Μικρά δοκίμια για τον Καρυωτάκη
Ο Κώστας Καρυωτάκης θεωρείται ως ένας από τους δύο πιο επιδραστικούς Έλληνες ποιητές του εικοστού αιώνα –πρώτος είναι ο Κωνσταντίνος Καβάφης. Στον τόμο «Κ.Γ. Καρυωτάκης-Ποιήματα και πεζά» (εκδ. Ερμής), ο Γ. Π. Σαββίδης, ο οποίος έκανε την επιμέλεια, σημειώνει ότι «το έργο του Κώστα Καρυωτάκη –ο κατ’ εξοχήν σύνδεσμος της γενιάς του Καβάφη και του Βάρναλη και του Σικελιανού, με τη γενιά του Σεφέρη και του Ρίτσου και του Ελύτη- βρίσκει ολοένα και βαθύτερη απήχηση στην συνείδηση των νεωτέρων…» Ένα ακόμα βιβλίο δοκιμιακού χαρακτήρα για το έργο του σπουδαίου ποιητή είναι το Ο Καρυωτάκης στις μέρες μας με υπότιτλο «Ήχοι και απόηχοι από τη ζωή και το έργο του» (εκδ. Σμίλη), το οποίο περιέχει δύο σχετικά κείμενα.
Το πρώτο το έγραψε η Ευσταθία Δήμου (σπούδασε κλασική και νεοελληνική φιλολογία) και το δεύτερο η Χρύσα Φάντη (σπούδασε παιδαγωγικά και νομικά). Στο κείμενό της, το «Η απόκρυψη του ποιητή. Το σημείωμα αυτοχειρίας του Κ. Γ. Καρυωτάκη και οι ποιητικές του καταβολές», η Δήμου ασχολείται με το σημείωμα που έγραψε ο ποιητής προτού αυτοκτονήσει στην Πρέβεζα στις 21 Ιουλίου 1928:
Είναι καιρός να φανερώσω την τραγωδία μου. Το μεγαλύτερό μου ελάττωμα στάθηκε η αχαλίνωτη περιέργειά μου, η νοσηρή φαντασία και η προσπάθειά μου να πληροφορηθώ όλες τις συγκινήσεις , χωρίς τις περισσότερες να μπορώ να τις αισθανθώ […] Πληρώνω για όσους , καθώς εγώ, δεν έβλεπαν κανένα ιδανικό στη ζωή τους έμειναν πάντα έρμαια των δισταγμών τους ή εθεώρησαν την ύπαρξή τους παιχνίδι χωρίς ουσία…
Όπως γράφει η Δήμου, ο Καρυωτάκης μοιάζει να σκηνοθετεί και να εμπνέει τον εαυτό του , όπως ακριβώς σκηνοθετεί και καθοδηγεί τους ιδανικούς αυτόχειρες του σχετικού ποιήματός του. Ο ποιητής, προσθέτει, θήτευσε στον κίνδυνο, αισθάνθηκε ακατανίκητη έλξη προς αυτόν γιατί τον έθελξε η πραγματικότητα, ακριβώς γιατί βούτηξε ή καλύτερα βούλιαξα μέσα της «φτάνοντας μάλιστα ως τον πάτο». Το σημείωμα αυτοχειρίας του Καρυωτάκη, συνεχίζει η Δήμου, όπως διαμορφώνει μια σειρά από γέφυρες με την ποίησή του, προσφέρεται για μια πιο βαθιά γνωριμία με την ποιητική του τέχνη. Κυρίως, βοηθάει στη διερεύνηση του τρόπου με τον οποίο η τέχνη του κι η ζωή του συνδέθηκαν αξεχώριστα. Ολοκληρώνοντας το κείμενό της, κι αφού τονίσει ότι το συγκεκριμένο κείμενο είναι μια μικρογραφία της ποίησής του, η ίδια συμπεραίνει πως θα μπορούσε να γίνει λόγος για το προσωπικό ποιητικό μανιφέστο του Καρυωτάκη
Στο δικό της κείμενο, το «Ελεγεία και σάτιρες –Το στοιχείο της ειρωνείας στην ποίηση του Καρυωτάκη-Αντικατοπτρισμοί και συγγένειες με σύγχρονους Έλληνες ποιητές», η Χρύσα Φάντη σχολιάζει το συγκεκριμένο έργο του Καρυωτάκη. Αυτή η τρίτη και τελευταία ποιητική συλλογή του που εκδόθηκε έναν χρόνο πριν από την αυτοχειρία του θεωρείται ως το έργο που τον καθιέρωσε και τον κατέστησε ως έναν από τους πιο αντιπροσωπευτικούς νεοέλληνες ποιητές. Σε αυτήν, η ειρωνεία και η καινοτόμος τεχνική των στίχων του συνταιριάζεται με τον λυρισμό, τη μελαγχολία και τον πεσιμισμό στις προηγούμενες συλλογές.
Η Φάντη σημειώνει ότι ο Καρυωτάκης έχει ασκήσει μεγάλη επίδραση στο έργο των ποιητών της αποκαλούμενης γενιάς του ’70, μετά μάλιστα από δεκαετίες σχετικής αδράνειας και αυτό το φαινόμενο ονομάστηκε «νεοκαρυωτακισμός» σε αντιδιαστολή με τον «καρυωτακισμό» του Μεσοπολέμου. Σε κάθε περίπτωση, καταλήγει, ο Καρυωτάκης συνεχίζει να συγκινεί τους νέους Έλληνες δημιουργούς –κι αυτό είναι το κύριο συμπέρασμα που εξάγεται από το δοκίμιό της.