«Κραυγή βοώντος εν τη ερήμω;»
Στα τελευταία της βιβλία η Ελένη Λόππα καταπιάνεται με θέματα της επικαιρότητας, αλλά τα αγγίζει με ευαισθησία, σαν να ήταν εύφλεκτα, και με το μαγικό ραβδάκι της λογοτεχνίας, κατόπιν σπουδής και μελέτης, τα μετουσιώνει με αριστοτεχνικό τρόπο σε άψογα κομψοτεχνήματα, σε κείμενα διαχρονικά, πανανθρώπινα και οικουμενικά.
Στο «Η ζωή είναι αλλού;» (Requiem for a dream), Ρώμη 2017 αφηγείται λεπτομερώς το συγκλονιστικό δράμα των προσφύγων-μεταναστών της Μέσης Ανατολής και της Αφρικανικής ηπείρου, όπως γίνεται αντιληπτό μέσα από τα μάτια μιας εθελόντριας ΜΚΟ σε καταυλισμό προσφύγων στη Λέσβο. Στο «Οι ψυχές φωνάζουν», Ρώμη 2019 μιλά για το δικαίωμα κάθε νεκρού στην ταφή, αλλά και κάθε ανθρώπου στην αξιοπρέπεια, στη ζωή και στον έρωτα. Στο «Μωβ», ΑΩ Εκδόσεις 2021 πραγματεύεται τις ανθρώπινες σχέσεις και πάθη κατά την περίοδο της πανδημίας και του εγκλεισμού.
Στην πραγματικότητα τα βιβλία της Λόππα δεν είναι απλά λογοτεχνικά βιβλία, αλλά υβριδικά έργα με πλούσιο πραγματολογικό υλικό και πληροφορίες για την ιστορία, την ανθρωπογεωγραφία, τον πολιτισμό του τόπου όπου διαδραματίζεται η μυθοπλασία, τα ήθη και έθιμα των χαρακτήρων. Πρόκειται για πηγές αστείρευτης γνώσης, καλά μελετημένης, κατασταλαγμένης και διηθημένης, που μας κάνει πλουσιότερους όχι μόνο εγκυκλοπαιδικά, αλλά πνευματικά και συναισθηματικά.
Στην «Κραυγή της φύσης», Κουκκίδα 2024 (σαφής η αναφορά στον πίνακα του Edvard Munch που κοσμεί το εξώφυλλο) παρακολουθούμε την αρπαγή από τη φυλή του ενός μικρού ιθαγενή Γιανομάμι και την πορεία του, αρχικά σε μια βραζιλιάνικη οικογένεια, κατόπιν τον εγκλεισμό του σε καθολικό οικοτροφείο, τη φυγή του προς την ελευθερία-κόλαση του Σάο Πάολο, τον ερχομό και την υιοθεσία του στη Νέα Υόρκη, τη γνωριμία του με την αμερικανίδα ελληνοεβραία Ρεββέκα, τον έρωτά τους και την απόφασή τους να επιστρέψουν στον Αμαζόνιο και να αγωνιστούν με αυταπάρνηση για τη λύτρωση των ιθαγενών από τις τοξίνες των εκ-μεταλλεύσεων και ενάντια στον αφανισμό τους από τον λευκό καταπατητή.
Η ανιδιοτελής προσπάθεια των πρωταγωνιστών μάς υποβάλλει, όχι μόνο να θαυμάσουμε την πίστη τους σε ένα ειρηνικό μέλλον, παρά το δυστοπικό παρόν, και να προβληματιστούμε για την εκμετάλλευση της φύσης και των στοιχείων της, αλλά και να εμπλακούμε συναισθηματικά στον αγώνα τους απέναντι στην απληστία των καταπατητών και καταστροφέων της παρθένου γης του Αμαζονίου, του πνεύμονα ολόκληρου του πλανήτη, να γίνουμε κι εμείς συνοδοιπόροι και συναγωνιστές τους στην προσπάθεια προστασίας του περιβάλλοντος από τα αδυσώπητα πλάσματα-τέρατα.
Η συγγραφέας, με ζωντάνια και ζωηρότητα, σαν έχει ήδη ζήσει σ’ αυτά τα εξωτικά μέρη, μας παίρνει από το χέρι και με επιδεξιότητα μας τοποθετεί σχεδόν σωματικά στους τόπους που μας περιγράφει. Στο κέντρο της δράσης, στη ζούγκλα του Αμαζονίου, ακούμε πουλιά να κελαηδούν μαυλιστικά, βλέπουμε τα χρώματα με τα οποία είναι φιλοδωρημένα τα πλάσματα της φύσης και βαμμένοι οι αυτόχθονες ιθαγενείς της φυλής Γουαοράνι του Εκουαδόρ ή Γιανομάμι στον βορρά της Βραζιλίας, καθώς ηχούν τα μουσικά τους όργανα στην τελετουργική τους καθημερινότητα και τα έθιμά τους.
Συλλέγοντας ανθρωπολογικά στοιχεία, καθώς και της σύγχρονης, σχετικής με την καταστροφή του πλανήτη, επικαιρότητας, όπως άρθρα, απόψεις διανοουμένων, επιστολές, καταγραφές, η Λόππα πλάθει αριστοτεχνικά μια νουβέλα-μαρτυρία, η οποία χαρακτηρίζεται από διακειμενικότητα, από το μπόλιασμα της κύριας ιστορίας με παραθέματα και κειμενικές αναφορές, αποσπάσματα από την ελληνική και παγκόσμια λογοτεχνία, δοκίμια, πεζά, ποιήματα, καταβάλλοντας κάθε φροντίδα για να αποδώσει σεβασμό και τιμή στις πηγές και τους δημιουργούς τους. Μεταξύ άλλων, με συγκίνηση διαβάζουμε τους στίχους της εκλιπούσας ποιήτριας Κυριακής Καρσαμπά «Η ζωή είναι μία ατέλειωτη/ προσαρμογή στην απώλεια./ Τα δέντρα το ’μαθαν καλά./ Φυλλορροούν αγόγγυστα» για να πειστούμε ότι η λογοτεχνία διατηρεί και μετά θάνατον ζωντανό τον λογοτέχνη μέσω του έργου του.
Με ρυθμό κινηματογραφικής αναπαράστασης και ραγδαιότητα δράσης, με αμεσότητα, πολιτικό, ακτιβιστικό, κριτικό, καταγγελτικό και αφυπνιστικό λόγο, η συγγραφέας υψώνει μια λογοτεχνική κραυγή ενάντια στην κλιματική αλλαγή, την υπερθέρμανση του πλανήτη, το λιώσιμο των πάγων, τη μόλυνση των υδάτων, τη βύθιση νησιών και παραλιών και την υπερκάλυψή τους από νερό, την καταπάτηση και αποψίλωση της γης, την καταστροφή της χλωρίδας, την εξόντωση της πανίδας και του ανθρώπου, τον βιασμό της παρθένας φύσης. Κραυγή ενάντια σε μια κατάσταση που δεν αφορά το μακρινό ή εγγύς μέλλον, αλλά την τωρινή ζοφερή πραγματικότητα, που όμως είναι αναστρέψιμη, όπως μας προτείνει η Ελένη Λόππα, μόνο μέσω της αγωνιστικότητας και της ανιδιοτέλειας, της αντίστασης και της έντιμης στάσης ζωής.
Το βιβλίο μάς προσφέρει αναγνωστική απόλαυση, κυρίως όμως εποικοδομητικό προβληματισμό και μας προτρέπει σε κινητοποίηση, ανάληψη ευθυνών και δράσης, προκειμένου να πάρουμε στα χέρια μας το δυστοπικό παρόν, τον ζόφο του οποίου νιώσαμε έντονα στο πετσί μας αυτό το καλοκαίρι, και να το μετατρέψουμε έτσι σε ένα αίσιο μέλλον.