«Ναγκασάκι». Ο Ρόντερικ Τσάμπερς έκανε ένα βήμα πίσω, κι άλλο ένα δεξιά, πλησιάζοντας τη λάμπα στον τοίχο. «Η ξεχασμένη βόμβα».
«Ω Θεέ μου», σκέφτηκε ο κύριος Τσιουνγκ.
Αν δεν ήταν ο άνεμος, που έριχνε ορμητικά τις πρώτες σταγόνες της βροχής πάνω στα καρφωμένα με σανίδες παράθυρα, θα μπορούσε ν’ ακούσει την ανάσα των γύρω του. Η δική του έβγαινε λαχανιασμένη. Η θύελλα έκανε τους ίσκιους στο δωμάτιο να ριγούν. Δεν ήταν καμιά φοβερή μπόρα, κι ασφαλώς δεν θα γινόταν κανένας κατακλυσμός. Βρίσκονταν ακόμα στην αρχή της εποχής των βροχών, που ο καιρός ήταν άστατος. Οι τυφώνες έρχονταν αργότερα. Με τη δύναμη της λογικής ο κύριος Τσιουνγκ προσπάθησε να διώξει τον φόβο· τον φόβο ότι απλώς και μόνο διαβάζοντας για εκείνη τη βόμβα, μπορεί απόψε να αφανίζονταν από το πρόσωπο της γης.
Η βροχή είχε αρχίσει να πέφτει και ο Μάικ έκλαιγε γοερά καθώς ο Ντρέικ βοηθούσε τη μάνα του να βγάλει τις σανίδες που θα σκέπαζαν τα παράθυρα του σπιτιού. Η Μπελίντα δεν έλεγε τίποτα, μα με τη στάση της – την επίπεδη έκφραση του προσώπου της και μια κουρασμένη, θριαμβευτική δραματικότητα στις κινήσεις της – έδειχνε στον Ντρέικ ότι αυτή τη δουλειά έπρεπε να την έχει κάνει μέρες τώρα. Ότι δεν έπρεπε να ξανοίγεται στον ωκεανό για ψάρια, γιατί ήταν μόλις δέκα χρονών, και δεν έπρεπε να μένει με τον Πρέσι και τον Άλφο. Του έδειχνε ότι ήταν διάβολος και εγκληματίας. Οι σανίδες ήταν μαλακές κι οι άκρες τους φαγωμένες απ’ την υγρασία της θάλασσας. Σε μερικά σημεία μάλιστα ήταν πολύ λεπτές για να πιαστούν πάνω τους τα ξύλινα μάνταλα που υποτίθεται ότι θα τις ασφάλιζαν. Σουφρώνοντας και ξεσουφρώνοντας τα χείλια, η Μπελίντα κατάφερε να κάνει τον Ντρέικ να πιστεύει ότι εκείνος ήταν υπεύθυνος και γι’ αυτό. Τυφλωμένος από τις τύψεις κτύπησε το μεγάλο δάκτυλο του ποδιού του στις παλιές μπαταρίες του αυτοκινήτου που η μάνα του είχε κατεβάσει απ’ τα παράθυρα.
Ο αέρας έπεσε λιγάκι, καθώς η βροχή δυνάμωνε, μα η κουρτίνα με τις χάντρες χτυπούσε ακόμα πάνω στη σανίδα που είχαν στερεώσει το άνοιγμα της πόρτας. Οι άντρες τρίβονταν αδιάκοπα πάνω στο ξύλο και σου ‘διναν την εντύπωση ότι κάποιος έξυνε την πόρτα προσπαθώντας απεγνωσμένα να μπει μέσα. Τώρα ήταν σχετικά προφυλαγμένοι από τη θύελλα. Ο Μάικ έπαψε να κλαίει, οι φλόγες των κεριών σταμάτησαν τον τρελό χορό τους και η βροχή δεν ακουγόταν πια σαν τον θάνατο.
….
Δυο ώρες είχαν περάσει και κανείς δεν φαινόταν να θέλει ν’ ακούσει τον Ρόντερικ Τσάμπερς. Έκοβαν συνέχεια τη βραχνή του ανάγνωση με ερωτήσεις που ήξεραν ότι δεν μπορούσε να απαντήσει. Αυτή ήταν η πρώτη βόμβα; Μήπως ήταν η τελευταία βόμβα;
«Γιατί λέει για την Ιαπωνία;» ρώτησε ένας ψαράς από τις πίσω σειρές που σηκώθηκε όρθιος και χτύπησε τη σανίδα του παραθύρου για να τον προσέξουν.
Ένα μπουμπουνητό του απάντησε.
Στο μεταξύ όλοι λογομαχούσαν. Μερικοί ισχυρίζονταν ότι η ιστορία του βιβλίου δεν ήταν αληθινή, ότι ήταν ένα παραμύθι. Και μέσα σ’ αυτό το κομφούζιο, ο Ρόντερικ Τσάμπερς έπαψε να διαβάζει δυνατά. Διάβαζε απομέσα του, ώσπου άρχισαν να του φωνάζουν από κάτω: «Διάβαζε! Διάβαζε!» Τότε εκείνος συνέχισε την ανάγνωση απ’ το σημείο που είχε φθάσει μόνος του.
«Η κυρία Γιοσιγιάμα καθάριζε πατάτες στην κουζίνα της, όταν είδε μπρος στα μάτια του τα φλούδια να πετάνε έξω απ’ το παράθυρο. Ένα δευτερόλεπτο αργότερα κάτι την σώριασε στο πάτωμα».
Νέες διακοπές, καθώς οι πιο δύσπιστοι παρατηρούσαν ότι κανείς δεν ήξερε αν αυτή τη γυναίκα, η κυρία Γιοσιγιάμα, καθάριζε πατάτες ή πορτοκάλια. Άρα όλα αυτά ήταν παραμύθια.
«Και δώσαμε ένα καράβι γι’ αυτά τα παραμύθια!» έσκουξε κάποιος.
Μα όλες οι συζητήσεις σταμάτησαν, όταν ο Ρόντερικ Τσάμπερς έφτασε στη διήγηση τριών ανδρών που πέταξαν με ένα αεροπλάνο πάνω απ’ την πόλη αμέσως μετά τον βομβαρδισμό. Μόνο η βροχή έξω στα χωράφια και τα μπουμπουνητά ανταγωνίζονταν τη φωνή του διάβαζε βραχνά.
«Πρώτη φορά έβλεπε τέτοιο πράγμα ο υποσμηναγός Κομάτσου… Μια γιγάντια ηφαιστειακή έκρηξη απ’ όπου υψώνονταν στρώματα καπνού. Το μαύρο δακτυλίδι του σύννεφου σάλευε σαν κάτι ζωντανό… Ο ήλιος από πίσω θαρρείς κι άλλαζε τα χρώματα του σύννεφου – από κόκκινο σε μπλε και μετά σε κίτρινο…»
Ο κύριος Τσιούνγκ ονειρευόταν μια προηγούμενη ύπαρξη, μιαν άλλη γέννηση κι έναν άλλο θάνατο, καθώς έβλεπε μπροστά του νοερά αυτά που διάβαζε ο Ρόντερικ Τσάμπερς. «Ποιος απ’ όλους ήμουν εγώ;» αναρωτήθηκε.
«…Ο πιλότος άνοιξε το παράθυρο της καμπίνας κι έβγαλε έξω το χέρι του. Μα το τράβηξε στη στιγμή. Μόλο που φορούσε γάντια, ήταν σαν να το είχε βουτήξει μέσα σε πυρωμένο ατμό…»
«Ήμουνα κι εγώ εκεί», είπε ο κύριος Τσιούνγκ στον εαυτό του. «Οι κλειδαριές τινάχτηκαν από τις πόρτες. Καθώς έπεφταν οι βόμβες, εμείς είχαμε ξεχαστεί. Η βόμβα έλεγε, θα ξεχάσω».
«Το Ναγκασάκι είχε καταστραφεί ολότελα. Σε λίγο θα πετούσαν μέσα στο απειλητικό σύννεφο. Κρύος ιδρώτας…»
«Ήμουνα κι εγώ εκεί. Τα μάτια μου έκαιγαν. Μόνο αυτό ένιωθα. Το θυμάμαι».
«Δεν αντέχω άλλο!» φώναξε κάποιος ξαφνικά.
«Τα μάτια μου έγιναν φωτιές. Πέθανα».
«Αυτό ακριβώς λέει το βιβλίο!» είπε ο Ρόντερικ Τσάμπερς. «Κοιτάξτε τι λέει – διαβάστε μόνοι σας: «Δεν αντέχω άλλο! φώναξε κάποιος ξαφνικά και, γυρνώντας ο υποσμηναγός Κομάτσου είδε τον λοστρόμο Ουμέντα να κάνει εμετό’.»
Ένας άντρας που καθόταν μπροστά στράφηκε και απευθύνθηκε προς όλους: «Αυτό το βιβλίο μας λέει τι να πούμε».
Ένας φοβερός κεραυνός έριξε κάτω μια σανίδα από ένα παράθυρο· η σανίδα έμεινε να κρέμεται από δυο καρφιά. Κάποιοι στρίγγλισαν μέσα στην αίθουσα.
«Κλείστε αυτό το πράμα», ακούστηκε η φωνή του Ρόντερικ πάνω από τον θόρυβο.
«Μα αυτό λέει και το βιβλίο!» είπε ο άντρας της μπροστινής σειράς, που τώρα κρατούσε το βιβλίο στα χέρια του. «Κλείστε…το…παράθυρο, είπε εκείνος με κομμένη την ανάσα. Κλείστε το! Κλείστε το γρήγορα!’»
Ο άνδρας σήκωσε το βιβλίο ψηλά κι άρχισε να το κουνάει. Ο Ρόντερικ του το άρπαξε απότομα από τα χέρια.
Τώρα πια ο κύριος Τσιουνγκ ήταν σίγουρος πως όλα αυτά δεν ήταν παρά ένα όνειρο, κι ένιωθε απογοήτευση απ’ όλη αυτή την εμπειρία. Άρχισε πάλι να ζαλίζεται. Είχε ένα φοβερό πονοκέφαλο και το στομάχι του ήταν άνω κάτω.
«… Οι καπνοί και η ζέστη», συνέχισε ο Ρόντερικ παρά τις υστερικές διαμαρτυρίες του ακροατήριου, «του είχαν προκαλέσει ένα φοβερό πονοκέφαλο και το στομάχι του ήταν άνω κάτω».
Ήταν όλοι μαζεμένοι στο σπίτι της τώρα – οι δυο μικροί γιοί της και ο μικρός της αδελφός – και η Μπελίντα ένιωθε σπουδαία και δυνατή. Ένιωθε μεγάλη, αλλά μ’ έναν τρόπο που δεν της άρεσε. Καθόταν στο κρεβάτι δίπλα στον Ντρέικ και στον Μάικ· είχαν και οι δυο κουλουριαστεί για να ζεσταθούν. Ο Πρέσι είχε αναλάβει να ρίχνει ξύλα στη σόμπα, προσπαθώντας να αποδείξει ότι είχε έρθει για να βοηθήσει. Η βροχή κόπασε κι ύστερα δυνάμωσε πάλι. Το μάτι της καταιγίδας απομακρυνόταν.
«Ο μόνος που βγαίνει έξω με τους κεραυνούς είναι ο Μπρους Λι», είπε η Μπελίντα, χαϊδεύοντας τα μαλλιά του Ντρέικ.
«Ποιος;» ρώτησε ο Ντρέικ.
Ξαπλωμένος στο πλάι, της γύρισε την πλάτη κοιτώντας με ανοιχτό το στόμα στον ύπνο που τον πλησίαζε.
«Ο Μπρους Λι. Ήτανε γεμάτος ηλεκτρισμό. Τα μάτια του πετούσαν ηλεκτρισμό. Άκουγε τον ηλεκτρισμό μέσα σου κι ήξερε αν λες ψέματα».
«Από πού ήταν ο Μπρους Λι;» ρώτησε ο Ντρέικ.
«Απ’ την Κίνα. Μέσα, βαθιά, από μια τρύπα του κόσμου».
«Μαμά, τι τρίχες μου λες;»
«Σου λέω μια ιστορία;» απάντησε εκείνη.
«Οι μπαταρίες έχουν ηλεκτρισμό μέσα τους», είπε ο Πρέσι. Καθόταν ακουμπισμένος στον τοίχο κοιτώντας τον Σαρτζ στην κουζίνα. Κεραυνοί έσκιζαν τον ουρανό πάνω από τον στρατώνα, κι εκείνος αγωνιζόταν να συγκρατήσει τον φόβο του. Ύστερα οι κεραυνοί έπεφταν μακριά, καθώς η ουρά της καταιγίδας μαστιγώνοντας τον αέρα τραβούσε για το Μάραθον. Ο Πρέσι άκουγε τις ιστορίες της Μπελίντας χωρίς να αφήνει την σκύλο από τα μάτια του. ‘Ήταν πρόθυμος να περιμένει όλη νύχτα, αν χρειαζόταν, ώσπου να ξαναβρεί το θάρρος του ο Σαρτζ.
Ο κύριος Τσιουνγκ δεν ήταν ο μόνος που πίστευε ότι διαβάζοντας για την βόμβα είχαν προκαλέσει μια καταστροφική θύελλα. Όλοι μες στην αίθουσα έκλαιγαν και φώναζαν ότι το διάβασμα έπρεπε να σταματήσει.
«Πρέπει να το συζητήσουμε!» «Βομβαρδίζουμε τα Νησιά», έσκουζαν.
«Αυτά τα λόγια δεν έχουν καμιά λογική», επέμενε ο Ρόντερικ Τσάμπερς, αλλά ο κύριος Τσιουνγκ καταλάβαινε ότι κι αυτός είχε ταραχτεί, γιατί χτύπαγε πάνω σ’ ένα τείχος πανικού.
«Λογική;» φώναζαν από κάτω. «Λογική;»
Ένας κεραυνός έπεσε έξω, στα χωράφια, και η λάμψη του μέσα απ’ τα κενά των σανίδων στα παράθυρα φώτισε μια αίθουσα γεμάτη ανθρώπους που έκλαιγαν και χτυπιόταν όλοι μαζί.
«Δεν υπάρχει λόγος να φοβάστε! Είμαστε στο καλύτερο κτίριο! Στο πιο χαμηλό, στο πιο στέρεο πέτρινο κτίριο!» φώναξε ο Ρόντερικ Τσάμπερς.
«Ω Θεέ μου!» βόγκηξε μέσα του ο κύριος Τσιουνγκ.
Φισκαντόρο, Dennis Johnson, μτρφ Έφη Φρυδά, εκδόσεις Ζαχαρόπουλος, 1989