Οι Σουλιώτες και η επανάσταση
Τα τελευταία χρόνια εκδόθηκαν αρκετά βιβλία για τους Σουλιώτες και τη συμβολή τους στην επανάσταση του 1821. Ένα από αυτά είναι το Ο Μάρκο Μπότσαρης αφηγείται (αυτοέκδοση) που γράφτηκε από τον Γρηγόρη Κοσσυβάκη, ο οποίος γεννήθηκε και ενηλικιώθηκε στην Αθήνα. Το 1966 εισήχθη στη Νομική Σχολή και στην περίοδο της απριλιανής δικτατορίας συμμετείχε στο αντιδικτατορικό κίνημα. Από το 1976 έως το 2022 υπήρξε μάχιμος δικηγόρος Αθηνών με ειδίκευση το εργατικό δίκαιο. Όντας απόγονος της ιστορικής οικογένειας των Κοσσυβάκηδων από την ορεινή Άρτα, με το παρόν βιβλίο επιχειρεί να εξιστορήσει τον εφηβικό βίο του Μάρκου Μπότσαρη, κορυφαίου ήρωα του 1821, ενός Σουλιώτη που έγινε θρύλος.
Η πρωτοτυπία του πονήματος βρίσκεται στην ιδέα του συγγραφέα να βάλει τον ήρωά του στο ρόλο του αφηγητή. Έτσι, στο πρώτο κεφάλαιο ο Μάρκος Μπότσαρης (1790-1823) μιλάει για την καταγωγή του: «Η προφορική παράδοση που διαδόθηκε στους προγόνους μου Μποτσαραίους, βεβαιώνει ότι ο εποικισμός του Σουλιώτικου οροπεδίου είχε γίνει τουλάχιστον δύο αιώνες πριν από τα δικά μου χρόνια».
Οι Ηπειρώτες, μαθαίνουμε, ήταν απόγονοι των αρχαίων Ελλήνων και αργότερα, τον καιρό της Τουρκοκρατίας, αρκετοί από αυτούς εξισλαμίστηκαν. Η θρησκευτική διαφορετικότητα επέφερε την αναπόφευκτη διχόνοια στην περιοχή, καθώς οι Τούρκοι κατακτητές εφάρμοζαν την πολιτική του διαίρει και βασίλευε. Στα απρόσιτα βουνά του Σουλίου δημιουργήθηκαν έντεκα χωριά, τα οποία συναποτέλεσαν την Σουλιώτικη Συμπολιτεία.
Το 1787 διορίστηκε πασάς των Ιωαννίνων ο μέχρι τότε φυγόδικος λήσταρχος Αλής που καταγόταν από το Τεπελένι της άνω Ηπείρου και ήταν εξισλαμισμένος. Αδίστακτος, τυραννικός και βάρβαρος, διαβάζουμε, υπέβαλλε φοβερά βασανιστήρια σε τους Έλληνες που έπεφταν στα χέρια του. Επιχείρησε να πάρει το Σούλι, ενώ δοκίμασε να προσεγγίσει και να συμμαχήσει με τους Σουλιώτες εναντίον του σουλτάνου. Στο τέταρτο κεφάλαιο ο συγγραφέας βάζει τον ήρωά του να μιλάει για τον παππού του, τονίζοντας ότι από τα αρχαία χρόνια μια «ανίατη ασθένεια» έπληττε τους Έλληνες, η διχόνοια. Στη συνέχεια, ο ήρωας κάνει αναφορές στους Μποτσαραίους, την πολυπληθέστερη φάρα του Σουλίου, δηλαδή στους προγόνους του, τον παππού και τον πατέρα του, που ήταν άντρες γενναίοι, αλλά έκαναν και λάθη. Καταλήγει στο θλιβερό γεγονός της 7ης Δεκεμβρίου του 1803, όταν μετά τη νικηφόρα μάχη στην Κιάφα, οι πολιορκημένοι Σουλιώτες, εξαναγκασμένοι από την πείνα και μη έχοντας άλλα πυρομαχικά, πήραν την απόφαση να συνθηκολογήσουν. Στις 12 Δεκεμβρίου υπέγραψαν τη συνθήκη της ανακωχής με τον γιο του Αλή Πασά, τον Βελή. Οι περισσότεροι από τους Σουλιώτες που απέμειναν τράβηξαν για την Πάργα με ηγέτη τον Φώτο Τζαβέλα. Κάποια στιγμή, όταν οι Σουλιώτες αντιμετώπισαν στο Ζάλογγο άντρες των Τουρκαλβανών, περίπου πενήντα γυναίκες, χήρες με μωρά παιδιά, σκαρφάλωσαν στα βράχια και έπεσαν στον γκρεμό για να μην πιαστούν από τους εχθρούς τους.
Μετά από την Πάργα, οι Σουλιώτες του Τζαβέλα κι εκείνοι του Μπότσαρη μεταφέρθηκαν στην Κέρκυρα με ρωσικά πλοία. Εκεί, συντάχθηκαν μισθοφορικά τάγματα Σουλιωτών (αρχικά με τους Ρώσους και μετά με τους Γάλλους). Την άνοιξη του 1807, οι Σουλιώτες, μαζί κι ο Μπότσαρης, πήγαν στα βουνά των Αγράφων για να πολεμήσουν εναντίον του Αλή Πασά και να διακόψουν τον ανεφοδιασμό του στρατού του από τα Γιάννενα και τα Τρίκαλα.
Η αφήγηση ολοκληρώνεται στην Κέρκυρα, όπου ο Μάρκος Μπότσαρης και οι εξόριστοι σύντροφοί του μαζεύονταν στις παραλίες και στους λόφους του νησιού για ν’ αγναντέψουν τα βουνά του Σουλίου και να προετοιμάσουν την επιστροφή τους εκεί.
Το βιβλίο, το οποίο τελειώνει με αρκετά Επιλεγόμενα του συγγραφέα αναφορικά με το θέμα που πραγματεύεται. Σε αυτό υπάρχει πλούσια βιβλιογραφία και πολλές φωτογραφίες του Μάρκου Μπότσαρη, των Σουλιωτών, αλλά και σχετικών εγγράφων και φωτοτυπιών που βοηθούν τον αναγνώστη στην κατανόηση των συμβάντων.