You are currently viewing Φωτεινή Χρηστίδου: KIM HYE-JIN (Κιμ Χιε Τζιν), Η κόρη μου. Μετάφραση: Αμαλία Τζιώτη, Εκδόσεις Ίκαρος

Φωτεινή Χρηστίδου: KIM HYE-JIN (Κιμ Χιε Τζιν), Η κόρη μου. Μετάφραση: Αμαλία Τζιώτη, Εκδόσεις Ίκαρος

Η Νοτιοκορεάτισσα Κιμ Χιε-Τζιν στο μόλις 176 σελίδων βιβλίο της, Η κόρη μου, πραγματεύεται, όπως άλλωστε φανερώνει ο τίτλος, τη σχέση της αφηγήτριάς της, μιας φτωχής εξηντάχρονης χήρας που εργάζεται σε οίκο ευγηρίας, με την τριαντάχρονη κόρη της Γκριν, ωρομίσθια στο Πανεπιστήμιο, μέλος της ΛOATKI κοινότητας και ακτιβίστρια. Στην καθημερινότητα των δύο γυναικών ανακύπτει ένα πλήθος προβλημάτων, τα περισσότερα δεν αφορούν αποκλειστικά τη ζωή στην Κορέα, αλλά και πολλές άλλες κοινωνίες, που προκαλούν τις ηρωίδες να πάρουν θέση και να δράσουν στο όνομα αξιών όπως η ελευθερία και η αξιοπρέπεια.

Η αφηγήτρια ανίδεη για τον σεξουαλικό προσανατολισμό της κόρης της, τον υποπτεύεται αρχικά ενώ για ικανό χρόνο προσποιείται ότι τον αγνοεί, όταν μια δύσκολη οικονομική συνθήκη αναγκάζει την Γκριν να ζητήσει από τη μητέρα της να την φιλοξενήσει στο δικό της σπίτι, το οποίο είχε εγκαταλείψει από τα χρόνια των σπουδών της.  Εκείνη δέχεται και η Γκριν καταφθάνει στο διαμέρισμα συνοδευόμενη από τη φίλη με την οποία συζούσε για επτά χρόνια. Το γεγονός αποτελεί ένα σημείο διαρκούς τριβής ανάμεσα σε μητέρα και κόρη, παρότι η φίλη, το κορίτσι, όπως το αποκαλεί η αφηγήτρια, είναι ευγενικό, συμπονετικό και εργατικό. Η μητέρα, μαθημένη στην παραδοσιακή μορφή της κοινωνίας, επιθυμεί για την κόρη της έναν καλό γάμο, με σύζυγο και παιδιά, ώστε να εκπληρωθεί η αποστολή που προορίζεται να έχει κάθε γυναίκα. Ανατρέχει στο παρελθόν προσπαθώντας να ανακαλύψει τυχόν δικά της λάθη στην ανατροφή της κόρης της και δεν διστάζει να γίνεται εχθρική απέναντι στο κορίτσι παρά τις προσπάθειες που κάνει εκείνο για να την πλησιάσει. Το κακό για την αφηγήτρια δεν σταματά εδώ, καθώς σταδιακά διαπιστώνει πως η Γκριν υπερασπίζεται αγωνιστικά τα εργασιακά δικαιώματα, δικά της και των συναδέλφων της, που απειλούνται εξαιτίας της ομοφυλοφιλίας, με αποτέλεσμα να επισείεται ακόμη και απόλυση. Όλα αυτά την αγχώνουν και την τρομοκρατούν τη στιγμή που ταυτόχρονα ζει δυνατές ματαιώσεις στο χώρο της δουλειάς της.

Στο γηροκομείο τής έχει ανατεθεί η φροντίδα της Τζεν που πάσχει από άνοια. Η Τζεν είχε ζήσει στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ, όπου σπούδασε, και όταν επέστρεψε στην Κορέα αφιέρωσε τη ζωή της στην υποστήριξη ανθρώπων που είχαν ανάγκη. Δεν παντρεύτηκε ούτε απέκτησε παιδιά και για ένα χρόνο κανείς δεν την είχε επισκεφθεί, ‘’είχε δει τον απέραντο κόσμο και ταυτόχρονα είχε ζήσει την απόλυτη μοναξιά’’. Οι δυο γυναίκες, παρά τις δυσκολίες επικοινωνίας, συνδέονται συναισθηματικά και η φροντίστρια κάνει τα πάντα ώστε η Τζεν να είναι καθαρή και ήρεμη. Ο επικεφαλής του τμήματος όμως απαιτεί συνετότερη διαχείριση στα υλικά φροντίδας, μεγαλύτερη οικονομία, εφόσον η ασθενής έτσι κι αλλιώς δεν καταλαβαίνει και φυσικά είναι καταδικασμένη, γεγονός που φέρνει σε δύσκολη θέση την εργαζόμενη.

Σταματώ εδώ την εξιστόρηση της υπόθεσης, γίνεται κατανοητό από τα παραπάνω, νομίζω, ότι το περιεχόμενο του βιβλίου καλύπτει πέρα από τις σχέσεις μάνας – κόρης ένα ευρύτερο φάσμα θεμάτων που απασχολούν τις σύγχρονες κοινωνίες. Τα κυριότερα είναι η αναμέτρηση παλιών και νέων αντιλήψεων για τον θεσμό της οικογένειας, ο κοινωνικός ρατσισμός και η βία που ασκείται σε άτομα για τον σεξουαλικό τους προσανατολισμό, ο εργασιακός μεσαίωνας που υποδηλώνει η έλλειψη μόνιμων θέσεων εργασίας με την ανασφάλεια των συμβάσεων και της ωρομισθίας, η παραμέληση και η αδιαφορία για τους ‘’άχρηστους’’ πια υπερήλικες ασθενείς στις ανεπαρκείς, ανάλγητες, αναξιόπιστες δομές φροντίδας, η ενδοοικογενειακή βία, ο φόβος της μοναξιάς και της ανημπόριας, η σκέψη του θανάτου.

Η συγγραφέας με λιτά εκφραστικά μέσα και γλώσσα καθημερινή στοχεύει κατευθείαν στον πυρήνα των θεμάτων που διαπραγματεύεται. Με αμεσότητα και ειλικρίνεια εκθέτει τις μύχιες σκέψεις της κεντρικής ηρωίδας, της μητέρας, που αφηγείται σε πρώτο πρόσωπο.

Ο αναγνώστης παρακολουθεί τις δραματικές εξελίξεις κατανοώντας τη θέση της μάνας, αλλά και τη στάση της κόρης. Η δυσκολία της μάνας να αποδεχθεί το διαφορετικό, τη διάψευση των προσδοκιών που είχε για το μέλλον του παιδιού της, την αναγκαιότητα  συμμετοχής της Γκριν σε διαμαρτυρίες και διαδηλώσεις με κίνδυνο της ζωής της, την αγωνία μήπως και η κόρη της έχει την τύχη της Τζεν. Την ίδια στιγμή συμμερίζεται τη στάση της Γκριν που διεκδικεί έναν τρόπο ζωής συμβατό με τις ικανότητες και τις επιθυμίες της, κάτι που ασφαλώς δικαιούται.

Τελικά η μητέρα καλείται να κάνει βήματα προς την κόρη ώστε το παλιό να αγκαλιάσει το νέο. Η σταδιακή αποδοχή των επιλογών της Γκριν επηρεάζουν τόσο τον τρόπο σκέψης όσο και τη συμπεριφορά της μητέρας και την αλλάζουν σιγά σιγά, ώστε να τολμήσει να αντιταχθεί και η ίδια στην ανηθικότητα και την αδικία.

Μερικά αποσπάσματα:

‘’Η κόρη μου δεν έχει σταθερή εργασία. Άνθρωποι που δουλεύουν, αλλά δεν έχουν μόνιμη θέση. Ένας στους δέκα. Τρεις στους δέκα. Το ποσοστό έχει αυξηθεί τόσο πολύ, που τώρα έξι ή επτά στους δέκα ανθρώπους ανήκουν σ΄αυτή την κατηγορία’’. Σελ. 30

‘’Η κόρη μου ξεπρόβαλε από το είναι μου. Μια ύπαρξη που γεννήθηκε και μεγάλωσε για πολλά χρόνια με την άνευ όρων εύνοια και φροντίδα μου. Τώρα όμως συμπεριφέρεται σαν να μην έχει καμία σχέση μαζί μου. Σαν να γεννήθηκε, να μεγάλωσε και να ενηλικιώθηκε μόνη της. Κρίνει και παίρνει τις αποφάσεις της, κι από κάποια στιγμή και μετά, μόνο με ενημερώνει. Υπάρχουν επίσης πολλά πράγματα για τα οποία δεν με ενημερώνει καν’’. Σελ. 34

‘’Ακόμα και τώρα δεν είναι πολύ αργά. Βρες ένα σωστό άτομο και παντρέψου. Κάνε και κανένα παιδί. Όλοι κάνουν λάθη στα νιάτα τους. Αν το διορθώσεις τώρα, δεν υπάρχει πρόβλημα. Είμαι η μητέρα σου. Αν όχι εγώ, τότε ποιος άλλος θα σου το πει αυτό; Κανείς άλλος δεν νοιάζεται για το πώς ζεις.’’ Σελ.93

‘’Είναι άτομα που τους μένουν μόνο λίγες μέρες ζωής, τι μπορείτε να κάνετε εσείς γι΄αυτό; Είναι λυπηρό αλλά έτσι είναι η ζωή’’. Έτσι είναι η ζωή λέει! Δεν μου αρέσει η νοοτροπία σύμφωνα με την οποία ό,τι δεν έχει σχέση με μένα δεν είναι σημαντικό, κι αν το πετάξω μακριά ώστε να μην το βλέπω, θα εξαφανιστεί’’. Σελ. 113

‘’Δεν θέλω άλλο να αποτρέπω τον εαυτό μου από το να κάνει το σωστό για να γλιτώσω από επιπόλαιες κριτικές και γελοιοποίηση. Δεν θέλω να κάνω το ίδιο πράγμα που έκανα ξανά και ξανά σε όλη μου τη ζωή’’. Σελ. 145

‘’Νιώθω απαίσια που η κόρη μου υφίσταται τέτοιες διακρίσεις. Φοβάμαι πως ενώ σπούδασε πολλά χρόνια και γνωρίζει πολλά πράγματα, θα διωχθεί από τη δουλειά της, θα παλέψει να επιβιώσει, θα καταλήξει στη φτώχεια και θα αναγκαστεί να κάνει σκληρή σωματική εργασία, όπως εγώ, μέχρι να γεράσει. Δεν έχει να κάνει με το ότι της αρέσουν οι γυναίκες. Δεν ζητάω από τον κόσμο να καταλάβει αυτά τα παιδιά. ‘’ Σελ. 151

 

 

 

 

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.