοφορούσε στο Παρίσι  με δύο «τίτλους ευγενείας»: μαθητής του Ζαν-Πωλ Σαρτρ και εραστής της Σιμόν ντε Μποβουάρ. Η μόνη διαφορά εδώ είναι ότι το γεωμετρικό, ερωτικό σχήμα δεν είναι τρίγωνο, αλλά τετράγωνο.      Επέμενε, πάντως, ότι  δεν έγραψε αυτό το βιβλίο για εκδίκηση, αλλά μόνο επειδή ένιωσε την ανάγκη να πει την αλήθεια, όπως αποκαλύφθηκε μετά από μισόν αιώνα αυταπάτης. Λέει ακόμα ότι οι δράστες είχαν καταλάβει πολύ πιο νωρίς απ’ αυτή το κακό που της είχαν κάνει, γιατί η Σιμόν γράφει σε επιστολή προς τον Ζαν-Πωλ το 1945 : «Νομίζω ότι ήταν λάθος μας… Είναι το μόνο πρόσωπο που πραγματικά του κάναμε κακό…». Βέβαια αυτή η ομολογία διόλου δεν απαλλάσσει των ευθυνών τους ούτε την πρωθιέρεια του φεμινισμού, ούτε τον ιεροφάντη του Υπαρξισμού και σύντροφό της, που τόσο αγωνίστηκαν για να γκρεμίσουν τα ταμπού της αστικής κοινωνίας. Πάντως, αυτό που πρέπει κανείς να προσέξει εδώ είναι ότι τα ιερά αυτά τέρατα του φεμινισμού και της φιλοσοφίας δεν αρκέστηκαν στο πνευματικό τους έργο για την υστεροφημία τους, αλλά φρόντισαν, προνοητικά, ν’ απαθανατίσουν στην αλληλογραφία τους και τη σεξουαλική τους δραστηριότητα, μια σκέψη που θυμίζει, βέβαια, Προμηθέα και όχι Επιμηθέα.

 

 

 

 

 

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.