Ο Franz με σύστησε σαν αδερφή του
Δεν κατάλαβα τότε γιατί, αλλά γενικώς είχε πλάκα ο Franz
Χαμογέλασα εγκάρδια στον έμπορο φίλο του, αποδεχόμενη την καινούρια μου ιδιότητα
Συνεχίσαμε τον περίπατό μας στη γέφυρα μιλώντας ζωηρά
Για το «Γράμμα στον πατέρα»
Για την «Μεταμόρφωση»
«Fofilein! Χαίρομαι τόσο πολύ που σου άρεσαν!»
Ο έρμος ο Franz!
Ψόφιος ήταν για μια καλή κουβέντα!
Ευγνώμων που δεν τον άφησα να σκίσει την σύντομη ιστορία που ’γραψε κείνο το βράδυ
«Η χαρά είναι όλη δική μου, αδερφέ μου!»
Ο γλυκός μου ο Franz!
Πώς τα έπαιρνε όλα τοις μετρητοίς!
Και πώς συγχρόνως με άλλο τρόπο τα διακωμωδούσε!
Πολύς ήταν ο κρυμμένος πόνος του
Έτσι νομίζω
Αλλά σίγουρη δεν είμαι
Με τον Franz γενικώς δεν μπορούσε κανείς να είναι σίγουρος
Όλα αλλιώς τα ήθελε από ότι ήταν, αυτό ναι, ισχύει
Τα όνειρα που έβλεπε αποβραδίς τα μπέρδευε το πρωί με την πραγματικότητα
Δεν ήξερα ούτε εγώ πολλές φορές ποιο ήταν το όνειρο, ποια η αλήθεια
Έγραφε ασταμάτητα, όσο τον θυμάμαι
Έψαχνε ασταμάτητα τρόπους και διαδρομές, ναι, θυμάμαι πολύ καλά, έψαχνε
Ο λόγος του έστηνε ω! ανυπέρβλητα σκηνικά
Σαν να κεντούσε, σαν να ύφαινε
Με το μυαλό του
Με το χέρι που έγραφε, με εκείνο το χέρι μάγευε
Κεντούσε, δεν έγραφε
Μετά, σαν κοιτάζαμε μαζί το εργόχειρό του, αυτό το χωρίς κλωστές και νήματα, πάντα αλλιώς το βρίσκαμε
Δεν ήταν το έργο που άλλαζε όμως
Εμείς δεν μέναμε οι ίδιοι, όταν το διαβάζαμε γραμμένο
Το νιώσαμε κάποια στιγμή και οι δύο
Τότε πρέπει να ’ταν που γίναμε αδέρφια