Γυναίκα Τερμίτης
Δεν είχε γνωρίσει ποτέ τη θάλασσα.
Γνώριζε, όμως, πολύ καλά την περιοδικότητα των κυμάτων της.
Έμοιαζε μ’ αυτή του ρολογιού
εκεί που κατοικούσε το μεγαλύτερο διάστημα της ζωής της.
Ένα πρωινό, από μια χαραμάδα του ρολογιού, είδε την άνοιξη και μετά το μίσησε.
Έκτοτε, άρχισε να το καταπίνει λαίμαργα.
Μια νύχτα τυλίχτηκε τα διάφανα φτερά της
πάτησε πάνω στη στοίβα από το πριονίδι του κι έφυγε.
Μονάχα οι γαλάζιες γόβες της γυάλιζαν καθώς χανόταν μες τον ουρανό.
2. Σε θέλω
Σε θέλω στις ανήλιαγες σχισμές μου να λιώνεις τα κεριά που είχα
ανάψει κάτω απ’ τον ήλιο του πρωτόγονου εαυτού μου.
Αλμύρα μες στα χέρια μου οι ενώσεις μας σαν δοκιμαστικός σωλήνας που
εξερράγη τη νύχτα του πόθου μας.
Αχόρταγοι άγριοι θάμνοι στη μασχάλη σου.
Σε θέλω γιατί άντεξες μέσα στην ανάσα μου.
Γιατί η σκιά σου κρέμεται στο ίδιο σύρμα
που άπλωνε λευκή μπουγάδα η αρχαιότερη των προγόνων μου.
Μέσα στο χλευασμό της μοναξιάς μου σε θέλω.
Για το κουτσό σου πόδι που τ’ ανέβαζες στον ήλιο ύστερα από κάθε πυρετό.
Σε θέλω για τις πληγές που κουβαλούσες μες τις τσέπες σου όταν σε γνώρισα
και για τις δικές μου που μοιράστηκα μαζί σου.
3. Αρχαία μάνα
Τη νύχτα που αποφάσισα να ξαναγεννηθώ
τα δέντρα γύρισαν τις ρίζες προς τον ουρανό
ψάχνοντας τον ήλιο που ακόμη θήλαζε
στο στήθος της αρχαίας μάνας μου.
4 Πατρικό
Το θρόισμα των φύλλων, νύχτα στην ανθισμένη ροδιά, αναρριχάται να ενωθεί με την ανάσα σου.
Ο ασβεστωμένος τοίχος καθρεφτίζει τα κεράσια του τελευταίου καλοκαιριού και την πηγή που φύτεψες στη γωνία της βεράντας,
να ‘ρχονται τα σπουργίτια να κλώθουν νήμα για τα κρύα του χειμώνα.
Λεπτές κουρτίνες προς τον ουρανό προσμένουν την Κυριακή,
με το άφθαρτο καντήλι να καίει μες τις χούφτες σου,
με τη δροσιά της άνοιξης στρωμένη στα κρεβάτια,
με τα κουκούτσια απ’ τα σταφύλια, χρόνια στο παλιό σταχτοδοχείο
και τα χρυσά χαμόμηλα φυτεμένα στο στόμα σου
να ενώνουν τον πόνο μας με το πρώτο φως της αυγής.
Βιογραφικό