You are currently viewing Φάνης Παπαγεωργίου: Σκέψεις πάνω στην ποιητική συλλογή του Δημήτρη Μπαλτά «Υπό καθεστώς ομηρίας», εκδ. Μετρονόμος 2025, ISBN 978-618-5748-51-7.

Φάνης Παπαγεωργίου: Σκέψεις πάνω στην ποιητική συλλογή του Δημήτρη Μπαλτά «Υπό καθεστώς ομηρίας», εκδ. Μετρονόμος 2025, ISBN 978-618-5748-51-7.

Νομοτέλεια και τυχαιότητα της ομηρίας:

 

Σε κάθε εποχή οι άνθρωποι υπόκεινται σε μια αντιφατική σχέση: από τη μια είναι ελεύθεροι να δημιουργήσουν και να ζήσουν όπως εκείνοι επιθυμούν πραγματικά, και από την άλλη, είναι συνεχώς αντιμέτωποι με μια κοινωνική αναγκαιότητα, μια κοινωνική νομοτέλεια. Σύμφωνα, άλλωστε, με την περίφημη φράση του Μαρξ από την 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη «oι άνθρωποι δημιουργούν οι ίδιοι
την Ιστορία τους, αλλά όχι όπως επιθυμούν, όχι με τις συνθήκες που οι ίδιοι επιλέγουν, αλλά με τις υπάρχουσες, τις δεδομένες που κληροδοτήθηκαν από το παρελθόν». Η αντίθεση και η σχέση των δύο μερών της αντίθεσης με την ολότητα είναι θεμελιώδης για τη διαλεκτική.

Στην ποίηση του Μπαλτά τα δύο μέρη της αντίθεσης συχνά υποστασιοποιούνται μεταξύ νομοτέλειας και τυχαιότητας. Το σώμα είναι το πεδίο εγχάραξης της αντίθεσης με τον ίδιο τρόπο που η ανθρωπότητα συνιστά την ολότητα. Με άλλα λόγια, αναγνωρίζοντας την αντίθεση αυτή a posteriori μπορούμε να αναζητήσουμε τα ίχνη της στις υλικότητες που αυτή παράγει στο σώμα. Στο ποίημα Απάγκιο (σελ. 9) γράφει «Τ’ αυτιά μετρούν τους χτύπους όσο οι τοίχοι στενεύουν, όσο τα όρια κονταίνουν. Απόγνωση; Ανημποριά; Σημασία καμιά. Ό,τι ήρθε θα φύγειꞏ ότι έφυγε θα ξανάρθει.» Σημασία εν τέλει για τον Μπαλτά, έχει η νομοτέλεια της δυστοπίας, και από την άλλη, η τυχαιότητα της υποκειμενικής νοηματοδότησης. Στο ίδιο μοτίβο, στο ποίημα «Υπό καθεστώς ομηρίας» (σελ. 11) γράφει ο Μπαλτάς «Οι ώρες πάλλονται. Τις μισώ. Πιάνω τον σφυγμό τους. Τικ τακ τικ τακ. 120. Υπό καθεστώς ομηρίαςꞏ σε κατάσταση νηνεμίας…το νυχτέρι επιβραδύνει την αναπνοή…Όλα επανέρχονται στα φυσιολογικά για την εποχή ημίμετρα. Εκτός απ’ τ’ ασπράδι του ματιού που ’χει κοκκινίσει επικίνδυνα.». Η δυστοπία και η νομοτέλεια ενσταλάζονται στο σώμα και στις αισθήσεις «Είναι πικρό το αναπότρεπτο» στο ποίημα «[Είναι πικρό]» (σελ. 13) και στο στίχο «Έπειτα φουντώνει η μοναξιά και μας καίει.» στο ποίημα «Πραμάτεια» (σελ. 16). Προκύπτει το ερώτημα της αιτιώδους σχέσης μεταξύ δυστοπίας και νομοτέλειας, αν δηλαδή, η δυστοπία φέρνει τη νομοτέλεια και την πίκρα ή αν η νομοτέλεια απλώς στερεί την έκπληξη και την ενδεχομενικότητα και έτσι είναι δυστοπική και πικρή. Στο ποίημα «Μεγάλο Σάββατο Ι» αποφαίνεται πως ευθύνεται η δυστοπική εποχή σε ενότητα με την επανάληψη και τη νομοτέλειά της. Γράφει «Σε περίμενα μιάμιση ώρα στην πλατεία. / Σκότωνα την ώρα μου χαζεύοντας περιστέρια /…/ Ίσως σου συνέβη κάτι. Αποκλείεται /…/ Όπως έκανες πάντα / … / «Χριστός Ανέστη!» / Μα η ψυχή μου που διψάει για μια Ανάσταση, / για λίγη ζεστασιά / έμεινε να ξεπαγιάζει ξεσκέπαστη / κι αυτό το βράδυ / κι αυτόν τον χρόνο». Η δυστοπία συνεχίζει να παράγει αποτελέσματα και εκτός της αυστηρής της χρονικότητας, στο ποίημα «Μεγάλο Σάββατο ΙΙ» γράφει «Κι ας είχαμε αφήσει πίσω μας το μαρτύριο, / κι ας είχαμε αφήσει πίσω μας τα καρφιά, / η μέρα ήταν πένθιμη. /…/ Δεν της μίλησα. Έφυγα βιαστικά χωρίς να πάρω το φως. / Πρώτη φορά έμεινε το κερί σβηστό, μάνα.». Κι ακόμα και έννοιες όπου στο συλλογικό φαντασιακό είναι φορτισμένες θετικά, όπως το καλοκαίρι, εμφανίζονται έμπλεες δυστοπίας. Γράφει στο κινηματογραφικής εμπνεύσεως ποίημα «Στο κουρείο» (σελ. 28) ο Μπαλτάς, «Το καλοκαίρι κατέφτασε. Έτοιμο να ξεράσει τη συριστική ηχώ της απώλειας». Η ενότητα δυστοπίας και νομοτέλειας συνίσταται στην απώλεια.

Η αντικειμενική νομοτέλεια άλλες φορές νοηματοδοτείται από την αδικία του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής και του μικροαστικού ανθρωπότυπου και άλλοτε εμφανίζεται στη φύση. Γράφει ο Μπαλτάς στο ποίημα «Ελλείψει Χώρου» (σελ. 17) «Μην κλωτσάς τα βότσαλα / μόνο τ’ ακροδάχτυλα σου θα πληγώσεις, / ποτέ εκείνα. / … / η θάλασσα μοιάζει λίγη / … / (το κλάμα ενός παιδιού / η σειρήνα ενός ασθενοφόρου, / το ποδοβολητό του εισβολέα – / πάντα οριστικό, πάντα ίδιο) / Ξημέρωσε. Μονάχα τα βότσαλα μείναν. / Μόνη σταθερά στη στενότητα του κόσμου.». Το ίδιο και στο ποίημα «Άτιτλο» (σελ. 19) όπου γράφει «Τα φώτα της πόλης χαμηλά / και πιο πέρα η μαύρη θάλασσα, αργοσάλευτη. /… / Καστέλλα, κάποιον Σεπτέμβρη / στο διάβα των αιώνων». Μέσα από την αντικειμενική νομοτέλεια της φύσης και της δυστοπίας όπου το υποκείμενο συντρίβεται σωματικά, όπου κυριαρχεί η απώλεια, ο χρόνος χάνει το νόημα του καθότι στο διάβα των αιώνων τα φαινόμενα εμφανίζονται ξανά και ξανά. Αυτό βέβαια δεν τα καθιστά υπεριστορικά ή συμφυή με τη φύση του ανθρώπου, αλλά χαρακτηριστικά μιας ολόκληρης ιστορικής περιόδου που διαρκεί περίπου 400 χρόνια, της ιστορίας της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο, του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, όπου κυριαρχούν το κέρδος, ο πόλεμος, η υποκρισία. Γράφει ο Μπαλτάς «η ειρήνη φίλε μου είναι σαν την ποίηση. Δεν πουλάει.» (Εν απορία, σελ. 21) και στο ποίημα «Έγκλημα» (σελ. 20) «άλλη μια ανθρωποθυσία τελείται στον βωμό του κέρδους». Μια εποχή όπου η ανθρώπινη ζωή φθηναίνει και απονοηματοδοτείται, όπου «Είναι επικίνδυνο να ψηλώνεις» («Νυχτοβάρδια» σελ. 22).

Στο έδαφος του σώματος εντοπίζονται τα ίχνη της αντίθεσης και της ηγεμονίας της δυστοπίας. Ωστόσο το τελευταίο καταφύγιο της ελπίδας, η επιθυμία συνεχίζει να αντιστέκεται, όπως και ο αγώνας «- το αίμα το κοινό» (Στο παγκάκι, σελ. 18). Άλλοτε η επιθυμία αποτυγχάνει, όπως στο ποίημα «Αμυχή» (σελ. 30) όπου γράφει: «Δεν μπορώ να παγώσω τη στιγμή / Δεν μπορώ να καθυστερήσω το ξημέρωμα. / Δεν μπορώ να εμποδίσω το μοιραίο / Ντύνομαι βιαστικά και φεύγω. / Αμίλητος απαρηγόρητος. / Σε κάθε αθώα αμυχή βρίσκει τρόπο να τρυπώνει / η μοναξιά». Άλλοτε, με ενός είδους βολονταρισμό, η επιθυμία αντέχει. Γράφει ο Μπαλτάς στο ποίημα «Παράφορα» (σελ. 12) γράφει «Πάντα προσώρας. / Το χνότο μας σχηματίζει τοσοδά συννεφάκια / που γρήγορα διαλύονται…Είμαι το σύννεφο του χνότου σου / Ζηλεύω το κασκόλ σου». Ετερονομικά στην αδικία εμφανίζεται το δίκιο, στη δυστοπία ο αγώνας, στην κατάρρευση ο έρωτας. Ο μικροαστικός ανθρωπότυπος εμφανίζεται γλαφυρά στο ποίημα «Δυο κόσμοι», «Είναι οι ίδιοι που τρέμουν τη Θεία Δίκη / κι ας τη λιβανίζουν ξέροντας ότι ποτέ δεν θα ’ρθει. /…/ Ιδού ο κόσμος μας, κύριοι!». Δυο κόσμοι ετερονομικοί, ο κόσμος του κέρδους, της υποκρισίας της εκμετάλλευσης από τη μία, και από την άλλη, ο κόσμος του δίκαιου, του ανθρωπισμού και της ελευθερίας. Δύο κόσμοι σε συνεχή διαπάλη μεταξύ τους, όπου τα υποκείμενα κρίνουν την έκβαση της ταξικής πάλης. Εκεί άνθρωποι μεταβαίνουν από κόσμο σε κόσμο, καθώς η κυρίαρχη ιδεολογία βάζει τους σπόρους της διαρκώς μέσα στα υποκείμενα της ταξικής πάλης, αλλοιώνοντας συνειδήσεις. Γράφει ο Μπαλτάς στο ποίημα «Ασυμπτωματικός» «Το πιο παράξενο: Η μετάλλαξη επήλθε εν κρυπτώ, / τίποτα δεν την πρόδιδεꞏ ήταν απολύτως ασυμπτωματικός.». Κι απέναντι σε αυτόν, τον κόσμο της βίας και της εκμετάλλευσης, ο κόσμος των πουλιών, ο κόσμος της ελευθερίας, στην παραδοξότητα της ανθρωπόκαινου («Ελεύθερα», σελ. 36), «Ελεύθερα πετούν / από κλαράκι σε κλαράκι / από σκεπή σε σκεπή / από καλώδιο σε καλώδιο / από ηλιακό σε ηλιακό / από περβάζι σε περβάζι / από κουπαστή σε κουπαστή / από κάγκελο σε κάγκελο / από κεραία σε κεραία / και πάλι απ’ την αρχή / και πάντα μαζί σε μια πορεία κυκλική / Πόση ελευθερία αχόρταγα καταναλώνουν…». Ο αγώνας και η επιθυμία δεν συμβαίνουν ωστόσο χωρίς τίμημα. Στο ποίημα «Αυτογνωσία», γράφει ο Δημήτρης «Κι ας ξέρω ότι το τίμημα θα ’ναι βαρύ, / κι ας ξέρω ότι θα αλλαξοπιστήσεις. / Πληρώνω τον οβολό της προσδοκίας / και εισέρχομαι στα άδυτα της ελλιποβαρούς ευτυχίας». Η ποίηση γίνεται το όχημα της επιθυμίας «Γράφω…(για) να έχω ένα σημείο αναφοράς» (Κάστρο άπαρτο, σελ. 35), καθώς «Η  ποίηση μαντάρει τους καημούς» (Ράβε ξήλωνε, σελ. 41) αυτή η «ισχνή αλλά αβρή φωνή των προσφιλών μας που μας κρατάει ζωντανούς (Των προσφιλών, σελ. 40). Αυτό είναι το νόημα και το τίμημα της ποίησης. Όπως στο διαχρονικό ποίημα του Μιχάλη Κατσαρού, από τη συλλογή «Κατά Σαδδουκαίων» γράφει ο ποιητής: «Εγώ πάλι μέσα στο πλήθος διακλαδίζομαι / η θέληση μου διακλαδίζεται μέσα στο πλήθος / μαζεύω τους σκόρπιους σπόρους μου / για την καινούργια μακρινή μου ανάσταση / μαζεύω».

 

 

 Φάνης Παπαγεωργίου
Αναπληρωτής Καθηγητής Πανεπιστημίου Πατρών – Ποιητής

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.